Μυρίζει σώμα γυμνό
ώρα πολλή
ορκίζομαι το σπίτι μου είναι άδειο
χρόνια τώρα
Κοίτα!
η γυναίκα στο πάνω δώμα έχει απλώσει μπουγάδα
τα ρούχα όμως μυρίζουν σαν ρούχα
το σώμα δεν είναι μπουγάδα
η γύμνια δεν είναι ποτέ υγρή
Να,
οι δίπλα βγάζουν έξω τους χάρακές τους,
μιλάνε για προβλήματα,
μετρούν τις παλάμες τους,
–θαρρείς και παλεύουν με σύνθετες εξισώσεις–
κοιτάνε με μεγεθυντικό φακό τις παλιές φωτογραφίες τους,
συγκρίνουν μεταβλητές,
καταγραφούν με ακρίβεια,
απαριθμούν τα πάντα
μα,
μόνο αφαίρεση ξέρουν να κάνουν
Ένα πουλί πετάει αντίθετα από την κατεύθυνση του ήλιου
κάτι θα δύει μέσα του σκέφτομαι
κι αποστρέφω το βλέμμα μου
Κάποια πράγματα πρέπει να γίνονται μοναχικά
Έξω απ’ το παράθυρο άρχισε βροχή
Καμιά φορά έτσι όπως κοιτάζω τις ψιχάλες να πέφτουν φοβάμαι
μήπως ξαφνικά δω να βρέχει ανθρώπους και γεμίσουν οι δρόμοι νεκρούς
και ύστερα πώς θα πάμε στις δουλειές μας;
Όμως μετά θυμάμαι πως υπάρχουν πάντα οι υπόγειοι συρμοί
και ακόμη οι μεγάλοι κρατικοί οδοκαθαριστήρες
που περνούν με συνέπεια κάθε πρωί
και ηρεμώ
Γιατί είναι ανακούφιση να σκέφτεσαι πως όλα τα εμπόδια
ξεπερνιούνται,
και ξεχνιούνται,
δεν υπήρξαν καν ποτέ
Ο γείτονάς μου ο σιδεράς που μένει απέναντι
μόλις επέστρεψε βρεγμένος από έγνοιες
Μια αγκαλιά δυσκολοκατάκτητη του προσφέρεται
μα πλέον σκούριασε και δεν μπορεί να τρέξει καταπάνω της
Όμως το δικό μου μυαλό μπορεί
και τρέχει
και συλλογιέται
Τι ακριβώς ξεπλένει η βροχή;
Σβήνει τη γη που όλοι μαζί σμιλεύσαμε;
Παράξενο όμως ε;
Μουσκεύει και αλλάζει όλη η πλάση
κι όμως εγώ μυρίζω ακόμα σώμα γυμνό
Κι αν είμαι εγώ;
Τότε απλά με σταματώ
Δεν με συγχωρώ
Σκληρά με τιμωρώ
Ανάβω την τηλεόραση και αφήνω το μάτι και το μυαλό θολό
Πώς μου ζητώ να αναγνωρίσω το άρωμά μου όταν έξω βρέχει και εγώ είμαι ακόμη
στεγνός