Το κρύο και η βροχή έδωσαν τη θέση τους στο δροσερό ανοιξιάτικο αεράκι που ανακούφιζε από την κάψα του λαμπερού ανοιξιάτικου ήλιου. Η μέρα μεγάλωνε, τα μικρά παιδιά ονειρεύονταν τις διακοπές του καλοκαιριού και τα μεγάλα έβλεπαν τις εξετάσεις τους να κοντοζυγώνουν. Περνούσαμε όλο και περισσότερες ώρες έξω, παίζοντας και χαζολογώντας παρά το διάβασμα που μας περίμενε. Θα πρέπει να ήμουν δεκαπέντε ή δεκαέξι χρονών και ο πατέρας μου μόλις μου είχε αγοράσει το πρώτο μου «μεγάλο» ποδήλατο, προϊόν διαπραγμάτευσης, έπειτα από τη δήλωσή μου ότι θα ήθελα να βγάλω δίπλωμα για μηχανάκι.
«Μα εσύ ούτε ποδήλατο δεν ξέρεις να οδηγάς. Πώς θα πιάσεις μηχανάκι;» ήταν η απάντησή του. Και κάπως έτσι έμαθα, αργά στην εφηβεία μου, να ισορροπώ σε δύο ρόδες.
Αν και μεγάλωσα στην επαρχία, το ότι μέναμε σε διαμέρισμα στο κέντρο, κοντά σε κεντρικό δρόμο, το ότι δεν πηγαίναμε συχνά στο χωριό με τον αδερφό μου και ούτε και ήμασταν πολύ του «έξω» συντέλεσαν αποτρεπτικά στο να εξοικειωθώ με το ποδήλατο και να μη φοβάμαι τον δρόμο. Ντρεπόμουν που έλεγα στους φίλους μου πως έμαθα να κάνω ποδήλατο στα δεκαπέντε μου, αλλά αργότερα επέλεξα να προσθέτω χαμογελώντας αφελώς το «κάλλιο αργά παρά ποτέ» στην εξομολόγησή μου.
Εικόνα: αλάνα. Ένας πενηντάχρονος άντρας προσπαθεί να στηρίξει τη σχεδόν ενήλικη κόρη του πάνω σε δίκυκλο φωνάζοντάς της εμψυχωτικά λόγια. «Μην το φοβάσαι, μη σφίγγεσαι, κάνε πετάλι με δύναμη». Ύστερα από μια, δυο, τρεις σαβούρτες, το ποδήλατο κυλάει και ο πατέρας ξεφυσάει εμφανώς ανακουφισμένος με την επιτυχία της κόρης του.
*
«Πάμε ποδηλατοβόλτα;» πρότεινε ένα πρωινό η Αλίκη.
«Πάμε» απάντησα. «Να ξέρεις, φοβάμαι λίγο» πρόσθεσα.
«Θα ’μαστε παρέα, θα με ακολουθείς και όλα καλά θα πάνε. Εντάξει;»
«Εντάξει».
Δώσαμε ραντεβού έξω από το σπίτι της, που ήταν έναν δρόμο παραπάνω από το δικό μου. Ανεβήκαμε στις σέλες μας και ξεκινήσαμε, εκείνη μπροστά, εγώ πίσω. Διασχίσαμε ένα μέρος της πόλης, περάσαμε τις γραμμές του τρένου και βρεθήκαμε σε ένα προάστιο που δεν θυμάμαι να το είχα ξαναεπισκεφτεί. Από έναν στενό δρόμο ανάμεσα σε καλαμιές βγήκαμε σε μια μεγάλη παιδική χαρά, περάσαμε μια εκκλησία και βγήκαμε σε μια γειτονιά που μου ήταν άγνωστη ως τότε.
«Πού είμαστε;»
«Φτάνουμε» μου φώναξε.
«Πού;»
«Θα δεις!»
Δύο λεπτά αργότερα βγήκαμε σε έναν κεντρικό δρόμο, άδειο από αυτοκίνητα. Δεν ακουγόταν τίποτα, παρά μόνο το σφύριγμα του αέρα. Εκατέρωθεν του δρόμου απέραντα χωράφια με ηλιοτρόπια, στο βάθος κάτι ξεχασμένες μονοκατοικίες κι από πάνω μας ο καταγάλανος ανοιξιάτικος ουρανός διακοσμημένος με άσπρα συννεφάκια εδώ κι εκεί, αφράτα σαν μπάλες βαμβάκι. Είχαμε σταματήσει και χαζεύαμε τα κεφάλια των κίτρινων λουλουδιών που λικνίζονταν στον αέρα. Ένιωσα σαν να βρέθηκα ξαφνικά σε σκηνή από ταινία. Τόσο εξωπραγματικό έμοιαζε το μέρος.
Μου έκανε νεύμα και ξεκίνησε το πετάλι προς το σημείο του δρόμου που ανηφόριζε ελαφρώς. Όταν φτάσαμε στο ύψωμα, σταματήσαμε.
«Θα πάρουμε φόρα και θα κατέβουμε την κατηφόρα σφαίρα» μου είπε.
Έτσι και έγινε. Καθώς κάναμε πετάλι όλο και πιο δυνατά, μου φώναξε να αφήσω το τιμόνι από τα χέρια μου. Αντανακλαστικά, έσφιξα τα δάχτυλά μου πιο γερά γύρω από τις λαβές, προσπαθώντας να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά, κόντρα στον αέρα. Εκείνη έφυγε μπροστά μου με μεγαλύτερη ταχύτητα και την είδα με τα χέρια απλωμένα να παραδίνεται στον ήλιο και στον άνεμο.
Όταν φτάσαμε στο ίσωμα και της είπα πως δεν άφησα τα χέρια μου, είπε να ανέβουμε πάλι και να ξαναδοκιμάσω.
Μια, δυο, τα ίδια. Ξανά. Αντί να αφήσω τα χέρια απ’ το τιμόνι όμως, άφησα τα πόδια από τα πετάλια. Μερική επιτυχία. Εκείνη το απολάμβανε κάθε φορά και δεν το κρύβω πως ζήλεψα. Γιατί φοβόμουν;
Ξανά στην κορυφή, ξανά πετάλι, με μάτια μισόκλειστα. Τα δάχτυλά μου ένα ένα ξαφνικά χαλάρωσαν και αιωρήθηκαν για δευτερόλεπτα πάνω από τις λαβές του τιμονιού. Ένα εκατοστό, δύο, τρία. Και πάλι ίσωμα. Φρένο.
«Λίγο ακόμα και τα κατάφερες» αναφώνησε.
«Τελευταία φορά» της είπα απογοητευμένη.
Αυτή τη φορά πήγα μόνη μου. Ύψωμα. Βαθιά ανάσα. Δυνατό πετάλι. Αριστερό χέρι στον αέρα. Έπειτα δεξί, δειλά, αλλά σταθερά. Ζητωκραυγές να αντηχούν από όλες τις κατευθύνσεις κι εγώ να νιώθω σαν να αιωρούμαι πάνω από τα ηλιοτρόπια που κουνούν κι αυτά τα κεφάλια τους και θροΐζουν σαν να χειροκροτούν.