Υπάρχει ένα λεπτό νοερό όριο ανάμεσα στο ενδιαφέρον, τον υπερβάλλοντα ζήλο και την παράνοια. Αυτό σκέφτηκα ένα απόγευμα που γύρισα στην ώρα μου από τη δουλειά και τον πέτυχα μ’ ένα ποτήρι κολλημένο ανάμεσα στο αφτί του και τα κρύα χρωματιστά πλακάκια του μπάνιου μας. Είχε ξεχάσει την πόρτα ανοιχτή. Δεν με περίμενε και ξαφνιάστηκε μόλις με είδε.
«Τι κάνεις εκεί, Βασίλη;»
Κοκάλωσε και κάρφωσε πάνω μου το βλέμμα του. Θυμήθηκα τότε μια σκηνή από την παιδική μου ηλικία: να ταξιδεύουμε νύχτα σε κάποιον σκοτεινό επαρχιακό δρόμο, μία από τις ελάχιστες φορές που οι γονείς μου με άφησαν να καθίσω στο μπροστά κάθισμα. Γύρω πίσσα σκοτάδι, μόνο οι προβολείς του αυτοκινήτου μας να φέγγουν. Το αμάξι να φρενάρει απότομα και να ξεφεύγει από τα χείλη του πατέρα μου πίσω από το τιμόνι μια βλαστήμια που δεν επιτρεπόταν σε καμία περίπτωση να επαναλάβω. Και μπροστά μας, σαν ζωγραφιά, να στέκεται ακίνητο ένα ελάφι, κοιτώντας προς το μέρος μας, τυφλωμένο από τη μεγάλη σκάλα. Εξαφανίστηκε απότομα, όπως ξαφνικά εμφανίστηκε, μα μου φάνηκε πως το σαστισμένο και τρομαγμένο βλέμμα του κράτησε ολόκληρα λεπτά. Έτσι ακριβώς με κοίταξε και ο Βασίλης. Σχεδόν τρομαγμένος. Δεν φορούσε καν ένα από τα παντελόνια φόρμας που συνήθιζε να φοράει μέσα στο σπίτι. Τον έπιασα κυριολεκτικά με τα σώβρακα. Κανείς θα σκεφτόταν πως θα με άκουγε να μπαίνω στο σπίτι – δεν είχαμε και την καλύτερη ηχομόνωση εξάλλου. Τα πόδια στον διάδρομο, τα κλειδιά, την πόρτα που ανοίγει. Κι όμως, ξαφνιάστηκε λες και διακτινίστηκα μπροστά του απροειδοποίητα.
«Εσύ τι κάνεις τόσο νωρίς στο σπίτι;» με ρώτησε, αφού κατάφερε να ξεπαγώσει. Τα λόγια και η έκφρασή του με οδήγησαν σε μια άλλη εικόνα, που δεν ερχόταν από τη μνήμη μου αυτή τη φορά, αλλά από εκείνο το συρτάρι με τις κρυφές ανασφάλειες: τον Βασίλη, πάντα με τα σώβρακα, στο κρεβάτι με μια άλλη γυναίκα. Η εικόνα αρχειοθετήθηκε μεμιάς στο συρτάρι με τα σενάρια φαντασίας. Κάτι μέσα μου, ένας συνειρμός, με έκανε να σιγουρευτώ πως αυτός ο άντρας που γνώριζα και αγαπούσα τόσα χρόνια δεν θα έβρισκε ποτέ το θάρρος να με απατήσει. Σίγουρα όχι αυτός ο άντρας, που παρέλυε μπροστά μου από αμηχανία, επειδή κρυφακούει τους γείτονες, όπως παραλύει ένα ελάφι ή ένας λαγός αντιμέτωπος με τους προβολείς ενός αυτοκινήτου. Ωστόσο, πάντα θα έβρισκε κάτι διαφορετικό για να με κάνει να ανησυχώ για εκείνον. Όπως αυτό.
«Μα δεν είναι καν νωρίτερα. Αυτή είναι η ώρα που σχολάω», του απάντησα παραμερίζοντάς τον για να πλύνω τα χέρια μου. «Αλλά μάλλον ήσουν πολύ απασχολημένος για να κοιτάξεις το ρολόι».
