ΙΙ
(συνέχεια από το προηγούμενο...)
«Μήπως χρειάζεστε βοήθεια;»
Έστρεψα το κεφάλι. Μπροστά μου, μία κυρία κοντά στα πενήντα, διοπτροφόρα και καλοσυνάτη. Στα χέρια της κρατούσε τέσσερα βιβλία. Από την απόσταση δυσκολεύτηκα να διαβάσω τους τίτλους τους.
«Πού βρίσκομαι;»
«Στο βιβλιοπωλείο Χαρτί και Μολύβι. Βρήκατε αυτό που ψάχνετε; Δεν σας είδα να μπαίνετε».
Η καρδιά μου έχανε χτύπους, οι κόρες των ματιών μου όργωναν την περιοχή για απαντήσεις. Οι τέσσερις τοίχοι γύρω μου ήταν οι δικοί μου τοίχοι, οι τοίχοι του μικρού μαγαζιού της οδού Ηφαίστου. Η μοναδική διαφορά –και πάνω απ’ όλα η πιο τρομακτική– ήταν ότι στα ράφια υπήρχαν βιβλία προς πώληση και όχι αντίκες. Η επιγραφή της αποθήκης που κάποτε φιλοξενούσε τα πιο επικίνδυνα, τα πιο αλλόκοτα αντικείμενα του κόσμου έγραφε «WC», η ταμειακή μηχανή βρισκόταν κοντά στην τζαμαρία και η τζαμαρία –ω, Θεέ μου!– είχε ένα κακόγουστο κίτρινο αυτοκόλλητο με μαύρα παχιά γράμματα: «BAZAAR ΒΙΒΛΙΟΥ ΟΛΑ -50%».
Ο τόπος γνώριμος, ο χρόνος άγνωστος. Πρωταρχικό μου μέλημα ήταν να μάθω τι στο καλό συνέβη. Θυμόμουν να πιάνω τον καθρέφτη και την αλλόκοσμη επιρροή που άσκησε πάνω μου. Επίσης θυμόμουν τον κύριο Σωκράτη να τρέχει προς το μέρος μου και να μου φωνάζει πανικόβλητος. Έλειπαν κομμάτια του παζλ, τα οποία έπρεπε να ανακαλύψω.
«Τι ημέρα έχουμε;» ρώτησα την κυρία, ευχόμενος να μη με παρεξηγήσει. Ευτυχώς, από τη στάση της κατάλαβα ότι τα περιθώρια υπομονής της ήταν ανεξάντλητα.
«Κυριακή, νεαρέ μου».
«Εδώ υπήρχε το μαγαζί του κύριου Σωκράτη. Τον γνωρίζετε τον κύριο Σωκράτη, σωστά;»
«Ναι, τον γνώριζα. Μάλιστα είχα αγοράσει ένα πορσελάνινο φωτιστικό με αναπαραστάσεις κυνηγιού».
Το θυμόμουν εκείνο το φωτιστικό. Το κρατούσαμε καταχωνιασμένο πίσω από τον καλόγερο με τα καπέλα, γιατί κανείς δεν το ήθελε.
«Πρέπει να του μιλήσω. Είναι ανάγκη!»
Το πρόσωπό της σκοτείνιασε, θλίψη και ταραχή διαδέχτηκαν την πραότητα. Και οι χειρότερες υποψίες απέκτησαν φρικτή, υλική υπόσταση.
«Ο κύριος Σωκράτης έφυγε από τη ζωή πριν από λίγο καιρό. Βλέπεις, λόγω ηλικίας, χρειαζόταν κάποιον βοηθό. Τα έκανε όλα μόνος του. Κάποια στιγμή, η καρδιά του δεν άντεξε. Έφυγε ξαφνικά, ένα κυριακάτικο πρωινό, καθώς γυρνούσε από το αγαπημένο του παζάρι στο Θησείο».
Τα πόδια μου έπαψαν να με βαστούν, η λογική μου πέταξε σε μέρη θεοσκότεινα. Ήθελα να ουρλιάξω, να της πω ότι έσφαλλε και πως ο κύριος Σωκράτης με περίμενε στο μαγαζί, στο μαγαζί μας, και πως πριν από λίγα λεπτά είχε επιστρέψει σώος και αβλαβής από το αγαπημένο του παζάρι. Πώς να της το εξηγούσα; Τι να της έλεγα που θα μπορούσε να εκφραστεί με λόγια, έτσι ώστε να μη φανώ παρανοϊκός; Εδώ εγώ ο ίδιος δεν αντιλαμβανόμουν την πραγματικότητα!
«Χρειάζομαι περισσότερες λεπτομέρειες. Σας παρακαλώ, πρέπει να με βοηθήσετε».
«Παιδί μου, σου είπα ό,τι γνώριζα. Ίσως ο βοηθός του να γνωρίζει περισσότερα».
«Μα μου είπατε ότι ο κύριος Σωκράτης ήταν μοναχός του».
«Ναι, σωστά. Όμως, όταν αγόρασα το φωτιστικό, αυτός μου το πούλησε. Καλό παιδί. Έπειτα, όταν ξαναπέρασα ύστερα από λίγες μέρες, ο κύριος Σωκράτης μου είπε ότι τα παράτησε. ‘Κάτι με τη δουλειά’ μου είπε. Μάλλον τα χάλασαν στο οικονομικό».
«Αποκλείεται» σκέφτηκα. Ο κύριος Σωκράτης δεν ήταν τσιγκούνης, αντιθέτως. Ντρέπομαι να το παραδεχτώ, αλλά η καρδιά μου γέμισε από μίσος για εκείνον τον άνθρωπο. Ποιος άφηνε ένα γεροντάκι με καρδιά από χρυσάφι στο έλεός του εξαιτίας των χρημάτων!
