(III)
Το αστείο περιστατικό με τον καλικάντζαρο ήταν ένα από τα πολλά που ακολούθησαν. Βλέπετε, εάν κάποιος δει μια φορά κάτι τόσο τρομερό (όχι στην όψη, αλλά με την ευρεία έννοια της λέξης), με έναν τρόπο εθίζεται στο αλλόκοτο, ζητάει απεγνωσμένα την επόμενη περιπέτεια. Δίχως να το περιμένω, βρέθηκα ανάμεσα σε δύο κόσμους, τον δικό μου και τον δικό τους.
Καθημερινά προσπαθούσα να βρω τα πατήματά μου σε δύο αλήθειες. το δεξί πόδι στην πραγματικότητα, το αριστερό στη φαντασία. Και ο κορμός, εγώ, ο Ιωάννης Βιτάλης, αμφιταλαντευόταν στη λογική και στη νεογέννητη σχέση του, προσπαθώντας με νύχια και με δόντια να τις κρατήσει αμόλυντες από τους εξωγενείς παράγοντες της αποθήκης.
Γιατί, ναι, όπως μόλις ανέφερα, μετά το περιστατικό με τον καλικάντζαρο, αποφασίσαμε να σμίξουμε τις μοναξιές μας και να πορευτούμε μαζί σε κοινό δρόμο. Η αρχή φάνταζε ιδανική, αργότερα όμως άρχισαν τα προβλήματα, όπως είθισται και είναι ευρέως διαδεδομένο για τις σχέσεις που ξεκινούν εξαιτίας ενός μικρόσωμου όντος που κατοικεί στο υπέδαφος.
Ο κύριος Σωκράτης είχε ψυλλιαστεί το κατά πού πήγαινε το πράμα. Στο μυαλό του είχα ήδη παρατήσει τη θέση μου από τη στιγμή που άφησα έναν ξένο άνθρωπο να αποκτήσει αυτή τη γνώση που με τόσο σθένος κρατούσαμε κρυφή μέχρι πρότινος. Μου έκανε επανειλημμένα κήρυγμα, μου καταμετρούσε επιδεικτικά με τα δάχτυλα τους λόγους που θα έπρεπε να είμαι πιο προσεκτικός στις φιλίες μου και στις λέξεις που διάλεγα να ξεστομίσω δεξιά και αριστερά. Ναι, ξεστομίσω, αυτό ακριβώς είπε μια μέρα, και ήταν σκληρό. Πολύ σκληρό.
Ενώ ξαφνικά βρέθηκα γυμνός μπροστά σε έναν μεγάλο κύκλο αγνώστων (η Κατερίνα είχε πολλούς φίλους, γεγονός που με χαροποιούσε ιδιαίτερα, γιατί επιτέλους απέκτησα κοινωνική ζωή), ήξερα από πρώτο χέρι ότι κανείς άλλος, πέρα από την κοπέλα μου, δεν θα μάθαινε το παραμικρό για την προέλευση και τις ικανότητες των αντικειμένων στο αποθηκάκι μας. Το ήξερε και ο Σωκράτης, μα το αρνούνταν κατηγορηματικά.
Η εμπιστοσύνη του κλονίστηκε. «Αφού το έκανες μία φορά, θα το κάνεις και δεύτερη και τρίτη και τέταρτη και πέμπτη» έλεγε, ενώ παράλληλα εξυπηρετούσε τους δύσμοιρους πελάτες. Ντεσιμπέλ ανέβαιναν, πρόσωπα σκοτείνιαζαν, γροθιές σφίγγονταν. Επόμενο οι τουρίστες να φεύγουν κακήν κακώς από το μαγαζί, γιατί πιθανότατα παρερμήνευσαν τα λόγια του τρελού πωλητή. Τι να πίστευαν, οι δύσμοιροι;
Ποσώς με ενδιαφέρει πια.
Τα πρωινά στο μαγαζάκι της Οδού Ηφαίστου κατάντησαν μαρτύριο, τα απογεύματα και τα βράδια, δε, βάλσαμο στο τέλος της ψυχοφθόρας βάρδιας.
Η Κατερίνα τελείωνε το πόστο της ακριβώς την ώρα που σχόλαγα, θεωρητικά, γιατί, όταν τα ραντεβού μας έγιναν πιο συχνά, ο κύριος Σωκράτης σκαρφιζόταν πάντα δουλειές της τελευταίας στιγμής, λίγο προτού κλείσουμε το μαγαζί. Ξαφνικά το πατάρι χρειαζόταν καθάρισμα, τα έπιπλα γυάλισμα, η βιτρίνα αντικατάσταση. Υπάκουα στις εντολές του χωρίς να αντιδράσω, τουλάχιστον στην αρχή, μέχρι που μια μέρα δεν άντεξα και μίλησα. Εκείνη η ημέρα έμελλε να χαραχθεί στο μυαλό μου για πάντα.
