Σε μια πόλη που δεν τοποθετείται με σαφήνεια κάπου στον χώρο, καταφτάνει ένα περιπλανώμενο λούνα παρκ, γεμάτο χρώματα και παιχνίδια που ελκύουν μαγεμένα τα παιδιά της πόλης. Την ίδια περίοδο φτάνει στην πόλη και ένα κορίτσι που φαίνεται διαφορετικό από τα υπόλοιπα παιδιά, η Άλη. Δεν γνωρίζουν από πού ήρθε – από μακριά, σίγουρα, καθώς φορά διαφορετικά ρούχα, ενώ τραγουδά και χορεύει δικά της τραγούδια και χορούς. Οι γονείς των παιδιών σύντομα τα αποθαρρύνουν από τις συχνές επισκέψεις στο λούνα παρκ, μιας και τα έξοδα ήταν πολλά. Τα αποθαρρύνουν όμως και από το να κάνουν παρέα με την Άλη, που ποιος ξέρει από πού ήρθε, και τους είπαν ότι μπορεί να είναι κακιά, ως και μαγικές δυνάμεις να έχει. Σύντομα η περιέργεια των παιδιών προς αυτήν γίνεται πείραγμα και μετά σκληρότητα και βία: όταν καταλαβαίνουν ότι ούτε μάγια μπορεί να κάνει ούτε κατάρες να ρίχνει, αρχίζουν να τη μεταχειρίζονται σαν αντικείμενο πια, όχι σαν άνθρωπο, υποβάλλοντάς την σε κάθε είδους δοκιμασία.
Μέχρι που ένα βράδυ τη βλέπουν να ανεβαίνει σε ένα από τα αλογάκια του καρουζέλ στο λούνα παρκ και να τραγουδά ένα τραγούδι με ακατάληπτους, για αυτά, στίχους. Με το τραγούδι της άναβαν φώτα στο λούνα παρκ, σαν από μαγεία. Και τότε τα παιδιά αρχίζουν να θέλουν να την προσεγγίσουν – στην αρχή με την ίδια βαναυσότητα όπως πριν, χωρίς αποτέλεσμα. Μετά, λίγο λίγο, μαθαίνοντας και εκείνα το τραγούδι, μέχρι που πιάνουν πια φιλία με την Άλη και κάθε βράδυ βρίσκονται να παίξουν και να τραγουδήσουν.
Οι ευχάριστες αυτές στιγμές λαμβάνουν τέλος, όταν οι γονείς παίρνουν είδηση πως τα παιδιά τους το σκάνε από το σπίτι τις νύχτες, για να παίξουν κρυφά με αυτό το παράξενο παιδί που ήρθε από μακριά, και αρχίζουν να την κυνηγούν, για να φύγει. Θα φύγει; Και τι θα γίνει, αν όντως φύγει;
Το Από μακριά της Αγγελικής Δαρλάση είναι ένα μαγικό παραμύθι για κοινό οποιασδήποτε ηλικίας, που φτιάχνει έναν δικό του ονειρικό κόσμο, όχι μόνο χάρη στην ιστορία, αλλά και χάρη στην εξαιρετική εικονογράφηση του Βασίλη Κουτσογιάννη. Έχει στο κέντρο του την ιστορία της Άλης, ενώ μέσω αυτής αφηγείται και την ιστορία όλων των υπόλοιπων χαρακτήρων, που δεν θεωρούν τους εαυτούς τους διαφορετικούς, μέσα από τον τρόπο που την αντιμετωπίζουν. Έχει επίσης στο κέντρο του ένα τραγούδι, αυτό που τραγουδά η Άλη και που μαθαίνουν τα παιδιά, αλλά κι εμείς καλούμαστε να μάθουμε, κι αυτό δεν είναι άλλο από το Τζελέμ, τζελέμ. Πρόκειται για τον εθνικό ύμνο των Ρομά, και γράφτηκε, για να τιμήσει τη μνήμη των Ρομά θυμάτων του Ολοκαυτώματος, που έχει χαρακτηριστεί και «άγνωστο» ή «ξεχασμένο» Ολοκαύτωμα, εύγλωττα και δικαίως. Στο «Porajmos» (Ποράιμος), όπως ονομάζεται το Ολοκαύτωμα των Ρομά, εξοντώθηκε πάνω από το ένα τέταρτο των πληθυσμών Ρομά της Ευρώπης, ενώ κάποιες καταγραφές υπολογίζουν ότι