[Θα προσπαθήσω να κάνω κάτι για πρώτη φορά. Ας δούμε πώς θα πάει. Θέλω να γράψω για το πώς είδα μια ταινία!]
Η ταινία του Άλι Αμπάσι Ιερή Αράχνη εμπνέεται από την αληθινή ιστορία του κατά συρροή δολοφόνου Σαΐντ Χαναΐ, που έδρασε μεταξύ 2000 και 2001 στην πόλη της Μασάντ, στο Ιράν, επιλέγοντας για θύματά του σεξεργάτριες. Τα εγκλήματα του Χαναΐ γίνονταν με κίνητρο να «καθαρίσει» την πόλη από αυτό που ο ίδιος θεωρούσε μίασμα. Η Μασάντ, απομακρυσμένη στα βορειοδυτικά της χώρας, κοντά στο Τουρκμενιστάν, είναι τόπος προσκυνήματος στον Σιιτισμό, καθώς αποτελεί την εξέλιξη της αρχαίας πόλης Τους, στην οποία απεβίωσε ο Ιμάμης Ρεζά, ή Άλι αλ-Ριντά, ο όγδοος εκ των δώδεκα ιερών ιμάμηδων.
Ο σκηνοθέτης όμως δεν επέλεξε να πει την ιστορία του δολοφόνου, αλλά, με αφορμή αυτή, να μιλήσει για μια κοινωνία που δολοφονεί κατά συρροή. Στη μυθοπλασία του Αμπάσι είναι μια γυναίκα αυτή που θα δείξει ενεργό ενδιαφέρον, για να διαλευκανθεί η υπόθεση – η δημοσιογράφος Αρεζού Ραχιμί, που καταφτάνει στην πόλη, για να ερευνήσει την υπόθεση. Κι ενώ η θεματική της ταινίας προϊδεάζει το κοινό για το ότι θα υιοθετήσει τις αφηγηματικές τεχνικές μιας αστυνομικής ταινίας δράσης με στοιχεία φιλμ νουάρ, αυτή η αρχική εντύπωση γρήγορα ανατρέπεται: η ταυτότητα του δολοφόνου αποκαλύπτεται σχεδόν αμέσως. Εξάλλου, ο σκηνοθέτης έχει δηλώσει ότι δεν είναι «φαν των serial killer» – ίσως γι’ αυτό η ταινία του δεν αφηγείται μια μοναχική καταδίωξη μεταξύ δημοσιογράφου και εγκληματία, αλλά την επίδραση των εγκλημάτων στο κοινωνικό σύνολο, και τα ένστικτα που αυτά ανακινούν.
Στην ιερή πόλη οι δολοφονίες (οι γυναικοκτονίες) γίνονται σταθερά πρωτοσέλιδα και ο δολοφόνος (ο γυναικοκτόνος), ένας φαινομενικά ευυπόληπτος πολίτης, θρησκευόμενος και οικογενειάρχης, σπεύδει να θαυμάσει το καινούριο φύλλο ύστερα από κάθε του έγκλημα, αλλά και να ακούσει τις αντιδράσεις του κόσμου. Εκεί, εκτός από τους ψιθύρους φόβου, αναδύονται και λόγια επιδοκιμασίας για την... ηθική του επονομαζόμενου «Δολοφόνου-Αράχνη». Παράλληλα, η Ραχιμί, ψάχνοντας να βρει τα ίχνη του, συναντά αρχικά την αδιαφορία κι έπειτα τη διαφθορά της Αστυνομίας και της τοπικής κοινωνίας. Πεπεισμένη ότι η αδράνεια των αρχών οφείλεται στο ότι ο Δολοφόνος-Αράχνη τούς βολεύει, μιας και τα θύματά του θεωρούνται όχι μόνο εγκληματίες αλλά ζωές μη άξιες ζωής, σώματα άνευ σημασίας, συναντά ξανά και ξανά τον διάχυτο μισογυνισμό της κοινωνίας, που στρέφεται (ξανά και ξανά) και προς το άτομό της.
