When you explain it, it becomes BANAL.

Εγκλεισμός (ΙΙ) (διήγημα)

Το thumbnail του άρθρου με τίτλο Εγκλεισμός (ΙΙ) (διήγημα)

(ΙI)

 

Ζαλισμένος από το υπέροχο συναίσθημα της πρώτης γνωριμίας, έψαξα απεγνωσμένα τις κατάλληλες λέξεις για να την καθησυχάσω. Μάταια. Με τα μάτια της γουρλωμένα και το σώμα της να τρέμει, με γράπωσε και πίεσε το κορμί της πάνω στο δικό μου. Υπό άλλες συνθήκες, μία παρόμοια χειρονομία θα με γέμιζε ελπίδες, θα με άφηνε να απλώσω τα φτερά μου για να κάνω τη δεύτερη κίνηση, αφού η πρώτη είχε ήδη γίνει. Αλλά πού! Στη σφιχτή λαβή της δεν υπήρχε ερωτισμός, πόσω μάλλον κάποιο ψήγμα ερωτισμού, μικρό, τόσο δα. Και αν εν τέλει υπήρχε κάπου βαθιά χωμένο ανάμεσα στον τρόμο και στον πανικό, ήταν αδιανόητο να το αναγνωρίσω. Όχι τότε. Και, σίγουρα, όχι έτσι.

Το χιόνι είχε φτάσει πλέον στο επίπεδο της βιτρίνας. Η πόρτα είχε καλυφθεί κατά το εν τρίτο, χρειαζόταν μονάχα να την ξεκλειδώσω, και έπειτα ο χιονιάς θα εισέβαλλε στο εσωτερικό του καταστήματος. Θα ακολουθούσε το χάος: τα ξύλινα παιχνίδια θα βρέχονταν και άντε να τα στεγνώσεις ένα-ένα με χαρτί τουαλέτας, τα βινύλια θα πιτσίκαραν και θα αχρηστεύονταν, οι συσκευές-αντίκες όπως το τηλέφωνο μπέργκερ του ’70 και ο ηλεκτρονικός καρυοθραύστης Ζ2000 μοντέλου του 1985 θα βραχυκύκλωναν και θα πετάγονταν στα σκουπίδια προτού βρουν τον δρόμο τους στο σπίτι κάποιου μερακλή συλλέκτη.

Κάπου εκεί, χωρίστηκα σε δύο εαυτούς, με τον έναν να αντιμάχεται τον άλλον για την κυριαρχία του νου μου. Συνειδητοποίησα κάτι που, όσο και αν ακούγεται παιδαριώδες, με οδήγησε στο να ανασυγκροτηθώ και να συμπεριφερθώ σαν ώριμος άνθρωπος.

Η απάντηση ήρθε υπό μορφή ερώτησης.

Για ποιον λόγο η Κατερίνα δεν έτρεξε να ανοίξει την πόρτα και να τραπεί σε φυγή;

Μέχρι πριν λίγες ώρες, ήμουν για εκείνη ένας άγνωστος, ο τύπος με τα σαρδάμ που περνούσε από την καφετέρια και παράγγελνε τον φρέντο του. Αυτός ο άγνωστος τύπος της πρότεινε να δειπνήσει στο μαγαζί που δούλευε σε καιρό πανδημίας, την περίοδο που τα πάντα, μαγαζιά και εστιατόρια, παρέμεναν κλειστά. Στον δρόμο, ούτε λόγος για περαστικούς. Η Κατερίνα δέχθηκε να δειπνήσει μαζί του και τον επισκέφθηκε στον χώρο εργασίας του. Έξω επικρατούσε ερημιά. Σκοτάδι.

Πες το άγνοια κινδύνου, πες το απροσεξία, αφήνει το κινητό της –το μοναδικό μέσο να δει την ώρα– μακριά, πάνω στο σκάκι από ελεφαντόδοντο, απομακρύνοντας από δίπλα της κάθε σύνδεση με τον πολιτισμό. Νυχτώνει. Και ξαφνικά, λίγο προτού αποφασίσει να φύγει, ακούγονται βήματα από τη σοφίτα, βαριά, άσχημα βήματα, πρόδρομος κακών μαντάτων.