Με κοίταξε με μάτια μικρού παιδιού που μόλις είχε σπάσει ένα φλυτζάνι από το καλό σερβίτσιο της μαμάς. Η σκηνή ίσως να ήταν πιο χαριτωμένη, αν δεν είχα μπροστά μου έναν ημίγυμνο άνεργο τριανταπεντάρη με αραίωση κι ένα ποτήρι ΙΚΕΑ στα χέρια.
«Και γιατί ξαφνιάστηκες τόσο;» τον ρώτησα χαμογελώντας, προσπαθώντας να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα. «Δεν σε προειδοποίησε η εξελιγμένης τεχνολογίας συσκευή σου για τον ερχομό μου;»
Παρατήρησα τότε πως τ’ αφτιά του έγιναν κατακόκκινα μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Κόκκινα, όπως η πετσέτα στην οποία την ίδια στιγμή στέγνωνα τα χέρια μου.
«Γιώτα», μου είπε ψιθυριστά, «μίλα πιο σιγά». Και σφίγγοντας το ποτήρι ανάμεσα στα δάχτυλά του, πρόσθεσε: «Κάτι συμβαίνει στον επάνω όροφο».
«Τι συμβαίνει;»
Ένα χαμηλόφωνο «σσσς» βγήκε από τα χείλη του. Με έπιασε απότομα, αλλά χωρίς να με σφίγγει, από τον καρπό και με οδήγησε έξω από το μπάνιο. Έκλεισε την πόρτα πίσω μας.
«Τι συμβαίνει, καλέ;» επέμεινα.
«Ρε συ, Γιώτα, τον θεό σου. Θα μας ακούσουν. Νομίζεις ότι είμαι έτσι, επειδή δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω;»
Αυτό νόμιζα. «Ποιος θα μας ακούσει, αγάπη μου; Μίλα καθαρά. Τι συμβαίνει;»
«Κάτσε και θα σου πω».
Και μου είπε. Όσο μιλούσε, τον παρατηρούσα που ντύθηκε κι έβαλε να φτιάξει καφέ. Διέκρινα ένα ελαφρύ τρέμουλο στα χέρια του. Όταν τελείωσε τη μαρτυρία του, ήταν σειρά μου να παραλύσω. Δεν πίστευα στ’ αφτιά μου. Τόσα και τόσα γίνονται. Όταν όμως γίνονται κοντά σου, αποκτούν άλλο νόημα. Προσεγγίζουν τη σφαίρα του προσωπικού, σχεδόν σε αγγίζουν. Και σίγουρα δεν θέλεις να σε αγγίξουν. Ωστόσο, και χωρίς να είμαι σίγουρη γιατί, κρατούσα τις επιφυλάξεις μου. Ήθελα να γίνουν και τα δικά μου αφτιά μάρτυρες, να ακούσω κι εγώ η ίδια. Ο Βασίλης δεν έλεγε ψέματα, ούτε ποτέ θα έλεγε ψέματα για κάτι τέτοιο. Αλλά μια το υπερβολικό ενδιαφέρον, μια που τον έπιανα συχνά πυκνά με τεντωμένα αφτιά χωρίς να μου δίνει σημασία, μια τα σώβρακα και το ποτήρι στο χέρι, δεν θέλει και πολύ. Έτεινε πάντα προς την υπερβολή και ήξερα πολύ καλά πως το σπίτι τον καταπλάκωνε. Από τη μία ανησυχούσα, από την άλλη ζήλευα κιόλας κι ένιωθα τύψεις γι’ αυτό. Ζήλευα που είχε κάτι ενδιαφέρον να ασχολείται πέρα από τη δουλειά, που έπαιζε τον ντετέκτιβ στο σπίτι. Ήθελα κι εγώ να πάρω μέρος.
«Ο καφές σου κρύωσε», μου είπε. «Θα σου φτιάξω άλλον».
«Θέλω κι εγώ ν’ ακούσω».
«Είσαι σίγουρη; Δεν είναι καθόλου ευχάριστο», είπε κι έβαλε μια κάψουλα στη μηχανή του καφέ.
«Το ξέρω. Το φαντάζομαι, δηλαδή. Αλλά θέλω να ακούσω η ίδια».