Οι δρόμοι της κινηματογραφικής Μασάντ του Αμπάσι δεν δείχνουν ασφαλείς. Η γράφουσα, βλέποντας την ταινία, ξαναβίωσε πολλαπλασιασμένη την ανασφάλεια που πολλές φορές έχει νιώσει κάνοντας την επαναστατική πράξη του να περπατήσει ως γυναίκα σε μια πόλη τη νύχτα (και που, γι’ αυτόν τον λόγο, είχε ικανοποιηθεί από την αναδιεκδίκηση του νυχτερινού αστικού ιστού που πρότεινε η ταινία A Girl Walks Home Alone At Night της επίσης ιρανικής καταγωγής Άνα Λίλι Αμινπούρ). Στην Ιερή Αράχνη ένα κορίτσι που περπατά μόνο του τη νύχτα θεωρείται σεξεργάτρια, και αυτό για τον κόσμο της Ιερής Αράχνης σημαίνει ότι μπορεί να πρόκειται για το επόμενο θύμα. Η Αρεζού Ραχιμί, την οποία ενσαρκώνει υπέροχα η Ζαρ Αμίρ Εμπραϊμί, που κέρδισε με την ερμηνεία της το Βραβείο Γυναικείου Ρόλου στο φετινό Φεστιβάλ των Καννών, κινείται σε αυτό το σκοτάδι όχι ατρόμητα, όπως ίσως να το ήθελαν άλλες ταινίες καταδίωξης, αλλά φέροντας πάντοτε μαζί της τον δικό της παλλόμενο τρόμο. Στο κινηματογραφικό της σκοτάδι η πόλη ζωντανεύει μέσω του ήχου, με προσεκτικά τοποθετημένους (και πάντα, στα αφτιά μου, απειλητικούς) ήχους βημάτων και διερχόμενων οχημάτων. Το κυρίαρχο χρώμα είναι το πράσινο, μη φωτεινό, και κάπως απόκοσμο – το πράσινο, που είναι το ιερό χρώμα του Σιιτισμού.
Παρ’ όλα αυτά, ο Αμπάσι είναι ξεκάθαρος στο ότι δεν ήταν επιθυμία του να φτιάξει μια ταινία εναντίον του Σιιτισμού, του Ισλάμ, του Ιράν του ίδιου. Θεωρεί ότι ο κινηματογράφος είναι μια γλώσσα παγκόσμια, αλλά, καθώς αφορμή για την ταινία του ήταν τα γεγονότα της Μασάντ, θέλησε να αναπαραστήσει μια όσο το δυνατόν πιο πειστική εκδοχή της πόλης. Το εγχείρημα ήταν δύσκολο: ο Αμπάσι, που εδώ και χρόνια κατοικεί και δραστηριοποιείται στη Δανία, δεν έλαβε άδεια να γυρίσει την ταινία στο Ιράν, κι έτσι αναγκάστηκε να κάνει τα γυρίσματα στην Ιορδανία. Θέλησε όμως να επιμείνει στις χαρακτηριστικές λεπτομέρειες που θα έκαναν τη διαφορά, όχι μόνο για το λεγόμενο «διεθνές» κοινό, αλλά και για τον Ιρανό θεατή, είτε πρόκειται για μάρκες αυτοκινήτων που κυκλοφορούσαν στο Ιράν, είτε για τους ηθοποιούς, που έπρεπε να έχουν την ιδιαίτερη προφορά της Μασάντ (χαρακτηριστικό παράδειγμα ο πρωταγωνιστής, ο Μεντί Μαζεστανί). Τα γυρίσματα στην Ιορδανία επέτρεψαν επίσης να αποτυπωθούν σκηνές της καθημερινότητας που θα απαγορεύονταν, αν η ταινία είχε γυριστεί στο Ιράν: το μηχανικό βάλε-βγάλε της χιτζάμπ, ένα άγγιγμα μεταξύ της πρωταγωνίστριας κι ενός συναδέλφου της. Το παγκόσμιο του κινηματογράφου του Αμπάσι, λοιπόν, δεν έρχεται σε αντίθεση με το τοπικό, αλλά το συμπεριλαμβάνει, όσο το δυνατόν περισσότερο.
Προφανώς, δεν είναι καλή ιδέα να αποκαλύψω το τι γίνεται στην ταινία, το πώς η Αρεζού καταφέρνει να βρει τη λύση και το γιατί έχει λόγους να μην είναι ικανοποιημένη με αυτή (η ταινία κάνει ξανά και ξανά σαφές το ότι δεν αφορά τη σύλληψη και την τιμωρία ενός serial killer, και δεν ικανοποιείται με αυτή). Θα αρκεστώ να πω ότι είναι ενδιαφέρον το πώς η αφήγηση δείχνει την αστάθεια του γυναικοκτόνου να εντείνεται, όταν αντιλαμβάνεται, προοδευτικά, ότι τα θύματά του έχουν εμπρόθετη δράση. Αλλά και το ότι θαύμασα το πώς η ταινία τολμάει να αφήσει ανοιχτά ερωτήματα πλήρως αληθινά και βαθιά ανησυχητικά, ερωτήματα που αφορούν όχι μόνο τον μυθοπλαστικό κόσμο της Ιερής Αράχνης, αλλά και την πραγματικότητα – ενώ, κατά τα φαινόμενα, η δικαιοσύνη στον φανταστικό κόσμο της ταινίας δείχνει να έχει αποδοθεί.