«Λένε ότι η πρώτη πρόταση κάθε ομιλίας είναι η πιο δύσκολη. Όπως και να έχει, αυτήν ήδη την έχω αφήσει πίσω μου». Είναι Δεκέμβριος του 1996, και η Βισουάβα Σιμπόρσκα (Κούρνικ, 2/7/1923 – Κρακοβία, 1/2/2012) ξεκινά την ευχαριστήρια ομιλία της για την απονομή του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας από τη Σουηδική Ακαδημία, με έναν τρόπο αντιπροσωπευτικό της ποίησής της. Η Σιμπόρσκα, λιτή, συγκεκριμένη, έγραψε περίπου τριακόσια πενήντα ποιήματα – όχι μεγάλος αριθμός, αν αναλογιστούμε ότι μετρούσε επτά δεκαετίες ενασχόλησης με την ποίηση. Με την παρούσα ανθολόγηση των ποιημάτων της, με τίτλο Η ζωή εδώ και τώρα, έχουμε την ευτυχία να διαβάζουμε στα Ελληνικά το ένα τρίτο σχεδόν του όγκου του ποιητικού της έργου, σε μετάφραση και εισαγωγή από την Μπεάτα Ζουλκίεβιτς.
Ο ποιητικός κόσμος της Σιμπόρσκα, όπως μας αποκαλύπτεται μέσα από τις σελίδες αυτής της συλλογής, ταυτίζεται με τον πραγματικό κόσμο, με την κυριολεκτική, βιολογική του έννοια, ενώ ταυτοχρόνως τον ξεπερνά, διατρέχοντας επίμονα τους μύθους και το παρελθόν. Τα ποιήματά της ξεκινούν από την παρατήρηση φαινομενικά ασήμαντων αφορμών, που τις αφήνουν να μεγαλώσουν σαν κόκκινοι γίγαντες, μέχρι να φτάσουν να περικλείουν το σύμπαν. Εναλλακτικά, αφορμή είναι η κοσμική παρατήρηση του ίδιου του σύμπαντος, μόνο που εκεί εστιάζει ολοένα και περισσότερο το βλέμμα, μέχρι να φτάσει να χωρέσει την πλάση ολόκληρη σε ένα κουταλάκι του γλυκού. Στο ποίημα Περίσσευμα, για παράδειγμα, η ανακάλυψη ενός καινούργιου άστρου «δεν σημαίνει πως τώρα έχουμε περισσότερο φως / και πως αποκτήσαμε κάτι που μας έλειπε». Η σημασία του υπέροχου αυτού αστεριού, παρ’ όλη τη λάμψη και τον όγκο του, δεν είναι κατ’ ανάγκη μεγαλύτερη από τη σημασία της καθημερινής ζωής, ούτε την επηρεάζει. Το «άστρο χωρίς συνέπειες», αν το δείξεις με το δάχτυλο από τη γη, μπορεί να χωρέσει ανάμεσα σε ένα σύννεφο και στα κλαδιά μιας ακακίας.
