«Ξέρω ότι ο Κώστας νομίζει ότι τα αγόρια είναι καλύτερα από τα κορίτσια, γι’ αυτό είναι βρισιά να λέει κάποιος ένα αγόρι ότι είναι κορίτσι. Όμως εγώ δεν τον πιστεύω. Οι φίλες μου είναι καλύτερες από όλα τα αγόρια του κόσμου» λέει το «ελαττωματικό αγόρι». Στο ομώνυμο βιβλίο του sam albatros, κάθε κεφάλαιο είναι και μια μικρή σκηνή, ένα θραύσμα αναμνήσεων από την παιδική ηλικία ενός αγοριού που μεγαλώνει στην ελληνική επαρχία την εποχή που κάποιες από τις κυρίαρχες μορφές στην ποπ κουλτούρα είναι η Βανδή, η Πάολα Μπράτσο και τα Πόκεμον. Σε αυτόν τον –πολύ κοντινό– χώρο και χρόνο, ενήλικες και συνομήλικοι καθορίζουν, είτε άμεσα, παρεμβατικά, είτε εμμέσως, διά του παραδείγματος, το ποιες συμπεριφορές πρέπει να θεωρούνται αποδεκτές και ποιες αποκλίνουσες. Ο πρωταγωνιστής μας παρατηρεί και μαθαίνει ότι θεωρείται ελαττωματικός.
Οι παρατηρήσεις του περνούν σε εμάς υπό την οπτική γωνία ενός παιδιού. Παρότι ο παιδικός αφηγητής συχνά στη λογοτεχνία χρησιμοποιείται, για να αναδείξει μια ελλιπή γνώση κι επίγνωση της πραγματικότητας, καταδεικνύοντας έτσι την ανεπάρκειά του, στο ελαττωματικό αγόρι η παιδική ματιά χρησιμεύει στο να εντοπιστούν οι αδυναμίες του οργανωμένου, ενήλικου κόσμου, αλλά και η υποκρισία της κοινωνικής κατασκευής που αποκαλείται «κανονικότητα». «Έχω τους καλύτερους γονείς του κόσμου! Είμαστε η πιο χαρούμενη οικογένεια του κόσμου! Τους αγαπάω πολύ. Καμιά φορά μου φωνάζουν και με δέρνουν και τους αγαπάω λιγότερο, αλλά το κάνουν για το καλό μου» γράφει στο «σκέφτομαι και γράφω» στο σχολείο.
Σε μια ακόμα ανάγνωση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η παιδική οπτική γωνία εντείνει τη διάσταση του θεωρούμενου ως μη κανονικού, που παρουσιάζεται στον τίτλο, στο μέτρο που, σύμφωνα με τον Φουκώ, από τη στιγμή που η ψυχιατρική προσάρτησε την παιδική ηλικία ως πεδίο ανάπτυξής της ως επιστήμης της ανωριμότητας των συμπεριφορών, κατόρθωσε να αναχθεί σε επιστήμη των κανονικών και των μη κανονικών συμπεριφορών. Έτσι, προκειμένου να «ψυχιατρικοποιηθεί μια συμπεριφορά, αρκεί να φέρει ένα ορισμένο ίχνος παιδικότητας». Στο πλαίσιο του βιβλίου του sam albatros, καθώς ο παιδικός αφηγητής ανατρέχει στις αναμνήσεις των προσπαθειών επιβολής αυτού που η κοινωνία αναγνωρίζει ως κανονικότητα, το αναγνωστικό κοινό καλείται να αναρωτηθεί για το πώς δρουν οι μηχανισμοί ελέγχου κι εμπέδωσής της. Καλείται, επίσης, να εξασκηθεί στο να ακούει ως βάσιμες κι αληθείς τις εμπειρίες υποκειμένων που θεωρούνται αναξιόπιστοι αφηγητές όχι μόνο στη λογοτεχνία, αλλά και στην ψυχιατρική.
Το ελαττωματικό αγόρι, όσον αφορά τη θεματολογία, φέρει κοινά στοιχεία με αυτοβιογραφικές καταγραφές όπως είναι το Επιστροφή στη Ρενς του Ντιντιέ Εριμπόν, αλλά και το Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ του Εντουάρ Λουί, παρά τις προφανείς διαφορές στο ύφος και στα εκφραστικά εργαλεία που χρησιμοποιεί. Τα αυτοβιογραφικά έργα αυτά, που διατρέχουν την παιδική ηλικία ομοφυλόφιλων αγοριών που μεγαλώνουν σε επαρχίες, ασκούν δριμεία κριτική στην επιβολή των προτύπων που λογίζονται σωστά κι αρρενωπά, και αναδεικνύουν τον βίαιο τρόπο με τον οποίον αυτή επιτελείται. Έχουν όμως κι άλλο ένα κοινό στοιχείο: παρότι μιλούν χωρίς περιστροφές για τη βία της επιβολής της κανονιστικής αρρενωπότητας, δεν εξαντλούνται σε αυτήν. Όπως δήλωσε ο sam albatros σε συνέντευξη στο Provocateur, «δεν ήθελα να βγει άλλο ένα βιβλίο με το μήνυμα δυστυχισμένοι πούστηδες». Σε αντίθεση με αφηγήσεις που τοποθετούν κουίρ άτομα να βρίσκουν άδοξη ή και τραγική κατάληξη, το ελαττωματικό αγόρι καταδεικνύει την ανεπάρκεια της περιοριστικής μικροαστικής κοινωνίας που δεν αποδέχεται τίποτα πέρα από τον σαφώς ορισμένο εαυτό της, χωρίς όμως να παρουσιάσει τις διδαχές της ως προσωπικό κισμέτ του πρωταγωνιστή. Κάθε άλλο: κλείνει με μια ιδιόχειρη προφητεία για ένα μέλλον ευτυχισμένο, που την επικυρώνει σαν σε όραμα με την ενήλικη φωνή της η αγαπημένη κυρία Θεοδώρα (ή «αγία θεοδώρα»), που ως δασκάλα του αφηγητή είχε καταφέρει να δημιουργήσει ένα ασφαλές περιβάλλον για αυτόν.
Επιστρέφοντας στον τίτλο του μυθιστορήματος, μπορούμε να σκεφτούμε τα σώματα που θεωρούνται ελαττωματικά, παραβατικά, διαφορετικά σε σχέση με το ορθό, το κανονικό, το σωστό, έννοιες που, όπως είδαμε πιο πάνω –και βλέπουμε ακόμα περισσότερο διαβάζοντας το βιβλίο– είναι κατασκευασμένες. Σε μια ετεροκανονική κοινωνία, το αγόρι που θεωρείται ελαττωματικό δεν είναι «σώμα με σημασία», κατά την ανάλυση της Τζούντιθ Μπάτλερ – ή μάλλον, ακριβέστερα, θεωρούμενο ως παραβατικό σώμα, τοποθετείται στο περιθώριο εκείνο που χρησιμεύει στο να προσδιοριστεί η διαφορά μεταξύ του αποδεκτού και του μη αποδεκτού. Το μυθιστόρημα του sam albatros χρησιμεύει στο να αμφισβητηθούν ταυτόχρονα και η κανονικότητα και η άλλη της όψη, η λεγόμενη «διαφορετικότητα», κάτι που υπενθυμίζει ήδη με τον τίτλο του. Μα για τα υπόλοιπα, μένει η ανάγνωσή του.
ελαττωματικό αγόρι
sam albatros
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