Μία χωρίς τίτλο ιστορία δεν πρόκειται ποτέ να στοιχειώσει κανένα σκοτεινό μέρος του μυαλού μου.
Το κενό πολλοί το ονομάζουν σκοτεινό και κρύο.
Μάλλον δεν θα έχουν νιώσει την άβυσσο του σκοταδιού και την υποταγή των παγωμένων ορμών.
Σκίζω την ψυχή μου όχι μόνο στα δύο,
τη φωτεινή και τη σκοτεινή,
σ’ αυτή που αξίζει και την άλλη που τη λένε άσημη,
όχι μόνο στα τέσσερα,
στο νερό, τη φωτιά, τον αέρα και τη γη που με απαρτίζουν,
αλλά σε χίλια κομμάτια.
Βάζοντάς τα τόσο μακριά που να μην μπορούν να βρουν το ένα το άλλο.
Ας δημιουργώ έτσι ένα παράδοξο,
μία αιώνια αναζήτηση σε κάθε κομμάτι μου να βρει το συμπληρωματικό του.
Δεν με νοιάζει.
Μακάρι να μην το καταφέρουν ποτέ.
Όσο Αυτά είναι μακριά εγώ είμαι κενός.
Δεν έχω βαρύτητα, δεν βαραίνω πια κανέναν.
Ας είμαι δούλος του στιγμιαίου, της παραίσθησης, της παροδικής αποπλάνησης και τίποτε παραπάνω.
Ας γεμίζω εραστές τη νύχτα
και το πρωί ας καλώ τα σκυλιά να τους φάνε και να αδειάζω ξανά.
Ας ζήσω
Αδέσποτος πια.