When you explain it, it becomes BANAL.

Πού πηγαίνουν τα μυρμήγκια; (διήγημα)

Το thumbnail του άρθρου με τίτλο Πού πηγαίνουν τα μυρμήγκια; (διήγημα)

Ένα σύμπλεγμα κηλίδων στόλιζε από καιρό το θαμπό τζάμι του παραθύρου. Με καθαριστικό ψέκασε τις τέσσερεις γωνιές της επιφάνειας και κάνοντας προσεκτικές κυκλικές κινήσεις πέρασε με ένα παλιό κομμάτι ύφασμα το τζάμι. Έτριψε σχολαστικά μέχρι να εξαφανιστούν οι λεκέδες και μέσα από το διάφανο πλέον γυαλί εμφανίστηκε το εσωτερικό του μικρού της διαμερίσματος. Είχαν περάσει μήνες από την τελευταία φορά που καθάρισε τα κουφώματα. Μπορεί να ήταν και η πρώτη φορά που το έκανε μετά τη μετακόμισή της πριν έναν χρόνο. Είχε μπει η άνοιξη για τα καλά και ο όλο και λαμπρότερος ήλιος της υπενθύμιζε να ξεφορτωθεί τα ίχνη του φθινοπώρου και του χειμώνα που άφησαν οι περασμένες βροχές. Τώρα μάλιστα.

Στάθηκε στο μπαλκόνι, κοιτώντας μέσα από το παράθυρο τον μικρό χώρο στον οποίον ζούσε μόνη της και υπολόγιζε τον χρόνο που θα της έπαιρναν οι υπόλοιπες δουλειές του σπιτιού, όταν κάτι της τράβηξε την προσοχή. Ένα μυρμήγκι σκαρφάλωνε στον λευκό τοίχο πλάι στο κούφωμα. Στάθηκε ακίνητη. Ακολούθησε με το βλέμμα της τη διαδρομή του, ώσπου το είδε να εξαφανίζεται σε κάποια χαραμάδα του τοίχου, ψηλά, εκεί που ο κατακόρυφος τοίχος δημιουργούσε γωνία με το μπαλκόνι του διαμερίσματος του επάνω ορόφου. Πού να πηγαίνει άραγε;, σκέφτηκε, και φαντάστηκε να μπορούσε κι εκείνη να ξεγλιστρήσει μέσα από τις χαραμάδες. Να αντίκριζε το διαμέρισμα των από πάνω και το νεογέννητο μωρό που τα βράδια κρατούσε ξάγρυπνη τη γειτονιά με το κλάμα του, να χάζευε το ηλικιωμένο ζευγάρι που έμενε στον κάτω όροφο ενώ παρακολουθούσε το αγαπημένο του ριάλιτι, να έβλεπε τον νεαρό φοιτητή στην γκαρσονιέρα του ισογείου που περνούσε τη μέρα του μελετώντας τις Σονάτες για πιάνο του Σοπέν. Ή απλώς να χανόταν στο σκοτάδι, μέσα στον τοίχο, να προχωρούσε στα τυφλά μέχρι να έφτανε σ’ εκείνη την άλλη πολιτεία, τη σκαλισμένη από εκατοντάδες όντα· να περπατούσε ανάμεσά τους, να επέστρεφε στη δουλειά· στη μοίρα της. Από πού έρχονται τα μυρμήγκια;

Έμεινε αρκετή ώρα να κοιτάζει τη χαραμάδα εκείνη. Ακολούθησε τη χαρακιά στον τοίχο κατά μήκος του μέχρι το σοβατεπί κι έκανε μία νοερή σημείωση κάπου στο βάθος του μυαλού της. Πρέπει να στοκάρω, πρέπει να βάψω τους τοίχους, πρώτα να πάρω χρώματα, να κάνω έρευνα αγοράς, να τα πάρω, να ψεκάσω. Έπειτα έφερε τη σκούπα χειρός, μάζεψε τις σκόνες, τα χώματα, πόσο βρώμικο ήταν αυτό το μωσαϊκό, πέρασε τα κάγκελα με ένα πανί βουτηγμένο σε νερό με απορρυπαντικό, άλλαξε το νερό, ξαναγέμισε τον κουβά με καινούρια δόση και σφουγγάρισε με γρήγορες αλλά προσεκτικές κινήσεις κάθε τετραγωνικό εκατοστό της πολύχρωμης επιφάνειας.