Ήταν η ημέρα που παραιτήθηκα.
Ξεκίνησε σαν αστείο. Η ώρα περασμένες οκτώ. Κανονικά, θα έπρεπε να συναντήσω την Κατερίνα σε ένα μπαρ στην Κολοκοτρώνη, αλλά ο κύριος Σωκράτης μου ζήτησε να αντικαταστήσω τα βιβλία που είχαμε στα τελάρα με αυτά της βιβλιοθήκης. Λογικό, θα πει κάποιος, το εμπόρευμα οφείλει να ανακυκλώνεται, καθώς είναι διαφορετικό να βλέπεις τα βιβλία σε περίοπτη θέση και διαφορετικό να τα βλέπεις πεταμένα σε πλαστικά τελάρα που πρότερα φιλοξενούσαν πατάτες και ντομάτες. Και θα συμφωνήσω. Όμως υπάρχει μία ειδοποιός διαφορά: τα βιβλία στα πανέρια ΔΕΝ προορίζονται προς έκθεση. Τα εξώφυλλά τους είναι σκισμένα, οι σελίδες διπλωμένες και κατακίτρινες, αντιθέτως με αυτά της βιτρίνας, που κρατούνται σε άριστη κατάσταση εξαιτίας της σπανιότητάς τους. Σαν να μην έφτανε αυτό, ήμουν σίγουρος ότι την επόμενη μέρα θα μου ζητούσε να κάνω το αντίστροφο.
Παρατάω τα πάντα –τι κρατούσα ούτε που θυμάμαι– και με πρόσωπο κατακόκκινο και με μάγουλα κατακόκκινα του βάζω τις φωνές. Ποτέ στη ζωή μου δεν φώναξα, ποτέ στη ζωή μου δεν βγήκα εκτός εαυτού, πέρα από εκείνη τη στιγμή. Έψαχνα το δίκιο μου και ήμουν αποφασισμένος ότι θα το έβρισκα. Πλήρης άρνηση για διάλογο. Ούτε οι μήνες που τον γνώριζα, ούτε τα χρόνια του στάθηκαν εμπόδιο στο βραδυφλεγές μένος. Έπρεπε η παρουσία μου να γίνει αισθητή, να εκτοπίσει τη δική του, «είμαι ο υπάλληλός σου και έχω δικαιώματα, σε εμένα δεν περνούν ούτε καψόνια ούτε κοροϊδίες» – κάτι τέτοιο, τέλος πάντων. Στην πραγματικότητα, ήθελα να θέσω στον εαυτό μου προτεραιότητες: μπροστά τα συμβατικά και πίσω, πολύ πίσω, τα εκκεντρικά.
Μέγα λάθος.
Ο κύριος Σωκράτης έγινε έξω φρενών. Το άλλοτε σκεβρωμένο του σώμα απέκτησε μία πρωτοφανή στάση, ευθυτενή και σοβαρή. Τα μάτια του κάρφωσαν τα δικά μου και, για λίγο, αναμετρηθήκαμε με τα βλέμματά μας. Η καμπάνα της εκκλησίας του Αποστόλου Φιλίππου σήμανε οκτώ ακριβώς και μεταφερθήκαμε μυστηριωδώς στην Άγρια Δύση, στο λιοπύρι του μεσημεριού και στη μουσική υπόκρουση του Ένιο Μορικόνε. Τα πιστόλια γεμάτα, έτοιμα να εκπυρσοκροτήσουν σε
τρία
δύο
ένα.
«Δεν είναι δικό μου το φταίξιμο, Ιωάννη, δικό σου είναι, μόνο δικό σου. Έβαλες έναν ξένο άνθρωπο στο σπίτι μας και του έδειξες όλα όσα σου ζήτησα –όχι, όχι!–, σε παρακάλεσα να μη δείξεις σε κανέναν και, αντί να σκεφτείς τον όρκο που έδωσες κάποτε, έκλεισες τα μάτια και άφησες την Κατερίνα να σε κάνει ό,τι θέλει».
«Μη μιλάς έτσι για την Κατερίνα».
«Θα μου απαγορεύσεις να μιλάω τώρα; Ύστερα από όλο αυτό το κακό που προκάλεσες, ύστερα από τις ισορροπίες που διατάραξες, τολμάς και μου λες να μη μιλάω για έναν άνθρωπο που αύριο-μεθαύριο θα σε ξεχάσει; Οι άνθρωποι θα σε προδώσουν –πάντα σε προδίδουν στο τέλος– και το κάνουν είτε το θελήσουν είτε όχι. Πάει, το καράβι έφυγε από το λιμάνι και δεν γυρίζει πίσω, όσες συγγνώμες και αν μου αραδιάσεις. Ήμουν ηλίθιος να πιστέψω ότι επιτέλους βρήκα έναν άνθρωπο που δεν ήταν έρμαιο των παθών και της σάρκας. Για λίγο πίστεψα ότι ήσουν ο κατάλληλος, πλέον… πλέον καταριέμαι τον ίδιο μου τον εαυτό για το τραγικό μου λάθος».
