ΙΙΙ
(συνέχεια από το προηγούμενο...)
Σκοτάδι. Φως. Σκοτάδι. Και έπειτα ξανά φως.
Βρίσκομαι στο αμπάρι του Αμπουέλα. Δύο άντρες σκυμμένοι χειρονoμούν – η έκσταση του παιχνιδιού. Επιφωνήματα χαράς, κατάρες και βλαστήμιες. Ο ένας Ιταλός, ο άλλος Έλληνας. Τους αναγνωρίζω. Ο Ρικάρντο και ο Αντώνης. Παίζουν ζάρια. Στο κέντρο υπάρχει μία μικρή στοίβα με χρήματα. Υπάρχουν και κέρματα στον σωρό, η αξία τους μηδενική. Πηγαίνουν για τα πολλά, ρισκάρουν. «Οκτώ!» φωνάζει ο Ιταλός και ρίχνει τα ζάρια. Οι πλευρές τους αναπηδούν, τέσσερα μάτια τα κοιτάζουν καρφωμένα, ενώ κυλούν. Ο Αντώνης προσεύχεται στον Άγιο Γεώργιο, ο Ρικάρντο σιγοτραγουδά το Ave Maria. Οι φωνές τους μπλέκονται με τα ουρλιαχτά των λοστρόμων. «Γρήγορα, τα πανιά! Πλησιάζει τρικυμία!» Δεν ακούν. H προσοχή τους στραμμένη στα δύο ξύλινα εξάεδρα.
Οκτώ.
Το πλοίο κλυδωνίζεται συθέμελα. Ο Ρικάρντο τείνει το χέρι του να αρπάξει τα κερδισμένα, μα ο Αντώνης τον σταματά. «Κοίτα καλύτερα». Ο Ρικάρντο κοιτάζει. Δύο συν τέσσερα, έξι. «Όχι» του απαντά. «Έχασες». Ο Ρικάρντο αντιδρά. Σπρώχνει τον φίλο του με δύναμη. O Αντώνης γλιστρά προς τα πίσω και χτυπάει το κεφάλι του στο κομό. Απορεί. Το αποτέλεσμα της ριξιάς ήταν έξι. Ο φίλος του προσπάθησε να κλέψει. Μέσα του η πύρινη οργή φουντώνει. Ο μισθός του αχθοφόρου είναι ανεπαρκής. Xρειάζεται χρήματα. Ο Ρικάρντο αντιλαμβάνεται τις σκέψεις του Αντώνη. Σκύβει και μαζεύει όπως όπως τα χρήματα. Τα κέρματα αποκτούν αξία, η ζωή τη χάνει. Με έναν γρήγορο δρασκελισμό ο Αντώνης τον πλησιάζει, σκύβει δίπλα του και προσπαθεί να αποσπάσει από τον σωρό όσα περισσότερα μπορεί.
«Κέρδισα!» φωνάζει ο ένας. «Eγώ κέρδισα!» φωνάζει ο άλλος.
Πιάνονται στα χέρια. Τα ζάρια κροταλίζουν στα πόδια τους. Kάποιος τα κλωτσάει και εξαφανίζονται στο αμπάρι. Χάνουν την αξία τους, η επιβίωση την αποκτά. Κάποιος κρατάει μαχαίρι, κάποιος σηκώνει τα χέρια ψηλά. «Δικά σου» του λέει, όμως η εμπιστοσύνη έχει πετάξει μακριά, σε τόπους εξωτικούς. Υψώνει τη λεπίδα και την κατεβάζει με δύναμη.
Το τοπίο αλλάζει. Σκοτάδι. Φως. Σκοτάδι. Έπειτα ξανά φως.
Βρίσκομαι στην κάμαρα της Δόνας Τζούλια στη Γρανάδα. Κάθεται στην καρέκλα της και παρακολουθεί τον ήλιο να κρύβεται πίσω από το κάστρο της Αλάμπρα. Κρατάει στα χέρια της ένα εργόχειρο και πνίγει έναν λυγμό. Θέλει να του μιλήσει, να του εξηγήσει ότι όσα πιστεύει για εκείνη είναι αποκυήματα της φαντασίας του. Θέλει να τον λογικέψει, να προτάξει την αλήθεια απέναντι στο ψέμα. Δεν του ανήκει, ποτέ δεν του ανήκε. Είναι ελεύθερη, όπως τα πουλιά που κελαηδούν στους βασιλικούς κήπους της Μάλαγας. Το στενόχωρο δωμάτιο την πνίγει. Θέλει να χορέψει, να κόψει από τη μέση της τα βαρίδια που τη βουλιάζουν καθημερινά στον απύθμενο βούρκο της ανυπαρξίας. «Ελεύθερη» σκέφτεται και χαμογελά. Επιστρατεύει όλο το θάρρος της, σηκώνεται και πηγαίνει προς την πόρτα.