Κάτι της τράβηξε την προσοχή. Κάτι κουνιόταν στην περιφερειακή της όραση. Κάποιος προσπαθούσε να της τραβήξει την προσοχή. Έστρεψε απότομα το κεφάλι, το πηγούνι προτεταμένο, το στόμα μισάνοιχτο, τα βλέφαρα μισόκλειστα για να εστιάσει καλύτερα. Είδε μια μαυροφορεμένη γριά με κατάλευκα μαλλιά πιασμένα σε κότσο να της χαμογελάει από την άλλη μεριά του ακάλυπτου. «Μπράβο, κορίτσι μου» της έλεγαν δυο ρυτιδιασμένα χείλη. «Θα προκόψεις». Της αντιγύρισε ένα από εκείνα τα στιγμιαία χαμόγελα που δίνεις σε κάποιον που σου κάνει χώρο να περάσεις στο λεωφορείο. Η γριά της κούνησε το χέρι και εξαφανίστηκε στο εσωτερικό του σπιτιού της, κάθε κίνηση σε slow motion. Τι πάει να πει «θα προκόψεις»;

Έσκυψε προσέχοντας ένα κλωναράκι που ξεφύτρωνε από μια εσοχή ανάμεσα σε μωσαϊκό και πλακάκι. Μωρέ, μπράβο επιμονή! Πώς τα κατάφερες; Γονάτισε κι έσκυψε το κεφάλι της στο ύψος του, κι αφού το παρατήρησε από όλες τις μεριές, το έπιασε με δείκτη και αντίχειρα, το ξερίζωσε και το πέταξε απ’ το μπαλκόνι. Προσπάθησε να εντοπίσει την τροχιά του, καθώς πλανιόταν στον αέρα. Θα πρέπει να είχε χαθεί από τα μάτια της, αλλά της φάνηκε πως συνέχιζε να το βλέπει μέχρι που ακούμπησε τον δρόμο. Δύο αυτοκίνητα πέρασαν τότε το ένα πίσω από τ’ άλλο. Έτσι πάει.

Ένας γείτονας σε απέναντι διαμέρισμα έβγαλε στο μπαλκόνι ένα κλουβί και το κρέμασε από ένα καρφί στον τοίχο. Μέσα του πετάριζε πέρα δώθε ένα κίτρινο παπαγαλάκι, από εκείνα με το λοφίο. Ο γείτονας κάτι έλεγε στον παπαγάλο, ώσπου εκείνος σταμάτησε να πετάει από κλαδί σε κλαδί και τώρα κουνούσε το κεφάλι του μανιωδώς δεξιά κι αριστερά. Είχε κι εκείνη μικρή έναν παπαγάλο. Της τον είχαν κάνει δώρο οι γονείς της, κάτι για να παίζει, να απασχολείται. Μια μέρα σαν κι αυτή, με άπνοια, άνοιξε το κλουβί για να χαϊδέψει τα φτερά του, όμως κάποιος είχε αφήσει την μπαλκονόπορτα ανοιχτή χωρίς να το πάρει χαμπάρι, και ο παπαγάλος με συνοπτικά φτερουγίσματα χάθηκε απ’ δωμάτιο. Είχε μόλις προλάβει να τον αγγίξει. Τα κατάφερε άραγε να πάει εκεί που ήθελε;

