Η Τίνα και ο Χάρης παίζουν χαρτιά. Παίζουν ξερή, καθισμένοι αντικριστά, σχεδόν στη μέση ενός ξύλινου τραπεζιού πικ-νικ. Έχει νυχτώσει εδώ και ώρα και το παιχνίδι τους φωτίζεται από ένα αναμμένο αρωματικό κερί κατά των κουνουπιών που έφεραν μαζί τους από το σπίτι. Δεν τους νοιάζει που κάθονται σχεδόν στη μέση του τραπεζιού που χωράει άνετα οχτώ άτομα. Δεν τους νοιάζει, κι ας είναι μόνο δύο. Είναι αρχή καλοκαιριού και στο κάμπινγκ είναι ήρεμα ακόμα. Έχει νυχτώσει, και η μικρή τους γειτονιά σκηνών φωτίζεται από καύτρες τσιγάρων που εμφανίζονται και εξαφανίζονται σαν πυγολαμπίδες, από φακούς που αναζητούν αγωνιωδώς το σωστό χρώμα πλαστικού, από μικρές φορητές λάμπες με μπαταρία. Κουβέντες και γέλια ακούγονται από δυο τρεις παρέες που κάθονται παραπέρα. Δεν υπήρχε λόγος να στριμωχτούν. Δεν τους νοιάζει που είναι δύο, αλλά κάθονται σε ένα τραπέζι για οχτώ. Αν κάποιος εμφανιστεί μέσα στο σκοτάδι και θελήσει να καθίσει, θα κάνουν στην άκρη. Τα κλαδιά των δέντρων από πάνω τους κρύβουν τη θέα των άστρων.
Η Τίνα ανάβει τσιγάρο. Καπνίζει λίγο παραπάνω τελευταία. Ο Χάρης πρότεινε να παίξουν ξερή, για να της φτιάξει το κέφι. Κάποτε του είχε πει πως συνήθιζε να παίζει μαζί με τον αγαπημένο της παππού στο μπαλκόνι του σπιτιού του στη Θεσσαλονίκη. Συμφώνησε χωρίς να πει πολλά. Όπως συνήθιζε να κάνει τελευταία. Κοιτάει τα χαρτιά ανόρεχτα, ρουφά μια τζούρα τσιγάρο και πετάει ένα τρία μπαστούνι στην ανάκατη στοίβα δίπλα στο κερί. Όποτε τα χαρτιά της στοίβας απλώνονται, ο Χάρης τα συμμαζεύει, οι γωνίες να εφάπτονται, ώστε τα φύλλα να σχηματίζουν πλέον ένα φαινομενικά συμπαγές παραλληλεπίπεδο. Σαν κουτί. Αυτό την εξοργίζει, κι έτσι τα πετάει επίτηδες όπως να ’ναι. Εκείνος συμμαζεύει και τοποθετεί ευλαβικά το δικό του χαρτί ακριβώς επάνω στο προηγούμενο.
Είναι σειρά του τώρα. Βαλές μπαστούνι, τα μαζεύει στην άκρη. Η Τίνα παίζει ντάμα καρό, ο Χάρης ντάμα κούπα. Ξερή. Μαζεύει. Παίζουν αμίλητοι. Εκείνη είναι προσηλωμένη στα φύλλα της, ενώ εκείνος της ρίχνει κλεφτές ματιές σαν να φοβάται μήπως του αντιγυρίσει το βλέμμα και κοιταχτούν κατάματα. Για κακή του τύχη, κερδίζει και το τρίτο από τα παιχνίδια που έπαιξαν. Τα κουτάκια μπίρας πάνω στο τραπέζι είναι άδεια. Κι άλλο τσιγάρο. Θα το καταλάβαινε, αν την άφηνε να κερδίσει, και θα τσατιζόταν περισσότερο. Γι’ αυτό έπαιζε όπως θα έπαιζε με τον οποιονδήποτε. Δεν του λέει τίποτα που κέρδισε, ούτε έπαινο, ούτε ανταγωνιστικό σχόλιο για τη ρεβάνς, κι αυτό τον τρομάζει πιο πολύ. Ήταν πάντα ανταγωνιστική, όταν έπαιζαν παιχνίδια.