Στέκεται ακίνητη.
Ακούει βήματα, τα δικά του βήματα. Τρικλίζει. Στην προσπάθεια να κρατηθεί όρθιος, σπάει τα πορσελάνινα βάζα στον διάδρομο. Η πόρτα ανοίγει διάπλατα και από μέσα εμφανίζεται ο Δον Μπαζίλιο. Το βλέμμα του θολό, μεθυσμένο. Το μίσος έχει ήδη παρεισφρήσει μέσα του. «Πού πας;» τη ρωτά, μα δεν περιμένει απάντηση. Τη σπρώχνει με δύναμη μακριά του. Η Δόνα Τζούλια αντιστέκεται. Καταφέρνει να κρατήσει την ισορροπία της.
«Κάνεις λάθος, Μπαζίλιο. Ποτέ μου δεν σκέφτηκα να...»
«Πάψε! Μου ανήκεις! Δεν έχεις λόγο, γυναίκα!»
Η λάμα του μαχαιριού γυαλίζει στις τελευταίες ηλιαχτίδες του ανδαλουσιανού ήλιου. Κλείνω τα μάτια. Ξέρω τι θα συμβεί. Η καρδιά μου κοντεύει να σπάσει.
Το τοπίο αλλάζει. Σκοτάδι. Φως. Σκοτάδι. Έπειτα ξανά φως.
Βρίσκομαι σε μία καλύβα κάπου στην Αφρική. Ένας άντρας σφυρηλατεί ένα μαχαίρι. Το αναγνωρίζω αμέσως. Δίπλα του μία γυναίκα και ένα μικρό αγόρι. Φαίνονται αγαπημένοι, ο άντρας υπερήφανος για το έργο του. Το σηκώνει ψηλά και το επεξεργάζεται.
Το προσφέρει στον γιο του. Το πρόσωπο του μικρού φωτίζεται.
«Να το χρησιμοποιήσεις σε περίπτωση ανάγκης. Οι καιροί είναι σκοτεινοί. Πρέπει να προσέχουμε. Η απειλή θα χτυπήσει την πόρτα μας ξανά».
Ο μικρός φαίνεται απορημένος. Παρ’ όλα αυτά, το κρεμάει στο ζωνάρι του. Κάθονται στο τραπέζι. Τρώνε.
Το τοπίο αλλάζει. Σκοτάδι. Φως. Σκοτάδι. Έπειτα ξανά φως.
Το χωριό καίγεται. Ουρλιαχτά πανικού σκίζουν τα τύμπανά μου. Παρατηρώ το περιβάλλον γύρω μου. Κάποιοι έχουν συλληφθεί και σέρνονται με αλυσίδες, άλλοι τρέχουν πανικόβλητοι να ξεφύγουν από την αιχμαλωσία. Μάταια. Τα μάτια μου πέφτουν στο μικρό αγόρι που προτάσσει το μαχαίρι μπροστά, για να προστατεύσει τους γονείς του. Ο άγνωστος άντρας γελάει. «Τι θα κάνεις με αυτό;» Ο πατέρας του έχει τραυματιστεί, η γυναίκα του βρέχει τις πληγές του με τα δάκρυά της.
Το τοπίο αλλάζει. Σκοτάδι. Φως. Σκοτάδι. Έπειτα ξανά φως.
Το τραχύ χέρι του άγνωστου εισβολέα σηκώνει το μαχαίρι από το έδαφος. Αποστρέφω το βλέμμα μου από το εσωτερικό της καλύβας. Το θέαμα είναι φρικτό.
Ρίχνω άγκυρα.
Επιστρέφω. Ένας άντρας σφυρηλατεί ένα μαχαίρι. Τον ξέρω αυτόν τον άντρα. Φαίνεται υπερήφανος. Δίπλα του η γυναίκα και το παιδί του τον περιμένουν για φαγητό. Τον πλησιάζω και του ψιθυρίζω στο αφτί.
«Φύγετε. Ο εχθρός πλησιάζει».
