When you explain it, it becomes BANAL.

Περί θλίψης, οργής, πένθους, στοργής

Ελένη Βλάχου

Ελένη Βλάχου

Μάρτιος 08, 2021

Το thumbnail του άρθρου με τίτλο Περί θλίψης, οργής, πένθους, στοργής

Εχτές βράδυν εδιάβαινα της εκκλησιάς την πόρτα

κι έκουσα μέσα ταραχή και θόρυβο μεγάλο

κι έκουσα τη Χαρόντισσα κι εμάλωνε του γιου της:

 

Υγιέ μου, όσες μ’ έφερες, όλες εμέρωσά τες.

Μ’ αυτή τη νια που μ’ έφερες, δεν ημπορώ α μερώσω.

Κλαίει, θέλει τη μάνα της, θέλει και τα παιδιά της,

γυρεύει και τον άντρα της και σωπασμό δεν έχει.

 

(Τα δημοτικά μας τραγούδια, επιμέλεια – εισαγωγή – σχόλια: Γιώργος Ιωάννου)

 

Μια περιέργεια για τις λαϊκές ποιητικές μορφές με έκανε να πιάσω τη συλλογή Τα δημοτικά μας τραγούδια που είχε επιμεληθεί ο Γιώργος Ιωάννου. Ίσως είχα μια ιδέα για το τι θα έβρισκα εκεί μέσα, αλλά σίγουρα δεν περίμενα την έκπληξη που ένιωσα, όταν έφτασα στο κεφάλαιο με τα μοιρολόγια. Είναι ειρωνικό που δεν την περίμενα: ο τόπος καταγωγής μου, η Λακωνία, έχει πλούσια παράδοση στους επιτάφιους θρήνους, και οι μοιρολογίστρες της Μάνης δεν μου είναι άγνωστες. Γνώριζα, λοιπόν, ότι τα μοιρολόγια δεν είναι μόνο οι λέξεις, αλλά και τα μαύρα ρούχα, η στάση του σώματος, η ένταση της φωνής και –κυρίως– οι αυξομοιώσεις της έντασης της φωνής. Αυτά τα γνώριζα, όχι επειδή σχετίστηκα ποτέ με κάποια από αυτές τις γυναίκες, αλλά με τον παράδοξο τρόπο που αντιλαμβανόμαστε όσα άυλα έχουν ριζώσει γύρω μας μέσω της επανάληψης, χωρίς να μας τα έχει εξηγήσει κανείς. Είναι γυναίκες οι μοιρολογίστρες, είτε οι επαγγελματίες του παλιού καιρού είτε οι ερασιτέχνισσες και αυθόρμητες. Σε μια κοινωνία όπου η παράδοση επιτάσσει να θεωρούνται το δεύτερο φύλο, μπροστά στον θάνατο η σχέση ανατρέπεται, κι εκείνες είναι που μιλούν γι’ αυτούς που φεύγουν.

Η εξαιρετική συλλογή του Ιωάννου, σε ένα μικρό μόνο τμήμα της οποίας στέκομαι εδώ, μου αποκάλυψε κάτι που δεν είχα αντιληφθεί: πέρα από τον θρήνο για τον νεκρό, τα μοιρολόγια αντικρίζουν και το υπερβατικό στοιχείο: απευθύνονται στον Χάρο, τον φέρνουν στα μέτρα τους. Ο Χάρος έχει σπίτι, έχει μιλιά, και υπάρχει και η Χαρόντισσα (άλλοτε μητέρα του κι άλλοτε σύζυγός του). Αυτή η αναμέτρηση των θνητών με τον θάνατο με ανατρίχιασε στην αρχή. Στη συνέχεια όμως θαύμασα πώς, μέσα από το βίωμα του πένθους, η θλίψη για τον νεκρό μεταβολίζεται σε έμμετρο στοχασμό της φύσης του Θανάτου. Η παραδοσιακή αυτή πρακτική αποκτά έτσι χαρακτήρα κάθαρσης γι’ αυτούς που μένουν και την ασκούν.