«Αυτός ο άντρας θυμάστε πώς ονομαζόταν;»
«Ναι, γιατί μου συστήθηκε. Ιωάννης. Ιωάννης Βιτάλης. Μάλιστα, αν δεν με απατά η μνήμη μου, θα έλεγα ότι μοιάζατε λίγο».
Το πιο κακόγουστο αστείο.
Με βρήκα εκεί όπου περίμενα να με βρω, στην πλατεία της Κυψέλης, να παρατηρώ τους περαστικούς και να πίνω καφέ. Φροντισμένος στην εντέλεια με ρούχα καθαρά. Μάλιστα, είχα κρατήσει και το σκουλαρίκι στο δεξί μου αφτί, ενθύμιο των φοιτητικών χρόνων. Με πλησίασα με αργό βήμα, επιστρατεύοντας όλη την υπομονή και την τόλμη που διέθετα.
«Γεια σου, Γιάννη» είπα στον εαυτό μου. Κράτησα τα γέλια μου. Ήταν τόσο περίεργο να απευθύνομαι στον εαυτό μου σε δεύτερο πρόσωπο! «Πρέπει να μιλήσουμε». Εκείνος σηκώθηκε απότομα όρθιος, προσπάθησε να αρθρώσει προτάσεις, μα τις κατέστρεφε διαρκώς ο πανικός. «Είμαι εσύ από μία άλλη διάσταση και ήρθα, για να ζητήσω τη βοήθειά σου».
Έκανε να φύγει. Τον κράτησα σφιχτά από τον ώμο.
«Καταλαβαίνω την έκπληξή σου. Είσαι μπερδεμένος. Θα σου εξηγήσω όμως και θα καταλάβεις».
Όσο περιέγραφα τα περιστατικά στο μικρό μαγαζάκι της οδού Ηφαίστου, με παρακολουθούσε αμίλητος, ανήμπορος να συνειδητοποιήσει εάν όσα του έλεγα ήταν αλήθεια ή αποκυήματα της φαντασίας μου. Με άκουγε με στόμα ορθάνοιχτο, σταματούσε τη ροή της αφήγησης και με ρωτούσε για πράγματα που εγώ, ως Γιάννης, αδυνατούσα να του απαντήσω. Βλέπετε, ανέκαθεν δεν το είχα με το λέγειν. Μου είπε ότι έφυγε από τον κύριο Σωκράτη αναγκαστικά, γιατί τα εργαστήρια είχαν αλλάξει ώρα και, παρόλο που είχε ανάγκη τα χρήματα, οι απουσίες θα τον πήγαιναν πολύ πίσω. Το πλάκωμα στην καρδιά μου εξαφανίστηκε. Ο φοιτητής εαυτός μου δεν ήταν ούτε παραδόπιστος ούτε τυχοδιώκτης. Απλώς έβαζε διαφορετικές προτεραιότητες.
Χρειάστηκαν δύο ώρες, και έπειτα ο έτερος Γιάννης κατάλαβε τα πάντα. Στο τέλος, πείστηκε.
«Και τι θέλεις να κάνω;» με ρώτησε. «Πρέπει να διαβάσω για εξεταστική. Ο καιρός περνά και πρέπει να πάρω πτυχίο. Μου μένει μονάχα η ‘Ανατομία και Φυσιολογία Άγριων Ζώων’».
Χάρηκα. Τουλάχιστον κάποιος Γιάννης μέσα στα εκατομμύρια σύμπαντα που πλαισιώνουν τον χωροχρόνο σκόπευε να τελειώσει τη σχολή του. Στον δικό μου είχα πάρει την απόφαση να τα παρατήσω. Στον δικό του φαινόταν κατασταλαγμένος να επιτύχει.
«Πρέπει να συνεργαστούμε».
Συμπτωματικά, στα λιγοστά μαθήματα που είχα περάσει ανά τα χρόνια περιλαμβάνονταν αυτά που χρωστούσε. Συμφωνήσαμε ότι εγώ θα τον βοηθούσα με τη μελέτη και εκείνος με την επιστροφή μου στον κόσμο μου. Πιάσαμε αμέσως δουλειά.
Ειπώθηκαν πολλές ιδέες, μα καμία ικανή να πραγματοποιηθεί. Το μαγαζί του κυρίου Σωκράτη ήταν πλέον βιβλιοπωλείο. Τα αντικείμενα της αποθήκης ένας Θεός ξέρει πού είχαν πεταχτεί. Πιθανότατα να μην είχαν φτάσει ποτέ στην Ελλάδα.
«Ας επισκεφτούμε το νεκροταφείο. Ίσως εκεί…»
«Όχι».
Το λευκό μνήμα και η ψυχρή επιγραφή θα μου έφερναν μονάχα θλίψη, θα με έφερναν αντιμέτωπο με την πραγματικότητα του κόσμου του, ενός κόσμου που ήθελα να αφήσω πίσω μου μια για πάντα.
Πίεσα τον εαυτό μου περισσότερο. Έβαλα σε σειρά τα δεδομένα. Ανέτρεξα σε όσα συνέβησαν σήμερα.
«Πάμε στο Θησείο. Στο Παζάρι. Εκεί ίσως βρούμε τον καθρέφτη».
Ήταν μια τρελή ιδέα, αλλά δεν είχαμε τίποτα να χάσουμε. Αντιθέτως, δίχως προσπάθεια, θα παρέμενα φυλακισμένος σε έναν τόπο ξένο, στον τόπο όπου ο καλύτερος φίλος μου ήταν νεκρός.
Συνεχίζεται…