Σαββατόβραδο. Οι δρόμοι της μεγάλης πόλης σφύζουν από ζωή και δεκάδες αυτοκίνητα διατρέχουν τετράγωνο τετράγωνο τις γειτονιές του κέντρου προς αναζήτηση μιας κενής θέσης για παρκάρισμα. Σε ένα από αυτά, ένα ταλαιπωρημένο Golf, ένα νεαρό ζευγάρι, ντυμένοι στα καλά τους, έχουν μόλις περάσει για τρίτη φορά το ίδιο φανάρι. Μάταιο το κυνήγι.
«Δεν έχει τίποτα» διαπιστώνει ο νεαρός οδηγός. «Ας πάμε σε παρκινγκ, αλλιώς θα πρέπει να ψάξουμε πιο μακριά και να περπατήσουμε ως το κέντρο».
«Αν κάνουμε μια γύρα ακόμα;»
«Μπα, δεν θα βρούμε. Έχει ένα κλειστό παρκινγκ εδώ κοντά, ας πάμε εκεί».
Στην πολυώροφη κατασκευή βρίσκουν άδεια θέση σε έναν από τους ψηλότερους ορόφους. Το Golf γλιστράει στον κενό χώρο και η λάμπα πάνω από το αμάξι αλλάζει από πράσινη σε κόκκινη, μειώνοντας κατά έναν τον αριθμό ελεύθερων θέσεων που λαμπυρίζει στην είσοδο.
«Δεν μου αρέσουν τα κλειστά παρκινγκ» λέει η κοπέλα καθώς κουμπώνει το παλτό της. «Σκέφτομαι κάθε φορά εκείνη τη σκηνή από το Sopranos και ανατριχιάζω».
«Ποια σκηνή;»
«Εκείνη με τον βιασμό της Μέλφι».
Ο σύντροφός της, κοιτώντας την αρχικά συνοφρυωμένος, περνάει το χέρι του γύρω από τους ώμους της και προσπαθεί να την καθησυχάσει.
«Δεν υπάρχει κάτι να φοβάσαι, εγώ είμαι εδώ».
«Κι όταν δεν θα ’σαι;»
Η πόλη, ακόμα στολισμένη, δίνει μια αίσθηση γιορτινής ζεστασιάς. Οι άνθρωποι περπατούν άλλοι σε παρέες, άλλοι σε ζευγάρια κι άλλοι μόνοι, τυλιγμένοι με παλτό, σκούφους, κασκόλ και γάντια στα δάχτυλα, ψάχνοντας τραπέζι σε κάποιο ζεστό μαγαζί για να περάσουν τη βραδιά τους. Η βαρυχειμωνιά κρατάει καλά ακόμα, και το πέρας των γιορτινών ημερών την κάνει όλο και λιγότερο υποφερτή. Έξω από τα μαγαζιά σχηματίζονται πηγαδάκια ανθρώπων γύρω από σόμπες και μανιτάρια. Σύννεφα καπνού αναδίδονται από το στόμα και τα ρουθούνια τους.
«Ας κάνουμε ένα τσιγάρο πριν καθίσουμε μέσα» λέει η κοπέλα. Κάθεται σε ένα από τα ελεύθερα τραπέζια έξω και βγάζει το πακέτο της.
«Να κάνουμε» συμφωνεί εκείνος και παίρνει ένα τσιγάρο από το ανοιχτό πακέτο. «Μιλιά δεν έβγαλες ως εδώ. Τι σκέφτεσαι;»
Εκείνη κοιτά τους περαστικούς και φέρνει το τσιγάρο στα χείλη για να το ανάψει. Μια στιγμή, δύο. Παύση. Καπνός στροβιλίζεται ανάμεσά τους.
«Σκέφτομαι αυτό που είπες. Το να μη φοβάμαι».
Ανταλλάσσουν βλέμματα. Μεγαλύτερη παύση. Την αφήνει να συνεχίσει.
«Η μόνη φορά που η μητέρα μου με μάλωσε ήταν όταν με είχε στείλει κάποτε στο περίπτερο κι εγώ γύρισα πίσω με άδεια χέρια και χωρίς λεφτά. Της εξήγησα πως τα είχα χάσει, πως μάλλον μου έπεσαν στον δρόμο. Ζήτησα πολλές φορές συγγνώμη, μα δεν την ένοιαζε αν τα έχασα. Το μόνο που φοβόταν ήταν μήπως κάποιος με πείραξε στο δρόμο, μου πήρε τα χρήματα και δίσταζα να της το πω».
«Πόσων χρονών ήσουν;»
«Δεν είμαι σίγουρη, θα ’μουν δεν θα ’μουν στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Από τόσο μικρή έμαθα ότι πρέπει να φοβάμαι».
«Πάνε τόσα χρόνια και ακόμα σε βασανίζει; Θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα».
«Δεν καταλαβαίνεις. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα ότι κάποιος μπορεί να μου κάνει κακό. Έκτοτε ακολούθησαν κι άλλες. Κι όχι επειδή ήμουν παιδί ή επειδή κουβαλούσα χρήματα, αλλά επειδή ήμουν κορίτσι, επειδή είμαι γυναίκα».
Το τσιγάρο σβήνει, μισοτελειωμένο, καθώς συνθλίβεται από τα δάχτυλά της στο τασάκι.
«Μήπως υπερβάλλεις;»
«Υπερβάλλω; Εσύ ο ίδιος μου έλεγες τις προάλλες για τότε που βιαζόσουν να προλάβεις το λεωφορείο και η κοπέλα που περπατούσε μπροστά σου άρχισε να τρέχει μόλις αντιλήφθηκε ότι άλλαξες το βήμα σου. Ρώτα όποια θέλεις στο μαγαζί και θα σου πει μια αντίστοιχη ιστορία. Ύστερα από όλα τα περιστατικά που βγήκαν στη δημοσιότητα πέρσι, με ρωτάς αν υπερβάλλω; Αν δεν συνέβαιναν όσα συνέβησαν, αναρωτιέμαι, θα με άκουγες;»
Παύση.
«Θα με άκουγες; Θα μας άκουγες;»