Βγάλαμε την επόμενη ώρα καθισμένοι σιωπηλά στο μπάνιο, ο ένας στο καπάκι της τουαλέτας, ο άλλος στο γείσο της μπανιέρας, κρατώντας και οι δύο από ένα φλυτζάνι καφέ. Τέσσερα μάτια έψαχναν κάτι, καρφωμένα στον φωταγωγό. Τα δικά μου μάτια δεν έβρισκαν τίποτα. Η όρασή μου ήταν παντελώς άχρηστη κι ένιωθα άβολα. Πάντα είχα περισσότερη εμπιστοσύνη στα μάτια μου απ’ ό,τι στα αφτιά μου. Μεταμόρφωσα το παράθυρο του φωταγωγού σε τηλεόραση, από εκείνες τις παλιές, τις τετράγωνες, που έμοιαζαν με κουτιά, και είδα μέσα στο σκοτάδι όλα όσα άκουσε ο Βασίλης. Ανατρίχιασα. Τα φλυτζάνια άδειασαν, τίποτα όμως δεν συνέβη. Ούτε τ’ αφτιά βρήκαν αυτό που έψαχναν. Κοιταχτήκαμε για να βεβαιωθούμε πως ήμασταν και οι δύο ακόμα εκεί.
«Δεν γίνεται κάθε μέρα, ξέρεις. Μόνο σήμερα άκουσα κάτι καθαρά», μου ψιθύρισε και πρόσθεσε: «Αλήθεια λέω», μετά από μια παύση, λες και ένιωσε την ανάγκη να δικαιολογηθεί ή να αμυνθεί, χωρίς να του έχω επιτεθεί. Σηκώθηκα τότε και τον πήρα αγκαλιά. Εκείνος δεν περίμενε την αγκαλιά κι εγώ δεν περίμενα τα δάκρυα που ακολούθησαν.
***
«Πάμε.»
«Πού;»
«Πάνω. Στην κυρία Ξένια».
«Είσαι τρελή;»
«Καθόλου. Πρέπει να δούμε αν είναι καλά».
«Κι αν είναι ακόμα αυτός εκεί;»
«Αν είναι εκεί, θα τον απειλήσουμε με καταγγελία. Θα καλέσουμε την αστυνομία επιτόπου. Άσε που αποκλείεται να είμαστε οι μόνοι που έχουν ακούσει τι κάνει».
«Μιλάς σοβαρά;»
«Σοβαρότατα».
***
Ανέβηκαν μαζί με αργά και όσο το δυνατόν αθόρυβα βήματα ως τον δεύτερο όροφο και στάθηκαν μπροστά σε μία πόρτα όμοια με τη δική τους. Το κουδούνι έγραφε μονάχα ένα αντρικό επίθετο. Αφουγκράστηκαν για τυχόν ήχους από το εσωτερικό του διαμερίσματος, ακουμπώντας και οι δυο τ’ αφτιά τους στην ξύλινη πόρτα. Ευχήθηκαν ταυτόχρονα να μην τους δει κανένα περίεργο μάτι γειτόνων εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Έγνεψαν με τα μάτια και χτύπησαν το κουδούνι.
Καμία απάντηση.
Χτύπησαν την πόρτα.
Ησυχία.
«Κυρία Ξένια;»
Σιωπή.
«Κυρία Ξένια, ο Βασίλης είμαι, από κάτω».
Κάτι σαν να κινήθηκε πίσω από το ξύλινο χώρισμα.
«Είμαι με την κοπέλα μου, τη Γιώτα. Ήθελε να σας γνωρίσει».
Ένιωσαν και οι δύο πως παρακολουθούνταν. Ένα ζευγάρι μάτια τους παρατηρούσε από το ματάκι της πόρτας.
«Κυρία Ξένια, μη φοβάστε. Θέλουμε να βοηθήσουμε».
«Ακούσαμε».
Γύρισε το κλειδί της πόρτας. Μία, δύο, τρείς φορές, και ξεκλείδωσε. Έβγαλε τον σύρτη και γύρισε το πόμολο αργά. Πίσω από την πόρτα στεκόταν η ίδια ευγενική γυναίκα που πριν από λίγες μέρες αρνήθηκε τη βοήθεια του Βασίλη. Η μόνη διαφορά ήταν πως το πρόσωπό της ήταν μπλαβιασμένο και τα μάτια της κατακόκκινα και πρησμένα απ’ το κλάμα. Οι ματιές διασταυρώθηκαν, ικετευτικά από τη μία, αποφασιστικά από την άλλη. Βρήκαν αυτό που έψαχναν.
«Κυρία Ξένια, μη φοβάστε», είπαν. «Θα βοηθήσουμε».