When you explain it, it becomes BANAL.

Ο ναυτικός και το μαχαίρι (ΙΙ) (διήγημα)

Το thumbnail του άρθρου με τίτλο Ο ναυτικός και το μαχαίρι (ΙΙ) (διήγημα)

ΙΙ

              (συνέχεια από το προηγούμενο...)

 

Για καλή μου τύχη, ο κύριος Σωκράτης δεν άργησε να φανεί. Είχε τελειώσει γρήγορα με τα της Εφορίας και με ρώτησε εάν ήθελα να κλείσουμε νωρίτερα το μαγαζί, για να τσιμπήσουμε κάτι – δικό του κέρασμα. Προτού προλάβω να απαντήσω, διάβασε τον πανικό στα μάτια μου.

«Τι τρέχει, Ιωάννη;» με ρώτησε με πατρικό ενδιαφέρον. Του εξήγησα την κατάσταση, την αγορά του μαχαιριού, τον κύριο Μιχάλη και το παράξενο περιστατικό με τη λεπίδα. Μου ζήτησε να του το δείξω, όμως αρνήθηκα κατηγορηματικά. Φοβόμουν ότι η ίδια αποτρόπαιη μοίρα θα τον χτυπούσε, όπως χτύπησε και εμένα. Ο μολυσματικός ιός θα άλλαζε ξενιστή και θα φώλιαζε στο σώμα ενός αθώου.

«Αθώος» σκέφτηκα και αναρρίγησα. Εγώ ήμουν αθώος, αλλά πόσο σίγουρος ήμουν για τον κύριο Μιχάλη; Αν ο μυστηριώδης άντρας είχε χρησιμοποιήσει το μαχαίρι για κάποιον υποχθόνιο σκοπό, για κλοπή ή για εκφοβισμό ίσως, ακόμα και για φόνο; Το κρατούσα σφιχτά στην παλάμη μου θηκαρωμένο, η κόψη να κοιτάζει προς τα πίσω.

Καθώς ο κύριος Σωκράτης προσπαθούσε να με συνεφέρει, μία αλλόκοτη δύναμη σαν εξωκοσμική αύρα με ταρακούνησε ολοκληρωτικά. Έμοιαζε λες και κάποιος σιγοψιθύριζε λόγια, χωρίς πραγματικά να μπορώ να καταλάβω ακριβώς το νόημά τους. Τυχαία γράμματα της αλφαβήτου, σκόρπιες λέξεις δίχως νόημα.

Ντον… Μπαζίλιο… Κόντε… Αντόνιο… Ρικάρντο… Φθόνος… Θλίψη… Ζήλεια…

Οι λέξεις επαναλαμβάνονταν, και με κάθε επανάληψη μπορούσα να δω σαν ταινία μικρού μήκους διάφορες σκηνές να περνούν μπροστά μου. Όμως ο σκηνοθέτης δεν κρατούσε την κάμερα πίσω από τους ηθοποιούς. Την κρατούσε κολλητά στη λαβή του μαχαιριού. Η καλά ακονισμένη λεπίδα προεξείχε και κυκλοφορούσε στον χώρο σαν τον αγκυλωμένο δείκτη του πιο ισχυρογνώμονα ανθρώπου. Δεν έβλεπα τον Ντον Μπαζίλιο, ούτε τον Κόντε Αντόνιο. Με κάποιον ανεξήγητο τρόπο ήξερα πως αυτοί κρατούσαν τη λαβή του καταραμένου μαχαιριού. Αντ’ αυτού, έβλεπα τη Δόνα Τζούλια να κλαίει γοερά και να παρακαλά τον άντρα της να σταματήσει να τη χτυπάει, τον Κόντε Μιγκέλ Ντε Λα Πουέρτα να τρέχει πανικόβλητος, για να ξεφύγει από τον οργισμένο του αδερφό, τον Αντώνη τον ναύτη να σηκώνει τα χέρια του ψηλά σε ένα βρωμερό αμπάρι ενός καραβιού κατά τον γυρισμό του στη Μασσαλία.

Είδα και άλλα πρόσωπα. Είδα το παρόν να αναμειγνύεται με το παρελθόν και να σχηματίζει έναν κακοήθη όγκο από αποτρόπαια εγκλήματα. Οι εποχές άλλαζαν, τα ρούχα των πρωταγωνιστών άλλαζαν, οι φυλές, οι χρονολογίες, οτιδήποτε είχε να κάνει με τον χώρο, τον τόπο και τον χρόνο, άλλαζε. Αυτό που παρέμενε ίδιο σε κάθε περίπτωση ήταν το συναίσθημα, η οργή, η ζήλεια, ο φθόνος, η ανάγκη να εξουσιάσεις κάτι που δεν σου ανήκε.

Το φιλικό σκούντημα του κύριου Σωκράτη ήταν βάλσαμο. Χαλάρωσα. Μου ζήτησε να κάτσω στην καρέκλα, μου πρόσφερε νερό και χαρτομάντηλα. Χωρίς να το συνειδητοποιήσω, είχα βάλει τα κλάματα. Το μαγαζάκι θόλωσε, η μορφή του κύριου Σωκράτη ρευστοποιήθηκε.

Ψέλλισα: «Βοήθεια», και μέχρι σήμερα, καθώς διηγούμαι τα όσα έζησα τότε, δεν μπορώ να καταλάβω τι ήταν αυτό που μου έδωσε κουράγιο, για να προσφωνήσω αυτές τις λέξεις. Η σιγουριά ότι δίπλα μου έστεκε ο πιο έμπιστος άνθρωπος του κόσμου; Η ανάγκη να ξεφύγω από αυτή την ολέθρια κατάσταση; Ή μήπως κάτι ανώτερο, κάτι που ενυπήρχε μέσα μου δίχως να το γνωρίζω;

«Όλα θα πάνε καλά» μου είπε ο φιλήσυχος γέροντας. «Η ψυχή σου είναι αγνή. Το ξέρω».

