«Ποιος είναι εκεί;»
Κλικ
«Τι θωρείς εκεί, μέσ’ απ’ το ματοκυάλι;»
«Καλησπέρα, κυρα-Ζωή» της αποκρίθηκα, χαμηλώνοντας τον φακό της μηχανής μου. Φοβήθηκα μήπως ταράχτηκε, έτσι όπως τη στόχευα μέσα στη νύχτα, γονατιστή.
«Α, εσύ είσαι, μωρέ; Με τρόμαξες».
Είχε αρχίσει να πέφτει όλο και νωρίτερα η νύχτα στο νησί. Όπου δεν έβλεπε ο ήλιος την ημέρα, η θερμοκρασία έπεφτε απότομα, και ρεύμα δροσερού αέρα διαπερνούσε τα στενά καντούνια της παλιάς πόλης. Τη νύχτα η υγρασία περόνιαζε τα κόκαλα, και μια θολούρα στην ατμόσφαιρα έκρυβε τα αστέρια του φθινοπωρινού ουρανού. Τις νύχτες χωρίς φεγγάρι, μονάχα η Αφροδίτη φαινόταν με τη δύση του ήλιου, ενώ κάποια διορατική ματιά θα κατάφερνε να ξεχωρίσει το αμυδρό φως των τριών αστέρων της ζώνης του Ωρίωνα.
Ένα βράδυ σαν κι αυτό, όταν οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης είχαν ήδη ετοιμάσει τις ντουλάπες τους φυλάγοντας τα καλοκαιρινά τους ρούχα για την επόμενη χρονιά, τριγύρναγε και η κυρα-Ζωή η γειτόνισσα δίχως ζακέτα στους ώμους. Στο αριστερό της χέρι κρατούσε ένα πιάτο, το περιεχόμενο του οποίου δεν μπορούσα να διακρίνω, σκυμμένη, όπως ήμουν. Με κοίταζε εξεταστικά καθώς σηκωνόμουν και μάζευα τη μηχανή μου.
«Τα κολοκύθια τραβάς;» με ρώτησε πλησιάζοντάς με.
«Εσένα, κυρα-Ζωή!»
«Εμένα; Τι μου βρήκες;» μου απάντησε γελώντας.
«Πού γυρνάς χωρίς ζακέτα; Κρύωσε ο καιρός, κυρα-Ζωή,» της είπα, και στο μυαλό μου ήρθε η εικόνα του πατέρα μου, που τόσες και τόσες φορές με είχε επιπλήξει με την ίδια ερώτηση.
«Άσ’ τα αυτά τώρα. Πάρε ένα γλυκό» μου είπε και έφερε το πιάτο κάτω από τη μύτη μου. Ήταν ξέχειλο από διάφορα κεράσματα, τρουφάκια χειροποίητα και μάντολες αγορασμένες.
«Προς τι το κέρασμα;» τη ρώτησα και πήρα στα χέρια μου ένα από τα γλυκά, για να της κάνω το χατίρι.
«Έχει γενέθλια ο γιος μου αύριο. Βγήκα να κεράσω τη γειτονιά».
«Να τον χαίρεσαι, κυρα-Ζωή! Πολύχρονος» της αποκρίθηκα με χαμόγελο.
«Να ’σαι καλά, κορίτσι μου» μου απάντησε ευχαριστημένη. «Πάω απέναντι τώρα, στο σούπερ μάρκετ, να κεράσω τον κύριο Σπύρο και τα κορίτσια».
«Βιάσου, θα κλείσουν σε λίγο».
Μου έγνεψε καληνύχτα καθώς με προσπερνούσε, και χάθηκε η σκιά της ανάμεσα στα ράφια του ασφυκτικού σουπερ μάρκετ της γειτονιάς μας.
Καθώς έβαζα στο στόμα μου το γλυκό κοιτάζοντας την αδειανή είσοδο του μαγαζιού, συλλογίστηκα ένα πρωινό που είχαμε διασταυρωθεί με την ηλικιωμένη μου γειτόνισσα. Με είχε κρατήσει σχεδόν είκοσι λεπτά έξω από την είσοδο του σπιτιού μου με τις σακούλες του σούπερ μάρκετ στα χέρια και μου έλεγε για τον γιο της. Πως δούλευε γιατρός στην Αθήνα και μια μέρα, πηγαίνοντας στο νοσοκομείο, χτύπησε με τη μηχανή. Πως έλειπε μέρες στην πρωτεύουσα, για να είναι μαζί του στο νοσοκομείο μαζί με τη μεγαλύτερη κόρη της, που ζούσε κι εκείνη εκεί. Γι’ αυτό δεν την έβλεπα, μου είπε. Μέρες χαροπάλευε στην εντατική, μέχρι που ξεψύχησε.
Και ξαναφόρεσε τα μαύρα η κυρα-Ζωή για τον χαμό του γιου της, κι έλεγε ευτυχώς που δεν ζούσε ο άντρας της να δει το παιδί του με σωλήνες να βγαίνουν από κάθε ρωγμή του σώματός του. Πως εκείνος δεν θα άντεχε να δει το παιδί του να πεθαίνει, η τρέλα θα τον έζωνε. Αλλά εκείνη τι να κάνει, θα συνέχιζε τη ζωή της, μέχρι να έρθει κι εκείνης η σειρά της. Δάκρυ, μου εκμυστηρεύτηκε τότε, δεν έριξε μπροστά σε κανέναν, μην τη δουν τα εγγόνια της και πικραθούν.