Όμως, αντί να το βάλει στα πόδια και να εξαφανιστεί από το μικρό και ανατριχιαστικό μαγαζάκι με τις φρικιαστικές παλιατζούρες, αποφασίζει να μείνει και να πλησιάσει τον άγνωστο.

Γιατί;

Απλό. Μέσα από την κουβέντα, συνειδητοποίησε με τη σειρά της ότι το παλαιοπωλείο αποτελούσε το πάθος του άγνωστου πωλητή, το μικρό του καταφύγιο, τον δικό του κήπο της Εδέμ. Ο άγνωστος πωλητής της μίλησε για όλα εκείνα τα άψυχα αντικείμενα, για τις παλιές ζωές τους και για τις παράξενες συμπτώσεις που τα έφεραν στα ράφια του, με τόση θέρμη, με τόση αγάπη, που εύκολα θα μπορούσε να παρομοιάσει τα λεγόμενά του με την πιο ειλικρινή κατάθεση ψυχής. Ναι, αγαπούσε το μικρό μαγαζάκι της Οδού Ηφαίστου. Ναι, καθημερινά έδινε το είναι του για να ικανοποιήσει οποιονδήποτε πελάτη περνούσε το κατώφλι του.

Και πραγματικά, όταν κάποιος μιλάει για το πάθος του –το πραγματικό του πάθος–, οι άμυνες πέφτουν και οι λέξεις αποκτούν ισχύ. Ο ομιλητής ξεγυμνώνεται, αφήνει τα χαρτιά του ανοικτά στο τραπέζι και προσκαλεί τον άλλον να εισέλθει, έστω και για λίγο, στον δικό του κόσμο. Μοιράζεται τον εαυτό του ή, καλύτερα, ένα σημαντικό κομμάτι του εαυτού του ανιδιοτελώς. Οι άνθρωποι έχουν μπουχτίσει από τον φτηνό εντυπωσιασμό και, προπαντός, έχουν την ικανότητα να ξεχωρίσουν την ψευτιά από την αλήθεια…

Η λαβή της Κατερίνας, αντί να μαλακώσει, δυνάμωσε. Πρωταρχικό μου μέλημα ως πιο ψύχραιμου (και πιο έμπειρου στα παράξενα γεγονότα), να την καθησυχάσω, να της δείξω ότι όσα συμβαίνουν θα αποτελούσαν αναμνήσεις της πρώτης γνωριμίας μας που θα τις εξιστορούσε στην παρέα της και όλοι, στην ασφάλεια της οικίας τους, θα γελούσαν τρανταχτά στο αστείο περιστατικό.

Έφερα τον δείκτη κοντά στα χείλη μου και με παντομίμα της ζήτησα να κάνει ησυχία. Ένευσε καταφατικά και πισωπάτησε αφήνοντας τα χέρια μου ελεύθερα.

Καθώς έστηνα την πτυσσόμενη σκάλα κάτω από το πατάρι προσέχοντας να μην κάνω θόρυβο, με πλησίασε και μου ψιθύρισε στο αφτί:

«Είσαι σίγουρος για αυτό; Μπορεί να είναι κάποιος πάνω».

Γέλασα νευρικά στο παράλογο της φράσης της, μα η απάντηση που έδωσα ήταν ακόμα πιο παράλογη.

«Μην ανησυχείς. Θα έπεσε κάποιος πίνακας».

Ξαφνικά, τα βήματα ακούστηκαν πιο κοντά μας, λες και ο ανώνυμος επισκέπτης παρακολουθούσε τις κινήσεις μας και άκουγε όσα λέγαμε.

Το επιφώνημα που βγήκε από το στόμα της δύσκολα περιγράφεται με λέξεις. Ήταν κάτι ανάμεσα σε «ιιχ» και «ιις». Πίεσα τον εαυτό μου να χαμογελάσει ως ύστατη προσπάθεια για να της δείξω ότι κατέχω το αντικείμενο.

Προς στιγμήν φάνηκε να ηρεμεί.