μπορεί να ήταν και πάνω από τους μισούς. Παρ’ όλα αυτά, μόνο το 1982 αναγνωρίστηκε ως γενοκτονία το Ποράιμος, από τον τότε Καγκελάριο της Δυτικής Γερμανίας, Χέλμουτ Σμιτ. Είχε προηγηθεί απεργία πείνας που ξεκίνησαν το 1980 στο μνημείο των θυμάτων του Νταχάου στο Μόναχο έντεκα Σίντι, με πρωτοστάτη τον επιζώντα του Ολοκαυτώματος Φραντς Βίρμπελ. Όταν το 1982, με την επίσημη αναγνώριση του Ποράιμος ως γενοκτονίας, δημιουργήθηκαν και οι νομικές προϋποθέσεις, για να λάβουν αποζημιώσεις τα θύματα από το γερμανικό κράτος, οι περισσότεροι επιζώντες είχαν ήδη αποβιώσει. Τα θύματα του Ποράιμος όχι μόνο θεωρούνταν άνθρωποι χωρίς δικαιώματα, αλλά και λιγότερο θύματα, ζωές γυμνές. Μόλις το 2015 ήταν που το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ανακήρυξε τη 2η Αυγούστου ως Παγκόσμια Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος των Ρομά, και δεν είναι δυνατό να μη σκεφτούμε πόσο αργά αντανακλαστικά επέδειξε.
Η ιστορία της Άλης μπορεί να έρχεται εβδομήντα εφτά χρόνια μετά τη λήξη του Β΄ Π.Π., αλλά μας υπενθυμίζει ότι οι διωγμοί των Ρομά είναι φαινόμενο διαχρονικό. Από τις αναγκαστικές στειρώσεις, την ιστορικά αδιάκοπη περιθωριοποίηση και τις συστημικές διακρίσεις, η κατασκευή τους ως «άλλων» συνεχίζεται ως και σήμερα σε βαθμό που μεγάλο μέρος της κοινωνίας κρίνει ανούσιο να αφήσει ένα λουλούδι για ένα άδικα νεκρό κορίτσι, και προσπερνά το δίκαιο αίτημα για «ΔΗΚΕΟΣΗΝΙ». Αυτό είναι το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο γράφτηκε το παραμύθι, και υπονοείται και στην ιστορία που με ευαισθησία αφηγείται. Ας μην νομίσει κανείς ότι το γεγονός ότι πρόκειται για παραμύθι το καθιστά λιγότερο εύστοχο ή λογοτεχνικά άξιο – το σημείο μεταστροφής των παιδιών σε καταδιώκτες της Άλης συνομιλεί άνετα με την τρομακτική σκηνή του κουρέματος του Άρελε στη Σώσα του μεγάλου Ισαάκ Μπασέβις Σίνγκερ. Το Από μακριά, βέβαια, είναι παραμύθι, κι ως τέτοιο τολμά να κατασκευάσει μια διαφορετική πραγματικότητα για την Άλη, πέρα από τους διωγμούς. Δυστυχώς, όμως, θα επισημάνω εδώ, και πέρα από τους υπόλοιπους χαρακτήρες της ιστορίας μας. Και αν εμείς διαβάζοντας το βιβλίο καταλαβαίνουμε πολύ καλά τους λόγους που η Άλη θα θέλει να τους έχει «από μακριά», ίσως να μένει να φτιαχτεί μια ιστορία στην οποία αυτοί οι πληθυντικοί άλλοι θα προσεγγίσουν την μικρή Άλη.
Θα κλείσουμε με τα λόγια της Ρομά ζωγράφου και επιζήσασας του Ολοκατώματος Τσέιγια Στόικα, τα οποία παραθέτει η Δαρλάση στο επίμετρο του βιβλίου: «Αν ο κόσμος δεν αλλάξει τώρα, αν ο κόσμος δεν ανοίξει τις πόρτες και τα παράθυρα, αν δεν χτίσει την ειρήνη –την πραγματική ειρήνη–, ώστε τα δισέγγονά μου να έχουν μια ελπίδα να ζήσουν σε αυτόν τον κόσμο, τότε εγώ είμαι ανίκανη να εξηγήσω γιατί επέζησα από το Άουσβιτς, το Μπέργκεν Μπέλσεν και το Ράβενσμπρουκ».