Τα ποιητικά ερωτήματα που θέτει τείνουν να ταιριάξουν φαινομενικά αταίριαστες χρονικότητες και τοπικότητες – «τα άκρα του απείρου συνενώνονταν γρήγορα» λέει στο Η σύντομη ζωή των προγόνων μας, και αυτό επαληθεύεται και στα ποιήματά της. Οι συναρμογές αυτές, όχι χωρίς το στοιχείο της έκπληξης και του θαυμασμού, δεν είναι διόλου βεβιασμένες ή ασύμβατες. Αντιθέτως, έρχονται να διευρύνουν τα δυνατά πεδία στα οποία μπορεί να κινηθεί η (όχι μόνο ανθρώπινη) ύπαρξη, άρα και τα πεδία στα οποία μπορούν να αναπτυχθούν σχέσεις μεταξύ ευρέος φάσματος πλασμάτων και, εν τέλει, τα πεδία στα οποία μπορούν να τεθούν ερωτήματα. Το πιο παράδοξο ίσως πλάσμα που συναντάμε στην ποίησή της, ο Γέτι, δεν είναι τέρας, αλλά ένας ερημίτης εξ ανάγκης, που επέλεξε το αιώνιο χιόνι, για να προστατευθεί από τη σκληρότητα του ανθρώπου. Η ποιήτρια ανεβαίνει στα Ιμαλάια, για να τον παρακαλέσει να ξανακατέβει στην κοσμική του ζωή, μιλώντας του για τα καλά που οι άνθρωποι έπραξαν ή πράττουν, σε μια προσπάθεια που δεν γνωρίζουμε αν στέφθηκε με επιτυχία. Σε άλλα ποιήματα, πάλι, επιστρέφει στον εαυτό της, αλλά ακόμα κι εκεί επικεντρώνεται με θαυμασμό σε ένα παραμικρό κομμάτι της ύπαρξής της. Στο Προς την καρδιά μου, την Κυριακή, σαν σε διαλογισμό, συγκεντρώνεται στην αυτονόητη βιολογική λειτουργία της καρδιάς. Όσο περισσότερο στοχάζεται πάνω σε αυτή, τόσο πιο θαυμαστή αρχίζει να φαίνεται, κι εκεί πάλι χαράζονται δύο κόσμοι δεμένοι, αλλά και διαφορετικοί: η βιολογία της καρδιάς, ανεξάρτητη από την καθημερινότητα του ανθρώπου, και ταυτόχρονα άρρηκτα συνδεδεμένη μαζί της.
Πώς μπορεί αυτή η αέναη κίνηση από το μηδέν στο άπειρο και τούμπαλιν να μην κινδυνεύσει να αναλωθεί σε έναν ισοπεδωτικό σχετικισμό; Μία ασπίδα προστασίας είναι κάτι που η ίδια η Πολωνή ποιήτρια θίγει στην ομιλία της κατά την απονομή του Νόμπελ: η ικανότητα να θέτει ερωτήματα. Η ποίηση της Σιμπόρσκα είναι μια ποίηση κατάπληξης που αφοπλίζει, κι έπειτα δημιουργεί ερωτήματα. Κι όλες αυτές τις ερωτήσεις είναι σημαντικό να ειπωθεί ότι τις προσεγγίζει σταθερά με συμπόνια. Μα ενώ είναι πρόθυμη να αμφισβητήσει κάθε της βεβαιότητα (κι εδώ υπεισέρχεται η αγωνία για τον σχετικισμό), δεν αμφισβητεί τα πλάσματα που παρατηρεί, παρά μόνο τα επανατοποθετεί, κι αυτό μάλιστα με τρόπο που μοιάζει με αγάπη. Είναι ποίηση «μεγάλων αριθμών» η ποίηση της Σιμπόρσκα, χωρίς να γίνεται εκμηδενισμού.
Είναι αδύνατον να μιλήσουμε για μια συλλογή ποιημάτων, χωρίς να μιλήσουμε για τη μετάφραση. Η γλώσσα του πρωτοτύπου, τα Πολωνικά, μου είναι άγνωστη, και είναι ένας λόγος, για να νιώθω ευγνωμοσύνη απέναντι στην Μπεάτα Ζουλκίεβιτς, η οποία όχι μόνο ανέλαβε τη μετάφραση, αλλά και την κατατοπιστική εισαγωγή. Η γλώσσα του μεταφράσματος είναι συνεπής και λιτή, όπως σημειώνεται ότι ήταν το ύφος της Σιμπόρσκα. Κέρδος μας είναι να διαβάζουμε στα Ελληνικά το έργο της, και θέλω να πιστεύω ότι ίσως, αν το γνώριζε, να χαμογελούσε, με αυτό το εξαίσιο μειδίαμά της, από τα ομορφότερα του λογοτεχνικού κόσμου.