Πήρα από το συρτάρι τον φακό και ανέβηκα τη σκάλα.

Το πατάρι εκ πρώτης όψεως φάνταζε άδειο. Άνοιξα τον φακό και έλεγξα τον χώρο. Τα τελάρα με τα κεραμικά βαζάκια που περιείχαν γυάλινους βόλους και τα περιοδικά με τα ιλουστρασιόν εξώφυλλα γυάλισαν στη φωτεινή δέσμη. Περιηγήθηκα από την αρχή του δωματίου μέχρι το τέλος του αργά, δίχως να αφήσω κάποια γωνία ανεξερεύνητη. Τίποτα. Όλα έμοιαζαν φυσιολογικά.

Στον χώρο υπήρχαν καθρέφτες διαφόρων μεγεθών καλυμμένοι με άσπρα σεντόνια, πλέον κίτρινα από την πολυκαιρία. Δεν σας κρύβω πως, εάν θεωρούσα τον εαυτό μου ατρόμητο, θα είχα σκαρφαλώσει στο πατάρι και θα ξεσκέπαζα κάθε σεντόνι. Εάν κάποιος βρισκόταν στο πατάρι, η καλύτερη κρυψώνα θα ήταν κάτω από το άσπρο πέπλο.

Θα επέστρεφα πίσω στην Κατερίνα για να την ενημερώσω ότι όλα βαίνουν καλώς, όταν ο καθρέφτης στα δεξιά μου κουνήθηκε και με εκκωφαντικό πάταγο έπεσε στο ξύλινο πάτωμα.

Φώτισα προς το μέρος του και είδα τα σπασμένα γυαλιά να ξεπροβάλλουν κάτω από το τραβηγμένο σεντόνι. Δίπλα του ακριβώς, κάτι κουνήθηκε, κάτι που δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ανθρώπινο.

«Ποιος είσαι;» φώναξα κάνοντας τη φωνή μου να ακουστεί βαριά και σοβαρή.

Καμία απόκριση.

«Είσαι παγιδευμένος!» συμπλήρωσα φέρνοντας στο μυαλό μου όλες τις ατάκες που έλεγαν οι αστυνομικοί στις ταινίες. Από πίσω μου, άκουσα το γέλιο της Κατερίνας. Είχε ανέβει στο δεύτερο σκαλί, ο λαιμός της τεντωμένος έψαχνε μέρος να τρυπώσει στο πατάρι.

Οι κούφιες απειλές μου απέδωσαν καρπούς. Ο άγνωστος επισκέπτης άφησε την κρυψώνα του και με αργά, φοβισμένα βήματα μας πλησίασε.

Μόλις αντίκρισα τη μορφή του, κόντεψα να γλιστρήσω από τη σκάλα, μα ευτυχώς την τελευταία στιγμή με συγκράτησε η Κατερίνα. «Τι είναι;» με ρώτησε.

«Ένας καλικάντζαρος» είπα με τρομερή ψυχραιμία, λες και έλεγα κάτι συνηθισμένο.

«Σταμάτα να με κοροϊδεύεις».

Έκανα λίγο στην άκρη για να της επιτρέψω να δει καλύτερα. Ο καλικάντζαρος είχε φτάσει κοντά στην καταπακτή. Ο φακός έπεφτε στο πρόσωπό του και τον ανάγκαζε να κρατά τα μάτια του κλειστά.

«Πώς…» ψέλλισε.

Ο καλικάντζαρος παραμέρισε και εμείς αδράξαμε την ευκαιρία να ανεβούμε στο πατάρι. Το ταβάνι ήταν χαμηλό και αναγκαστήκαμε να σταθούμε στα γόνατα. Ο καλικάντζαρος καθόταν οκλαδόν στη δεξιά γωνία με το κεφάλι κατεβασμένο.

«Το φως είναι κακό. Μας τυφλώνει. Εμείς θέλουμε το σκοτάδι. Φως κακό».

Έκλεισα τον φακό ως ένδειξη καλής θέλησης. Ερχόμασταν ειρηνικά.