Ο γείτονας εξαφανίστηκε κι εκείνος στο διαμέρισμά του και ο παπαγάλος ηρέμησε. Σαν να κουνούσε το ράμφος του, αλλά δεν μπορούσε να τον ακούσει. Αφαιρέθηκε για λίγα δευτερόλεπτα παρατηρώντας το κίτρινο φτέρωμά του, ώσπου θυμήθηκε ότι δεν είχε τελειώσει ακόμα. Μπήκε κι εκείνη στο διαμέρισμα. Μετά το περιστατικό με τον παπαγάλο δεν της ξαναπήραν κατοικίδιο. Έκτοτε προτιμούσε τα φυτά για παρέα. Εκείνα μπορούσε να τα αγγίζει χωρίς να το σκάνε. Μετέφερε τις γλάστρες μία μία από το εσωτερικό στο μπαλκόνι, τις μετέφερε από εδώ κι από εκεί μέχρι να βρει τη σωστή θέση για την καθεμία. Οι κάκτοι στον ήλιο, η αλόη στη μία γωνία, η λεμονιά στην άλλη, καθένα είχε τις παραξενιές του και τις ήξερε όλες. Κι όταν τα τακτοποίησε όλα, γέμισε μια κανάτα με νερό και τα πότισε ένα ένα. Ένα γέμισμα, δύο γεμίσματα, τρία γεμίσματα. Μέσα πάλι, η κανάτα επέστρεψε στη θέση της και εκείνη ξαναεμφανίστηκε με ένα πτυσσόμενο ξύλινο καρεκλάκι. Κάθισε τότε ανάμεσα στις γλάστρες, στο φρεσκοπλυμένο μπαλκόνι, κι έγειρε το κεφάλι της στον τοίχο. Δεν έχει έρθει καλά καλά το καλοκαίρι κι ο ήλιος ήδη καίει.

Σε νυχτερινό περίπατο βρέθηκε να περπατάει δίπλα σε σπίτια χαμηλά και να ξεκλέβει ματιές από το εσωτερικό τους: μια φιγούρα που μελετούσε μπροστά σε μια οθόνη υπολογιστή, μια παρέα που συμμάζευαν πιάτα, ποτήρια και σκουπίδια μετά από πάρτι, ένα ζευγάρι που έκανε έρωτα, δύο φίλοι που έβλεπαν ποδόσφαιρο, μία οικογένεια που γευμάτιζε, δύο δίδυμα αγόρια που έπαιζαν μπροστά στην τηλεόραση, μια ηλικιωμένη γυναίκα που πότιζε τα λουλούδια της. Τα φώτα των δωματίων άναβαν καθώς τα πλησίαζε και έσβηναν όταν τα προσπερνούσε, λες και ήταν οθόνες που λειτουργούσαν με φωτοκύτταρο. Στην αρχή μονάχα με την περιφερειακή της όραση και στη συνέχεια σταματώντας κάθε φορά για να κοιτάξει, περπάτησε το μήκος του δρόμου, ώσπου τελείωσαν τα σπίτια και βρέθηκε μπροστά σε μια διασταύρωση. Κανένας από τους ενοίκους δεν την είχε δει να περνάει, μα όταν δοκίμασε να γυρίσει πίσω μην ξέροντας προς τα πού να πάει, ξεπρόβαλε από το τελευταίο σπίτι –το μοναδικό που είχε ακόμα φως– η ηλικιωμένη κρατώντας το ποτιστήρι για τα λουλούδια στο δεξί της χέρι. Παρατήρησε τον άσπρο κότσο, τα κουρασμένα μάτια, τα ρυτιδιασμένα χείλη, και συνειδητοποίησε ότι ήταν η γριά γειτόνισσά της. Δεν φορούσε όμως μαύρα, αλλά ένα πολύχρωμο φόρεμα με σχέδιο τροπικά πουλιά. Της έγνεψε χαμογελώντας και την κάλεσε στο σπίτι της. Καθώς περνούσε το κατώφλι, το παλιομοδίτικο καθιστικό που είχε αντικρίσει νωρίτερα είχε αντικατασταθεί από έναν εντυπωσιακό κήπο με άνθη που ξεπερνούσαν ακόμα και την ίδια στο ύψος. Και κρατώντας το χέρι της γριάς, χώθηκαν μαζί μέσα στη βλάστηση, εκεί όπου δεν έφτανε το φως του ήλιου.

