When you explain it, it becomes BANAL.

Τα σύκα του Σεπτέμβρη (διήγημα)

Το thumbnail του άρθρου με τίτλο Τα σύκα του Σεπτέμβρη (διήγημα)

Στο στενό μπαλκόνι άδειες γλάστρες περίμεναν να τις γεμίσουν με χώμα και φυτά. Κάπου ανάμεσά τους, κολλημένα στον εξωτερικό τοίχο του διαμερίσματος, ήταν στριμωγμένα ένα στρόγγυλο μεταλλικό τραπέζι και δύο καρέκλες καφενείου. Πάνω στο τραπέζι ένας πλατύφυλλος βασιλικός, δώρο μιας φίλης «για το καλορίζικο», ένα καθαρό τασάκι πάνω σε φυλλάδια σούπερ μάρκετ, μερικές χαρτοπετσέτες κι ένα πιάτο με μια ντουζίνα ώριμα ανοιχτοπράσινα σύκα πλάι σε ένα ίσιο μαχαίρι με ξύλινη λαβή.

Εκείνη καθόταν από τη δεξιά μεριά του μικρού τραπεζιού, με τα πόδια απλωμένα στα μαύρα κάγκελα. Η θέση αυτή τη βόλεψε, θα γινόταν πλέον η δική της. Μπορεί ο Σεπτέμβρης να είχε πλέον μπει, ωστόσο η ζέστη επέμενε, επιτρέποντάς της ακόμη να φοράει τα καλοκαιρινά ρούχα που αγαπούσε. Όταν άκουσε την μπαλκονόπορτα να ανοίγει, μια δροσερή ριπή αέρα τη διαπέρασε, ταράζοντας τους μεταλλικούς σωλήνες του κρεμασμένου μελωδού που είχε φέρει από το σπίτι των γονιών της. Ανατρίχιασε.

«Μάλλον πρέπει να το ξεκρεμάσουμε αυτό» της είπε βγαίνοντας στο μπαλκόνι. «Ο καιρός θα αρχίσει να χαλάει σύντομα» πρόσθεσε παρατηρώντας τα σχήματά του. Στα χέρια του κρατούσε την καπνοθήκη, τον αναπτήρα και το κινητό του. Τα ακούμπησε στο τραπέζι και κάθισε στην αριστερή μεριά, απλώνοντας κι εκείνος τα πόδια του στα κάγκελα.

«Μμμ» του απάντησε αφηρημένη, καθώς περιεργαζόταν τα διάφορα αντικείμενα που είχαν στοιβαγμένα στο απέναντι μπαλκόνι οι γείτονές τους. Αυτή θα ήταν από εδώ και πέρα η θέα τους.

Ακολούθησε σιωπή. Εκείνος άνοιξε την καπνοθήκη, άπλωσε τον καπνό στο σχεδόν διάφανο χαρτί, τοποθέτησε το φιλτράκι στην άκρη, έστριψε το τσιγάρο του και το άναψε. Μυρωδιά καπνού απλώθηκε γύρω τους, ώσπου διασκορπίστηκε στον αέρα. Εκείνη κράτησε το μαχαίρι και ξεκίνησε να ξεφλουδίζει το πρώτο σύκο. Έκοψε προσεκτικά το κοτσάνι και, προσέχοντας να αφαιρεί κάθε φορά μονάχα τη φλούδα, καθάρισε σιγά σιγά το φρούτο, μέχρι που δεν έμεινε ίχνος πράσινου επάνω του. Το περιεργάστηκε ελαφρώς περήφανη και το έβαλε ολόκληρο στο στόμα της.

Όταν αντιλήφθηκε πως την παρατηρούσε χαμογελαστός, ανταπέδωσε με γκριμάτσα και το γεμάτο με σύκο στόμα της. Καθάρισε βιαστικά ένα ακόμα και του το πρόσφερε.

«Θέλεις ένα;»

«Ευχαριστώ, αλλά όχι. Δεν τρελαίνομαι. Προτιμώ τα χειμωνιάτικα φρούτα. Νόμιζα το ήξερες».

«Το ήξερα. Πάντα, εσύ και ο χειμώνας σου» του απάντησε και δάγκωσε μισή μπουκιά. «Δεν περίμενα ότι δεν θα δοκίμαζες καθόλου, όμως» σχολίασε ύστερα από λίγο με μια θεατρική έκφραση προσβολής.

Αναστέναξε και έσβησε το τσιγάρο του.

«Μάλλον δεν έτυχε να αναφερθώ ξανά σε αυτό» ξεκίνησε, «αλλά το χωριό μου είναι διάσημο για τα σύκα του. Όταν ήμουν μικρός, κάθε χρόνο τέτοια εποχή περίπου ο θείος μου μας έφερνε καλάθια με σύκα και τα αδέρφια μου τρελαίνονταν».

«Εσύ, όμως, όχι;» τον διέκοψε.

«Έχω φάει, εννοείται, αλλά όσο γελοίο κι αν ακούγεται, τα έχω συνδυάσει με κάτι δυσάρεστο» δίστασε, ενώ εκείνη συνέχισε να ξεφλουδίζει και να τρώει. Του έγνεψε να συνεχίσει με το μαχαίρι στο χέρι.

«Είχε τόσο πολλές συκιές στο χωριό που δεν προλάβαιναν να μαζέψουν όλους τους καρπούς πριν ωριμάσουν πολύ και αρχίσουν να πέφτουν. Δεν υπάρχει χειρότερη μυρωδιά από τα σάπια σύκα» πρόσθεσε εμφανώς αηδιασμένος. «Δεν βγαίνει από το μυαλό μου. Όποτε βλέπω σύκα, έρχεται η βρόμα στα ρουθούνια μου. Γιατί γελάς;»

«Περίμενα να ακούσω κάτι πιο δυσάρεστο. Υπερβάλλεις. Κοίτα τι λαχταριστό που είναι!» τον περιεργάστηκε καθώς τοποθέτησε ένα σύκο κάτω από τη μύτη του.

«Ευχαριστώ, δεν θα πάρω» είπε παραμερίζοντας το χέρι της. «Μάλιστα, δεν διαφέρει καθόλου από τη δική σου ιστορία με τα φασολάκια».

«Άλλο πράγμα τα φασολάκια» απάντησε κουνώντας του το δάχτυλο. «Ήταν σαν να τρώω τρίχες!»

«Και από τότε δεν ξανάφαγες ποτέ! Και τα φασολάκια είναι πεντανόστιμα».

Αντάλλαξαν βλέμματα αποδοκιμασίας, μέχρι που φώναξαν ταυτόχρονα πολύ γρήγορα.

«Δεν είναι το ίδιο πράγμα!»

«Είναι το ίδιο πράγμα!»

Και ακολούθησε ξανά σιωπή.

 

«Εντάξει, μπορεί να έχεις δίκιο και να μην είναι το ίδιο πράγμα» της είπε. «Άφησες μερικά. Θα μου καθαρίσεις ένα;»

Τον κοίταξε με δυσπιστία.

«Ακόμα κι αν είναι σαν ζωντανή σάρκα το μέσα τους» πρόσθεσε χαμογελώντας, κι εκείνη βάλθηκε να καθαρίζει τα δύο τελευταία σύκα που έμειναν στο πιάτο.

«Τι λες να φάμε αύριο; Είναι σειρά μου να μαγειρέψω» της είπε αφού σκούπισαν και οι δυο τα χέρια τους.

«Πρέπει να πάμε σούπερ μάρκετ» απάντησε εκείνη. «Είδα έχουν τα φασολάκια σε έκπτωση». 


Μοιράσου το με αγαπημένους σου