Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν δύο μικρά παιδιά στα προάστια της Αθήνας. Ας τα ονομάσουμε «Σ.» και «Τ.». Ο Σ. και ο Τ. ήταν από μικροί γείτονες και μεγάλωναν παρέα. Οι μανάδες τους γνωρίζονταν από παλιά, με αποτέλεσμα αρκετά απογεύματα μέσα στη βδομάδα να τα περνάνε μαζί παίζοντας και κάποια λιγότερα διαβάζοντας.
Ο Σ. ζούσε στον πρώτο όροφο ενός μικρού σπιτιού. Φτωχικό και παλιό, που όμως η μητέρα του προσπαθούσε να μην του λείπει τίποτα, όχι πάντα με επιτυχία, χρησιμοποιώντας όλες της τις δυνάμεις. Ο Τ. ήταν πιο τυχερό παιδί και μεγάλωνε σε μια μονοκατοικία χωρίς πραγματικά να του λείπει τίποτα, με τους γονείς του και την αδερφή του. Παρ’ όλες τις διαφορές στις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν, τα δύο παιδιά είχαν δέσει και έκαναν καλή παρέα στα πρώτα χρόνια του Δημοτικού, κι ας πήγαιναν σε διαφορετικά σχολεία.
Ένα Σάββατο απόγευμα, η μητέρα του Τ. του είπε ότι θα πήγαιναν να παίξουν με τον Σ. σε έναν καινούριο παιδότοπο που άνοιξε στην παραλία. Ενθουσιασμένος ο Τ., άρχισε να χοροπηδάει από τη χαρά του. Είχε ακούσει για εκείνον τον παιδότοπο από ένα πάρτι που είχε κάνει ένας συμμαθητής του, αλλά δεν είχε μπορέσει να πάει, μιας και ήταν άρρωστος τότε.
«Θα μας πάει ο μπαμπάς, αγάπη μου, και θα έρθει να μας πάρει μετά» του είπε η μητέρα του όταν τη ρώτησε πώς θα πήγαιναν.
Νωρίς το απόγευμα είχαν φτάσει, και τα δύο παιδιά άρχισαν να παίζουν ξεχύνοντας στα φουσκωτά παιχνίδια όλη τους την ενέργεια. Οι δύο μαμάδες κάθονταν στην καφετέρια του χώρου και συζητούσαν.
«Άσε, φιλενάδα μου» ξεκίνησε η μαμά του Σ. «Απ’ όταν με άφησε ο άντρας μου, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Και οικονομικά, γιατί δεν βγαίνω, και όσο μεγαλώνει ο Σ. θέλει όλο και περισσότερα πράγματα, και κυρίως για το ίδιο το παιδί. Του λείπει ο μπαμπάς του και δεν μπορώ να του πω την αλήθεια γιατί δεν τον βλέπουμε. Δεν θα καταλάβει».
«Σε καταλαβαίνω» απάντησε η μαμά του Τ. «Είναι πολύ δύσκολη κατάσταση. Πρέπει όμως να είσαι περήφανη που καταφέρνεις και μεγαλώνεις ένα παιδί τόσο καλά. Ακόμα και μόνη σου. Δεν είναι εύκολο πράγμα».
Την ίδια ώρα τα παιδιά χοροπηδούσαν ασταμάτητα και γελούσαν. Μέχρις ότου ο Τ. έπεσε κατά λάθος πάνω στον Σ.
«Πρόσεχε, ρε! Δεν βλέπεις μπροστά σου, γαμώτο;» φώναξε ο Σ. στον φίλο του.
«Συγγνώμη» είπε θλιμμένος ο Τ.
«Τι ‘συγγνώμη’; Είσαι πολύ χαζός!»
Η μητέρα του Σ. άκουσε τις φωνές, που κάθε άλλο παρά χαράς ήταν, και πλησίασε.
«Τι έγινε, αγόρια;»
«Ο βλάκας εδώ, έπεσε πάνω μου!» συνέχισε να φωνάζει ο Σ.
«Δεν το έκανα επίτηδες» απάντησε ο Τ. κοιτάζοντας το πάτωμα.
«Ελάτε τώρα. Δεν έγινε κάτι. Σου ζήτησε συγγνώμη ο φίλος σου. Συνεχίστε το παιχνίδι, γιατί θα φύγουμε σε λίγο» είπε η μαμά του Σ., ελπίζοντας πως ηρέμησαν τα πνεύματα, και επέστρεψε στο τραπέζι της.
Την επόμενη μισή ώρα τα παιδιά έδειχναν να διασκεδάζουν πάλι σαν να μη συνέβη τίποτα, και αυτό ηρέμησε τις δύο μαμάδες.
«Παιδιά, ελάτε να ετοιμαστείτε! Πρέπει να φύγουμε σε λίγο» ήταν η σειρά της μαμάς του Τ. να πάει κοντά τους αυτή τη φορά.
Τα δύο αγόρια, με μία υποψία θλίψης στο βλέμμα τους, βγήκαν από τον χώρο του παιχνιδιού και πήγαν να βάλουν τα παπούτσια τους και τα πανωφόρια τους. Ήταν πολύ ιδρωμένα από το παιχνίδι και μύριζαν άσχημα.
Η μαμά του Σ. ευχαρίστησε τον υπεύθυνο του παιδότοπου για το υπέροχο απόγευμα και βγήκαν έξω στη λεωφόρο όπου θα ερχόταν ο μπαμπάς του Τ. να τους πάρει.
Είχαν περάσει περίπου πέντε λεπτά και ο μπαμπάς του Τ. δεν είχε φανεί. Τότε τον πλησίασε ο Σ.
«Δεν θα έρθει ο μπαμπάς σου. Σας παράτησε» του είπε.
«Θα έρθει! Ο μπαμπάς μου δεν θα μας αφήσει!» φώναξε με θυμό ο Τ. στον φίλο του.
Για λίγη ώρα τα αγόρια κρατούσαν τα χέρια των μαμάδων τους, τσαντισμένα και τα δύο, ρίχνοντας σκληρά βλέμματα το ένα στο άλλο.
Το αμάξι του μπαμπά του Τ. πλησίασε και ο άντρας βγήκε έξω.
«Συγγνώμη που άργησα. Έπεσα σε κίνηση. Πώς περάσατε;» είπε ο μπαμπάς του Τ. χωρίς να πάρει απάντηση από τα δύο αγόρια.
Τότε ο Τ. πλησίασε τον Σ.
«Είδες; Σ’ το είπα ότι θα έρθει ο μπαμπάς μου!» είπε και έκανε να μπει στο αυτοκίνητο.
«Ο δικός μου μπαμπάς δεν θα έρθει» είπε χαμηλόφωνα ο Σ. και κοίταξε στο πάτωμα στενοχωρημένος.