Όταν άνοιξε τα μάτια, το φως είχε μαλακώσει και οι σκιές των φυτών απλώνονταν μακρύτερες στο λαμπερό μωσαϊκό. Τέντωσε τα χέρια της. Πόση ώρα πέρασε; Να προλάβω το σούπερ-μάρκετ ανοιχτό. Σηκώθηκε, ετοιμάστηκε βιαστικά και βγήκε από το σπίτι.

Ήταν περίπου μία ώρα και κάτι αργότερα, όταν η γριά γειτόνισσα την είδε από απέναντι να επιστρέφει φορτωμένη με δυο μεγάλες σακούλες ψώνια. «Έρμο κορίτσι, κάθε μέρα πάνω κάτω», είπε στον εαυτό της και δυνάμωσε την ένταση του ραδιοφώνου που είχε στο τραπέζι του μπαλκονιού της. Ο εκφωνητής μιλούσε, αλλά εκείνη δεν πρόσεχε τι έλεγε. Ποτέ δεν πρόσεχε, αλλά κι αυτό ήταν μιας μορφής παρέα. Παρατηρούσε την κοπέλα που προσπαθούσε να βγάλει τα κλειδιά από την τσάντα της. Όταν τελικά τα κατάφερε κι έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά, η πόρτα άνοιξε με φόρα προς τα μέσα. Λεμόνια και παρτιτούρες έπεσαν στην είσοδο της πολυκατοικίας και ξεχύθηκαν προς διάφορες κατευθύνσεις. Η γριά τέντωσε τον λαιμό της για να δει καλύτερα.

«Με συγχωρείτε», της είπε το αγόρι και βάλθηκε να μαζεύει τα λεμόνια. «Με συγχωρείτε, να σας βοηθήσω», επαναλάμβανε. Εκείνη άφησε τις σακούλες και του έκανε νόημα πως δεν πειράζει. Αντ’ αυτού, έσκυψε και μάζεψε τις παρτιτούρες. Εξέτασε το περιεχόμενό τους και προσπάθησε να αποκρυπτογραφήσει τα ανεπαίσθητα σημαδάκια σημειωμένα με μολύβια. Όταν γύρισε να τον κοιτάξει, είχε τις χούφτες γεμάτες λεμόνια και κάτι της έλεγε. Του χαμογέλασε και ακούμπησε δύο φορές το στέρνο της με την ανοιχτή παλάμη του δεξιού χεριού της. Έπειτα έδειξε με τον δείκτη μια τις παρτιτούρες μια εκείνον, ανασηκώνοντας τα φρύδια της ερωτηματικά.

«Εγώ τα έγραψα, ναι», της απάντησε επιστρέφοντας τα λεμόνια στη σακούλα της. «Συγγνώμη», της ξαναείπε κι έτριψε το δεξί του χέρι πάνω στο αριστερό κυκλικά με την αντίθετη φορά του ρολογιού. Εκείνη γούρλωσε τα μάτια.

Θα ήθελες να ακούσεις;

Θα ήθελα, ναι.

Έλα μαζί μου.

Στο παράθυρο που έβλεπε στον δρόμο, είδε το ίδιο βιβλίο με τις Σονάτες για πιάνο του Σοπέν που είχε πάρει το μάτι της όταν πρωτοήρθε. Της πρότεινε να ακουμπήσει το αφτί της στο πιάνο. Το σώμα της παλλόταν στις απαλές δονήσεις του, καθώς τα δάχτυλα αναπηδούσαν από πλήκτρο σε πλήκτρο.  


Μοιράσου το με αγαπημένους σου