«Πες μου» του λέω «τι δουλειά έχεις στο μαγαζί μας;»

Η Κατερίνα με χτύπησε απαλά στα πλευρά. «Μίλα του πιο ήρεμα. Φαίνεται χαμένος».

Περισσότερο έκπληξη μου προκάλεσε η αποδοχή του παράξενου από την Κατερίνα, παρά το υποτιθέμενο μάλωμα. Πώς κάποιος που δεν είχε δει ποτέ του όσα είχα δει εγώ με τα ίδια μου τα μάτια ήταν τόσο ανεκτικός με τα φανταστικά πλάσματα της λαογραφίας του τόπου μας;

Την άφησα να πάρει τα ηνία του διαλόγου.

«Ονομάζομαι Κατερίνα και αυτός εδώ είναι ο Γιάννης. Δεν θέλουμε να σου κάνουμε κακό. Πώς σε λένε;»

Ο καλικάντζαρος σήκωσε το κεφάλι του και, μουρμουρίζοντας διάφορες ακατανόητες λέξεις, είπε:

«Πλανήταρος».

«Και τι θα ήθελες, κύριε Πλανήταρε;»

«Να επιστρέψω στους φίλους μου. Πεινάω».

Η Κατερίνα με κοίταξε. Ήξερα τι ήθελε. Επέστρεψα στο ισόγειο και έψαξα τη σακούλα για αποφάγια. Κατάφερα να συγκεντρώσω λίγο ρύζι και χοιρινό.

Ο Πλανήταρος τώρα καθόταν δίπλα της. Συζητούσαν ήρεμα, παρόλο που η φωνή του έσπαγε σε κλάματα. Του έδωσα το πλαστικό τάπερ με το φαγητό και το καταβρόχθισε αμέσως.

«Και άλλο!» απαίτησε σαν καλοφαγάς άρχοντας.

«Αυτό έχουμε μόνο, λυπάμαι».

«Και άλλο! Ο Πλανήταρος πεινάει!»

Η υπομονή μου έφτανε στα όριά της. Αυτός ο μικρός ανθρωπάκος όχι μόνο μου κατέστρεψε το ραντεβού, αλλά είχε βαλθεί να μας τρελάνει. Η Κατερίνα πρόταξε το χέρι της για χειραψία.

«Κατερίνα» επανέλαβε.

Ο Πλανήταρος εξέτασε το χέρι της και, αφού το μύρισε εξονυχιστικά, το έσφιξε.

«Πλανήταρος. Πεινάω. Και θέλω να γυρίσω στους φίλους μου».

«Θα σε βοηθήσουμε» του απάντησε. «Πρώτα όμως θα πρέπει να μας πεις τι σου συνέβη».

Παρακολουθούσα την Κατερίνα να χειρίζεται το μυστηριώδες πλάσμα με τρομερή μαεστρία, να σταματά την αφήγηση και να του κάνει ερωτήσεις, λες και όσα ακούγαμε ήταν ευρέως αποδεκτά από την κοινή λογική. Η ιστορία του Πλανήταρου έκρυβε πολλά ερωτηματικά και κάποιος κακοπροαίρετος ίσως να έλεγε ότι μας δούλευε ψιλό γαζί. Από την παράδοση γνώριζα ότι οι καλικάντζαροι ήταν άτιμοι και πονηροί, μα τα δακρυσμένα μάτια του έλαμπαν από ειλικρίνεια. Ήθελε μονάχα να γυρίσει σπίτι του εγκαίρως, ώστε να προλάβει τις προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα.

«Πάρε βαθιά ανάσα και πες μας την ιστορία σου από την αρχή. Μπορεί να έχασες τους φίλους σου, πάντως, να ξέρεις, μόλις έκανες δύο νέους. Σου υπόσχομαι ότι θα βάλουμε τα δυνατά μας να σε γυρίσουμε πίσω. Εντάξει;»

Ο Πλανήταρος ένευσε καταφατικά. «Εντάξει, Κατερίνα» είπε.

Έκλεισα τα μάτια σκεπτόμενος την επίπληξη του κυρίου Σωκράτη που αχνοφαινόταν στον ορίζοντα. Καμία σωτηρία.


Μοιράσου το με αγαπημένους σου