Τα λόγια του μου προσέδωσαν περισσότερο άγχος. Προσπάθησα να τα αποκωδικοποιήσω. Μάταια. Αγχώθηκα, αγχώθηκα πολύ, όχι γιατί δεν ήξερα πώς να αντιδράσω, αλλά γιατί ο κύριος Σωκράτης έριχνε όλο το βάρος του προβλήματος πάνω μου. Ήμουν νέος, άβγαλτος και, προπαντός, αμόρφωτος στα μυστήρια του σύμπαντος.

Σαν από ένστικτο, κατάλαβε τον πανικό μου. Με αργή, καθαρή φωνή είπε:

«Το μαχαίρι που κρατάς είναι καταραμένο. Σφυρηλατήθηκε από άγνωστο χέρι με σκοπό να σκοτώσει. Το μίσος του μετουσιώθηκε στη λάμα του. Ύψωσε τη φωνή του ζητώντας εκδίκηση για κάποιον άγνωστο προς εμένα σκοπό, και το κρύο μέταλλο τον άκουσε. Του ζήτησε να του προσφέρει αίμα, και αυτός υπάκουσε. Του ζήτησε να σκαλίσει μία άγκυρα στη λαβή, και αυτός δεν αναρωτήθηκε τον λόγο, απλώς το έπραξε. Έγινε έρμαιο των παθών του, μόλυνε την ίδια του την ύπαρξη με άσβεστο μίσος για την ανθρωπότητα, μετέτρεψε το εργαλείο που θα έθρεφε ολόκληρη την οικογένειά του σε εργαλείο θανάτου. Ήθελε να γίνει ο αρχηγός και τα κατάφερε. Ήθελε να πάρει εκδίκηση και την πήρε. Στο τέλος, έμεινε μόνος του, όπως μόνος του μένει και κάθε άνθρωπος που τυφλώνεται από τη δίψα του για περισσότερα. Ο κύκλος της βίας συνεχίζεται αέναα. Αυτόν τον κύκλο πρέπει να σπάσουμε. Και ξέρω τον τρόπο. Η σκαλισμένη άγκυρα στη λαβή. Η άγκυρα είναι το κλειδί».

Καθώς ο κύριος Σωκράτης μού εξιστορούσε το παρελθόν, το μαχαίρι παλλόταν στο χέρι μου, με εκλιπαρούσε σαν μικρό παιδί να το στρέψω εναντίον του και να δώσω τέλος. «Για το καλό σου» έλεγε, «σου λέει ψέματα ο γέρος».

Όπως ήταν φυσικό, παράκουσα τις εντολές του. Φαντάστηκα τον κύριο Σωκράτη αιμόφυρτο να εκλιπαρεί να σταματήσω, και εγώ από πάνω του, παραδομένος στη δολοφονική έκσταση, να συνεχίζω αέναα το έργο που προόριζε το μαχαίρι για κάθε ιδιοκτήτη. Ο κύκλος της βίας έπρεπε να σπάσει. Και θα έσπαγε. Μαζί θα τα καταφέρναμε. Μπορεί να ήμουν άβγαλτος και νέος, όμως η ψυχή μου ήταν καθαρή. Όλες οι προτροπές, όλες οι εικόνες που έπλαθε στο μυαλό μου εκείνο το ζωντανό πράγμα, έπεφταν στον γκρεμό. Δεν ήθελα το μικρό μαγαζάκι, δεν ήθελα να κάνω δικά μου τα σπάνια αντικείμενα. Ήθελα απλώς να τελειώσει αυτό το μαρτύριο, να βρω ξανά τη χαμένη μου ψυχική ηρεμία.

«Ιωάννη, θα σου ζητήσω κάτι τρομερά δύσκολο. Θέλω να κλείσεις τα μάτια και να ταξιδέψεις στο παρελθόν. Να δεις όλες τις σκηνές, όλα τα περιστατικά. Να γνωρίσεις τους θύτες και τα θύματα, να ανακαλύψεις τους λόγους που οι προηγούμενοι κάτοχοι ύψωσαν το χέρι εναντίον των αθώων. Γίνε το θύμα, όχι ο θύτης. Μόνο έτσι θα καταλάβεις. Μόνο έτσι θα βρεις τον τρόπο να επιστρέψεις στο παρελθόν. Η ώρα είναι τώρα. Έχεις μία ευκαιρία. Μία μονάχα. Περιθώρια λάθους δεν υπάρχουν. Εσύ ενάντια στην απύθμενη κακία ολόκληρου του κόσμου. Θα τα καταφέρεις, πιστεύω σ’ εσένα. Όταν αισθανθείς ότι βρήκες την απάντηση, ρίξε άγκυρα».

Ακολούθησα κατά γράμμα τις οδηγίες του σοφού γέροντα. Γύρισα στο παρελθόν, είδα τα γεγονότα, έκλαψα και σκοτώθηκα εκατοντάδες φορές. Όμως μέσα στον συρφετό των φρικιαστικών εικόνων, βρήκα μία μικρή αχτίδα φωτός, και εκεί έριξα άγκυρα.

Έφτασα στην αρχή, τη στιγμή που ο νεαρός σιδηρουργός σφυρηλατούσε εκείνο το μικρό, θανατηφόρο εργαλείο.

Ήταν η πρώτη φορά που ο κύριος Σωκράτης έκανε λάθος. Δεν είχε φτιαχτεί, για να σκοτώσει. Είχε φτιαχτεί, για να προστατεύσει.

 

Συνεχίζεται…


Μοιράσου το με αγαπημένους σου