Κι όμως, η θαυμαστή αυτή παράδοση φαντάζει αντιθετική σε σχέση με τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Σύμφωνα με τις παρούσες κοινωνικές επιταγές, η θλίψη δεν στοιχειοθετείται ως κάτι επιθυμητό, κι η έκφρασή της μάλλον σημείο αδυναμίας αποτελεί. Όσο για τα μοιρολόγια, ή για άλλες θρηνητικές πρακτικές και τελετουργικά, διατηρώ τις αμφιβολίες μου για το αν βρίσκουν κάποια θέση στη διαδικασία του πένθους αυτών που μένουν. Βέβαια, οι ίδιοι οι αποχωρισμοί δεν έχουν μειωθεί, το αντίθετο μάλλον. Αλλά έχουν αλλάξει μορφή. Πώς να πενθήσει κανείς για τη Χιροσίμα, το Ολοκαύτωμα, την επιδημία του AIDS τη δεκαετία του ’80; Είναι σαν να χρειάζεται να βρεθούν νέες μορφές θρήνου.

Και, στα αλήθεια, βρέθηκαν.

Όταν τη δεκαετία του ’80 οι νεκροί από τη μυστηριώδη τότε ασθένεια που ονομάστηκε AIDS και αργότερα έγινε κατανοητή ως σύνδρομο που προκαλείται από τον ιό HIV αφήνονταν στον θάνατό τους αποσιωπημένοι κι αβοήθητοι, οι φωνές που υψώθηκαν υπέρ τους δεν ήταν λίγες. Κι ενώ η οργάνωση ACT UP, με το εμβληματικό σύνθημα «Silence=Death», έφερνε στον δημόσιο λόγο τους homines sacri –αυτούς που δεν έπρεπε να θυσιαστούν, αλλά, αποσυνάγωγοι, δεν έπρεπε ούτε κανείς να τους σώσει– ένας νέος θρήνος υψώθηκε από τη Μανιάτισσα στην καταγωγή Ντιαμάντα Γκαλάς. Η Γκαλάς χρησιμοποίησε τη φωνή της «από τιτάνιο», για να θρηνήσει για όσους χάθηκαν, ασκώντας κριτική στο πώς δεν φαίνεται να αξίζει θλίψη ούτε χαρά για ό,τι θεωρείται σπιλωμένο. Ποιος θα το έλεγε ότι η τριλογία της Masque of the Red Death θα γινόταν ξανά επίκαιρη το 2012, στα καθ’ ημάς. Αλλά εδώ θα μιλήσουμε για ένα άλλο περιστατικό.

Στα καθ’ ημάς, χρόνια μετά, στις 21/09/2018, ένα σώμα πέφτει άψυχο στη Γλάδστωνος, στην Ομόνοια. Χειροπέδες στο άψυχο σώμα, που θεωρείται πιο επικίνδυνο από τους ζωντανούς. Μετά τον χαμό του Ζακ Κωστόπουλου, πέρα από τις νομικές και τις κοινωνικοπολιτικές κινητοποιήσεις, για την απόδοση δικαιοσύνης, αναδύθηκε μια απρόσμενη, συντροφική ανάγκη: η ανάγκη για το πένθος. Πώς πενθεί κανείς για τη Zackie; Πώς πενθεί κανείς το 2018; «Αίφνης, το γκλίτερ έγινε όχι μόνο μνημολογία, αλλά και αντιφασιστικό σύμβολο. Το τακούνι, σύμβολο καταγγελίας της έμφυλης, της ρατιστικής, της κανονικοποιημένης βίας» γράφουν οι Αθανασίου και Παπανικολάου στο Κουήρ Πολιτική και Δημόσια Μνήμη. Αίφνης, άνθρωποι γεμάτοι θλίψη και (στ)οργή βρήκαν καινούριους τρόπους θρήνου. Αυτά αποτελούν πρόσφατη προφορική μνήμη, κι αν τα γράφω εδώ, δεν είναι επειδή τα κατέχω, αλλά για να μην τα χάσουμε, να μην τα ξεχάσουμε.

Και πώς συνδέονται (πού κολλάνε;) όλα τα παραπάνω με τα μοιρολόγια, με τα δημοτικά τραγούδια; Στα σύγχρονα πένθη, μοιάζει σαν η προφορική παράδοση των λαϊκών θρηνητικών ασμάτων που ο Ιωάννου έκανε τον άθλο να αποτυπώσει σε γραπτή μορφή, να μετατρέπεται σε καινούριο τραγούδι, φρέσκο κι αρχαίο μαζί. Διαβάζοντας τα γραμμένα σε βιβλίο δημοτικά τραγούδια, λίγο έλειψε να ξεχάσω ότι αυτά ήταν όλα προφορικά και τραγουδιόνταν. Κι αν σήμερα βέβαια δεν τραγουδιούνται τα ίδια μοιρολόγια, και πάλι, σε άλλες μορφές, είναι παρόντα κι απαραίτητα, και σωπασμό δεν έχουν.

Μοιράσου το με αγαπημένους σου