Ο άντρας αναρριγά. Νομίζει πως κάποιο πνεύμα συνομιλεί μαζί του. «Το πνεύμα των προγόνων μίλησε. Κινδυνεύουμε» γνωστοποιεί αργότερα στο συμβούλιο της φυλής. Μαζεύουν τα λιγοστά τους υπάρχοντα. Φεύγουν.
Επιστρέφω.
Ανοίγω τα μάτια και βρίσκομαι πάλι στο παλαιοπωλείο. Αισθάνομαι την παλάμη μου ελαφριά, άδεια. Ο κύριος Σωκράτης με κοιτάζει με θαυμασμό.
«Εύγε, Ιωάννη» μου λέει περιχαρής, «τα κατάφερες.» Προσπαθώ να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς συνέβη, τι ήταν αυτό που κατάφερα, αλλά η λογική μου αποτυγχάνει να το συλλάβει.
«Τους έσωσες. Έσωσες ένα ολόκληρο χωριό. Και μαζί έσωσες και εκατομμύρια άλλες ζωές. Κοίτα». Ο κύριος Σωκράτης παίρνει στα χέρια του μία σκονισμένη εγκυκλοπαίδεια με τίτλο Η ιστορία του Φλαμένκο. Ξεφυλλίζει βιαστικά τις πρώτες σελίδες, αναζητώντας κάποιο συγκεκριμένο κεφάλαιο. «Ορίστε, αυτό εδώ ίσως σε πείσει». Χτυπά απαλά τον δείκτη του στην αρχή της σελίδας 44.
«Η Τζούλια Χιμένες Ντίαζ γεννήθηκε το 1873 στη Γρανάδα. Ο πατέρας της, Φρανσίσκο, εργαζόταν ως τσαγκάρης και η μητέρα της, Μαρία, ως μαγείρισσα σε σπίτια πλουσίων. Σε ηλικία δεκατριών χρονών εργάστηκε ως παρακόρη στην ταβέρνα του Ραούλ Λόπεζ, όπου εκεί γνώρισε την τέχνη του Φλαμένκο. Ύστερα από προτροπή του ίδιου του Ραούλ, η μικρή Τζούλια άρχισε να χορεύει τα βράδια δίπλα στις πιο γνωστές χορεύτριες, ξεδιπλώνοντας αμέσως το ταλέντο της και κερδίζοντας επάξια μία θέση στις πιο γνωστές bailaoras της εποχής. Το άστρο της έλαμψε. Όλοι στην Ανδαλουσία μιλούσαν για τη νεαρή Τζούλια που μπορούσε να απαλύνει το πόνο κάθε ανθρώπου με τις αέρινες κινήσεις της, το μπρίο και το φλογερό ταμπεραμέντο της.
»Σε μία τυχαία επίσκεψη στο καπηλειό του Ραούλ, ο Δον Μπαζίλιο την είδε να χορεύει και την ερωτεύτηκε. Τόσο μεγάλος ήταν ο θαυμασμός του, που, όταν τελείωσε ο χορός, της ζήτησε να περπατήσουν μαζί στα σοκάκια. Οι μέρες πέρασαν, ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλον, και μέσα σε λίγους μήνες παντρεύτηκαν. Όμως ο Δον Μπαζίλιο μετατράπηκε σε δυνάστη. Της απαγόρευσε να χορεύει και την κράτησε κλειδωμένη στον πύργο του, μακριά από τα κακόφημα στέκια και τα αδηφάγα βλέμματα των μεθυσμένων ναυτικών. Η Δόνα Τζούλια υπέφερε. Όταν τον παρακαλούσε να την αφήσει ελεύθερη, για να εξασκήσει τη μοναδική τέχνη που της έδινε ζωή, εκείνος γινόταν βίαιος, χειροδικούσε και φώναζε μανιασμένος.
»Μία νύχτα, η Δόνα Τζούλια απέδρασε. Δυστυχώς, δεν έχουν διασωθεί πληροφορίες για εκείνο το περιστατικό. Ελεύθερη πια, ταξίδεψε σε όλη την Ανδαλουσία, διαδίδοντας σε νεαρά κορίτσια την τέχνη του Φλαμένκο. Μέχρι σήμερα, το όνομά της εμπνέει χιλιάδες κακοποιημένες κοπέλες…»
Χαμογέλασα. Άραγε, πόσες ιστορίες να γράφτηκαν αλλιώς;