When you explain it, it becomes BANAL.

Οδαλίσκη (διήγημα)


Το thumbnail του άρθρου με τίτλο Οδαλίσκη (διήγημα)

Δεν θα ξεχάσω εκείνη την ημέρα. Άνοιξη ήταν, μετά το 2000. Είχαμε κατέβει οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη για τον γάμο. Είχε νοικιάσει τότε ο πατέρας εκείνο το μεγάλο διαμέρισμα, γεμάτο με έπιπλα αντίκες ήταν. Ξύλινο σκρίνιο, παμπάλαιο έμοιαζε, τεράστια τραπεζαρία για 7-8 άτομα, σαλόνι με τριθέσιο και διθέσιο καναπέ, λευκό ύφασμα, ξύλινος σκελετός, γραμμόφωνο στον μπουφέ, πορσελάνες, παλιοί πίνακες περιστοιχισμένοι από περίτεχνες κορνίζες. Σαν να έμπαινες σε σπίτι από άλλον αιώνα φάνταζε. Θα μέναμε εκεί μερικές μέρες. «Να μη δούμε και τη Σαλονίκη;» είχε πει ο πατέρας μου στη μάνα μου για να την καλοπιάσει που είχε ξοδέψει τόσα χρήματα. Οι γονείς μου, τ’ αδέρφια μου, κι εγώ. Η γιαγιά και ο παππούς –ζούσαν ακόμα τότε– θα έρχονταν αργότερα, για τη μέρα του γάμου μονάχα. Το σπίτι μάς χώραγε άνετα.

Εκείνη την εποχή θυμάμαι πως πηγαίναμε αβέρτα σε γάμους και βαφτίσια. Δυο σόγια μεγάλα, πολλοί θείοι, θείες, ξαδέρφια. Όλο σε γλέντια ήμασταν. Τα αδέρφια μου δεν τα θυμούνται καλά, ήταν μικρά ακόμα τότε. Εγώ θυμάμαι όμως. Κάθε τρεις και λίγο άντε πάλι για ψώνια, φορέματα, καινούριο πουκάμισο για τον μπαμπά, κοστουμάκια ασορτί για τα δίδυμα, ιστορίες. Κι εγώ πώς δεν τα ήθελα εκείνα τα φουστανάκια που με έβαζε η μάνα να φοράω! Εφιάλτης μου από τότε τα καλσόν. Μαζευτήκαμε, λοιπόν, ξανά η οικογένεια, στη συμπρωτεύουσα αυτή τη φορά, για τον γάμο της θείας, της μικρής αδερφής της μαμάς μου, που είχε αργήσει, λέγανε, να παντρευτεί γιατί σπούδαζε. Έπαιρνε έναν συνάδελφό της από την τράπεζα, τον Γιάννη. Μια φορά τον είχα δει όλο κι όλο, τα Χριστούγεννα που είχαν έρθει από το σπίτι με τη θεία να τον γνωρίσουμε επιτέλους. Μας είχαν φέρει δώρα πολλά, θυμάμαι.

Άνοιξη ήταν, ναι, δεν θυμάμαι ημερομηνία ακριβώς, μονάχα ότι το Πάσχα έπεφτε νωρίς εκείνη τη χρονιά, οπότε ίσως να ’ταν και Απρίλης. Ανήμερα του γάμου, πρωί. Η γιαγιά και ο παππούς είχαν φτάσει την προηγούμενη μέρα και ετοιμάζονταν να πάνε από της θείας. Η μάνα είχε μόλις τελειώσει το σιδέρωμα των ρούχων για το απόγευμα και κοιτούσα ηττημένη το λουλουδάτο μπλουζάκι με την ασορτί φούστα και το άσπρο καλσόν που θα έπρεπε να φορέσω. Είχε προηγηθεί καβγάς μεταξύ μας για το συγκεκριμένο συνολάκι, που διακόπηκε απότομα από την παρέμβαση του πατέρα «Αυτό πήραμε, αυτό θα βάλεις. Τελεία και παύλα». Η μαμά είχε μόλις κρεμάσει το φρεσκοσιδερωμένο σακάκι του μπαμπά από μια κρεμάστρα στο πόμολο της πόρτας όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσα. Ήταν η θεία και ακουγόταν περίεργα. Έδωσα το ακουστικό στη μαμά και έστησα αυτί. «Τι λες, Νίκη; Μίλα πιο σιγά! Τι έγινε, λέει; Είσαι σοβαρή; Τι είναι αυτά που λες»; Παύση. Όλοι κοιτούσαμε τη μαμά απορημένοι, ενώ εκείνη αντάλλαξε ένα βλέμμα απροσδιόριστο με τον πατέρα. «Ερχόμαστε από εκεί» είπε η μαμά κι ακούμπησε το ακουστικό τόσο δυνατά στη βάση του που απόρησα πώς και δεν έσπασε. Ντύθηκαν με τον μπαμπά άρον άρον κι έφυγαν, μας άφησαν εμάς με τη γιαγιά και τον παππού.

Ο γάμος ακυρώθηκε. Τζάμπα τα ρούχα και οι ετοιμασίες. Δεν κατάλαβα γιατί, παρά ύστερα από χρόνια, όταν ήμουν πια αρκετά μεγάλη για να μου πει η μαμά τον πραγματικό λόγο που η θεία έμεινε στο ράφι. Σε μια κίνηση απελπισμένης ειλικρίνειας, ο Γιάννης, ο υποψήφιος γαμπρός, εξομολογήθηκε στη μέλλουσα σύζυγό του το μυστικό που κρατούσε τόσο καλά φυλαγμένο που κανένας δεν το είχε πάρει χαμπάρι. Είχε, λέει, παλιά μια αγαπητικιά και μια κόρη εκτός γάμου, μικρό παιδί, και τους έστελνε λεφτά κάθε μήνα. Έπεσε έξω ελπίζοντας πως η θεία θα εκτιμούσε την ευθύτητά του. Τον διαολόστειλε και ακύρωσε τα πάντα. Έπρεπε να συγκρατήσουν τον παππού να μην τον κυνηγήσει για να ζητήσει τα ρέστα για το στερνοπούλι του, μου είπαν.

Εκείνο το βράδυ, όταν η μαμά γύρισε στο σπίτι για να μας τακτοποιήσει και να πάρει κάποια πράγματα, αφού θα έμενε στης θείας για λίγο, είχα καρφώσει το βλέμμα μου στον πίνακα με τη γυμνή οδαλίσκη πάνω από το κρεβάτι των γονιών μου – έτσι μου είχε πει ο μπαμπάς ότι τη λένε. Την περιεργαζόμουν όταν η μαμά σταμάτησε να με χαιρετήσει για το βράδυ. Την αγκάλιασα και της είπα πως η θεία ήταν τυχερή που δεν θα χρειαζόταν να ντυθεί μπομπονιέρα, όπως την είχαμε δει στην πρόβα. Εκείνη μονάχα γέλασε και είπε «στάσου να μεγαλώσεις». Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν το λουλουδένιο συνολάκι και το καλσόν, που δεν χρειαζόταν πια να φορέσω. 


Μοιράσου το με αγαπημένους σου