Η Τίνα καρφώνει το βλέμμα στον Χάρη που ανακατεύει τώρα την τράπουλα κοιτώντας τα χέρια του. Γέρνει λίγο δεξιά το κεφάλι της και παρακολουθεί το ανακάτεμα, ώσπου…
«Γιατί ήρθαμε ως εδώ, για να παίξουμε χαρτιά;»
«Νόμιζα πως σου άρεσε».
«Πριν χρόνια, ίσως».
Σταματάει το ανακάτεμα, αφήνει την τράπουλα.
«Θέλεις να σταματήσουμε;»
«Θέλω να το αφήσουμε».
«Καλά, δεν χρειάζεται να παίξουμε άλλο».
«Δεν εννοώ το παιχνίδι. Γιατί με έφερες εδώ; Για να κάνουμε μπάνιο στη θάλασσα, να φάμε, να παίξουμε χαρτιά, να πιούμε μπίρες όπως παλιά, λες και δεν άλλαξε τίποτα; Λες και όλα είναι καλά;»
«Ήλπιζα πως ίσως είχες αλλάξει γνώμη».
Πέφτει σιωπή. Το τσιγάρο μισοτελειωμένο ανάμεσα στα δάχτυλά της περιμένει την επόμενη ρουφηξιά. Ακούγονται μόνο τα πουλιά, το θρόισμα των φύλλων στο δροσερό αεράκι και το σούσουρο από τις κοντινές σκηνές.
«Ας πάμε για ύπνο καλύτερα».
Πετάει το τσιγάρο στο κουτάκι της μπίρας και σηκώνεται βιαστικά. Σηκώνεται κι εκείνος τότε, άγαρμπα, σφηνώνει το πόδι στο άνοιγμα του τραπεζιού, προσπαθεί να την προφτάσει, να την πείσει για κάτι.
Μερικές φορές ένα «κρακ» αρκεί, για να ξεκαθαρίσει μια κατάσταση. Να κινητοποιήσει. Μια ρωγμή να ανοίξει, κάτι που σπάει να φέρει μαζί του τη ρήξη, να επέλθει σύγκρουση, συμβιβασμός ή αποχωρισμός.
Κρακ, κρακ, κρακ.
Δεν το είδαν να συμβαίνει. Είχαν την πλάτη γυρισμένη. Άκουσαν μόνο, και μόνο τότε γύρισαν να δουν. Στο σημείο ακριβώς που κάθονταν πριν από λίγο, εμφανίστηκε ένα μεγάλο κλαδί, ουρανοκατέβατο.
Το κλαδί πιάνει όλο σχεδόν το μήκος του τραπεζιού. Καρφώνεται. Ραγίζει το ξύλο. Εκσφενδονισμένα κουτάκια μπίρας έχουν πέσει στο χορτάρι, το σπασμένο πλέον βαζάκι έχει σφηνώσει κάτω από το βάρος του κλαδιού, από το κερί ξεφυτρώνει μια λωρίδα καπνού. Τραπουλόχαρτα είναι σκορπισμένα πάνω και γύρω από το τραπέζι.
Την κρατάει ακόμα από τους ώμους από την τρομάρα του, κι όταν εκείνη το συνειδητοποιεί, τραβιέται. Της ξέφυγε της Τίνας μια κραυγή, αλλά δεν το παραδέχεται, έχει τα μάτια ακόμα γουρλωμένα. Περιεργάζεται για λίγο το σκηνικό, περιμένει κάτι, αλλά το κλαδί δεν της λέει τίποτα, τελικά. Δεν αναρωτιέται ούτε πώς ούτε γιατί. Ξεκινάει για τη σκηνή. Ο Χάρης δεν ξέρει τι να πει, κι ας έχει πολλά στο κεφάλι του. Η σκέψη να σχολιάσει πως ήταν τυχεροί περνάει από το μυαλό του, αλλά δεν βγαίνει από τα χείλη του. Μένει να τα κοιτάει όλα σαστισμένος. Ύστερα από λίγο αρχίζει να μαζεύει τα απομεινάρια.
Το επόμενο μεσημέρι οι παρέες από τις κοντινότερες σκηνές θα συζητούν μεταξύ τους γύρω από ένα τραπέζι μπίρες για τον κρότο που τους τρόμαξε και τον τύπο που είδαν να μαζεύει τραπουλόχαρτα στο σκοτάδι.