Τα λόγια του σωστός κεφαλοθραύστης, διέλυσε στο άψε-σβήσε κάθε υπόνοια άμυνας. Η ασπίδα έσπασε, το τείχος έπεσε, το κάστρο αλώθηκε. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα, το μυαλό μου μούδιασε. Συνειδητοποίησα την πικρή αλήθεια στα πικρά του λόγια και στο πικρό του βλέμμα. Σήμερα δεν θα έχανε τον πιο έμπιστο υπάλληλο, αλλά τον πιο καρδιακό φίλο. σήμερα, στις οκτώ και πέντε πρώτα λεπτά, τα μονοπάτια μας χώριζαν, οι ζωές μας, άλλαζαν. παλιές ταυτότητες διαγράφηκαν και νέες δημιουργήθηκαν.
Ήμουν άραγε προετοιμασμένος για τον Θαυμαστό Νέο Κόσμο που ξανοιγόταν μπροστά μου; Θα μπορούσα να αντεπεξέλθω στις αντιξοότητες, στις απαιτήσεις και στις παγίδες του; Η Κατερίνα ήταν διατεθειμένη να μου δείξει τον δρόμο – τον σωστό δρόμο. Αρκούσε να κρατήσω το χέρι της και να αφεθώ. Όπως και με τον κύριο Σωκράτη, τότε που ήμουν απλώς ένα δοχείο δίχως ψυχή και όνειρα, τότε που η πλήξη φάνταζε μονόδρομος. η πλήξη που με οδηγούσε στον μοναδικό δρόμο που θεωρούσα κομμένο και ραμμένο στα μέτρα μου.
Η μετάβαση έγινε αναπάντεχα εξαιτίας μιας σκακιέρας που άθελά μου έστησα, πυροδοτώντας μια σειρά από παράξενα γεγονότα, στα οποία ο ρόλος που έπαιξα ήταν καθοριστικός. Η παθητικότητα εξαϋλώθηκε ως διά μαγείας, όπως ως διά μαγείας εξαϋλώθηκαν και όλες εκείνες οι σκέψεις περί παραίτησης και ματαιότητας.
Οι μήνες που πέρασα ως υπάλληλος στο μαγαζάκι της Οδού Ηφαίστου ήταν για μένα σχολείο, και για κανέναν λόγο δεν μπορώ να πω ότι μετανιώνω τις ώρες που πέρασα πάνω από μία σφουγγαρίστρα ή ένα ξεσκονόπανο, γνωρίζοντας πως οι ικανότητες που θα αποκόμιζα θα μου ήταν παντελώς άχρηστες για τη μετέπειτα καριέρα μου.
Καριέρα;
Τις τελευταίες μέρες σκέφτομαι σοβαρά να τελειώσω το Γεωπονικό. Εάν ισχύουν όσα λένε για τα δίδυμα, ότι συνεννοούνται με τηλεπάθεια δηλαδή, ο έτερος Γιάννης, ο Εγώ της παράλληλης διάστασης, θα με άκουγε, θα χαμογελούσε και θα μου έλεγε να ακολουθήσω το ένστικτό μου. Το αλάνθαστο ένστικτο που μου υπέδειξε τον καθρέφτη κάτω από τη στοίβα με τα πράγματα στο παζάρι του Θησείου. Και θα είχε δίκιο, γιατί αυτό επρόκειτο να κάνω.
Η Κατερίνα μου πρότεινε να πάμε κάπου διακοπές. Από το στόμα μου βγήκε αβίαστα η Γρανάδα. Με ρώτησε τον λόγο και της είπα την ιστορία της Δόνας Τζούλιας. Έκλαψε. «Θα ήθελα πολύ να δω τη γειτονιά όπου μεγάλωσε, το μαγαζί όπου δούλευε, το καλό που προξένησε σε τόσες κοπέλες…» Ύστερα κάναμε έρωτα. Εκείνο το βράδυ αισθάνθηκα ότι η σύνδεση μεταξύ μας γιγαντώθηκε.
Για πολλούς το μέλλον θεωρείται προκαθορισμένο, για άλλους καθορίζεται από την ελεύθερη βούληση, όταν και όποτε υπάρχει. Για τους περισσότερους αποτελεί απλώς μέσο επίτευξης στόχων.
Προς το παρόν, είμαι ερωτευμένος. Για πόσο δεν ξέρω, και ούτε μπορώ να πω με σιγουριά.
Κανείς δεν μπορεί.