«Κοίτα, μαμά! Κοίτα, κοίτα!»
Το ξεφωνητό του μικρού αγοριού διαπέρασε τον αιθέρα σαν βελόνα που τρυπάει ένα μπαλόνι. Μια έκρηξη, ένα ξέσπασμα, σίγουρο επακόλουθο της μακράς του σιωπής το τελευταίο τέταρτο της ώρας. Απόρησες, η αλήθεια είναι, πώς κρατήθηκε και δεν ξεστόμισε μιλιά από τη στιγμή που τον δελέασες να πάτε για περίπατο. Του υποσχέθηκες πως στον γυρισμό θα του πάρεις παγωτό.
Είχατε πάρει τον ανήφορο για να φτάσετε στη «μυστική» παραλία του μεγάλου πάρκου. Οι ζέστες είχαν πιάσει για τα καλά και σκέφτηκες πως ίσως και να προλαβαίνατε να κάνετε την πρώτη σας καλοκαιρινή βουτιά σήμερα.
«Θα πάμε στη ζούγκλα για μπάνιο;» σε ρώτησε, μισοκρυμμένος πίσω από την πόρτα της κρεβατοκάμαράς σου. Στην κρεμάστρα, κρεμασμένο από το χερούλι της ντουλάπας, σε περίμενε το μακρύ εμπριμέ φόρεμα που αγόρασες πέρσι και δεν πρόλαβες ακόμα να φορέσεις.
«Στη ζούγκλα θα πάμε, ναι, στο μεγάλο πάρκο. Αν είσαι καλό παιδί, ίσως κάνουμε και μπάνιο» του απάντησες. «Έλα γρήγορα να διαλέξουμε μαγιό».
Ο δρόμος σού φάνηκε πιο σύντομος απ’ ό,τι συνήθως. Θυμήθηκες τον καιρό που βάδιζες στο ίδιο πεζοδρόμιο μετά το φροντιστήριο, όχι μετά τη δουλειά, κρατώντας τον γιο σου από το χέρι. Τότε που στον ώμο σου είχες τσάντα σχολική, κι όχι αλλαξιές με ρούχα και παιδικά παιχνίδια. Όπως τότε όμως, έτσι και τώρα ο απογευματινός ήλιος καθρεπτιζόταν στα γυαλιά ηλίου σου και το δροσερό αεράκι έφερνε μυρωδιές αλμύρας και καυσαερίου από τα κοντινά καΐκια.
Πλησιάζοντας στη «ζούγκλα» όμως, στο παραμελημένο και με ακατάστατη βλάστηση κτήμα που έβγαζε στην κοντινότερη παραλία της γειτονιάς σας, σκέφτηκες πως στ’ αλήθεια θα λαχταρούσε αυτό το πρώτο θαλασσινό μπάνιο για να είναι τόσο ήσυχος. Μέχρι την τσιρίδα. Μέχρι το δυνατό τράβηγμα του χεριού σου να σε επαναφέρει στο τώρα και να δημιουργήσει την απορία πώς γίνεται μια σταλιά παιδί να έχει τόση δύναμη.
«Κοίτα, μαμά! Κοίτα, κοίτα!»
«Τι είναι, αγάπη μου; Θα μου βγάλεις το χέρι!»
«Κάποιος έκλεψε την καρέκλα του παππού!»
«Τι λες, παιδάκι μου;» του είπες έκπληκτη, προσπαθώντας να εντοπίσεις την πηγή του ξεσηκωμού του.
«Εκεί, εκεί κοίτα» φώναξε και ύψωσε το δάχτυλό του, δείχνοντας κάπου ανάμεσα στους θάμνους. «Είναι η καρέκλα του παππού! Πρέπει να του την πάμε πίσω!»
Πράγματι, ανάμεσα σε πλήθος πράσινων αποχρώσεων ξεπρόβαλε, αρκετά αναιδής, μια λευκή πλαστική καρέκλα – η πιο κλασική των μονομπλόκ.
«Αγάπη μου, δεν είναι η καρέκλα του παππού αυτή» προσπάθησες να τον καθησυχάσεις και γονάτισες δίπλα του.
«Αυτή είναι, σου λέω! Πάρ’ τον τηλέφωνο να τον ρωτήσεις αν λείπει η καρέκλα του» απαίτησε ξανατραβώντας σου το χέρι.
«Γλυκέ μου, είμαι σίγουρη πως η καρέκλα του παππού σου είναι στη θέση της, στο μπαλκόνι του. Μη σου πω πως κάθεται πάνω της αυτή τη στιγμή και τρώει καρπούζι».
«Μου λες ψέματα, πάρ’ τον τηλέφωνο».
«Αλήθεια σου λέω! Άκουσέ με, υπάρχουν χιλιάδες, εκατομμύρια καρέκλες σαν κι αυτή. Κι αν κοιτάξεις προσεκτικά, θα δεις πως δεν μπορεί να είναι του παππού σου. Κοίτα πόσο λερωμένη είναι! Δεν θα άφηνε η γιαγιά σου τόσο λερωμένη καρέκλα στο μπαλκόνι της».
«Καλά, κι αυτή ποιανού είναι; Ποιος κάθεται πάνω της;»
«Δεν ξέρω, μάλλον κανένας».
«Και πώς βρέθηκε εκεί;»
«Καλή ερώτηση! Μάλλον ο ιδιοκτήτης της δεν την ήθελε πια και την πέταξε».
«Μα πώς γίνεται να την πέταξε! Αφού είναι η καλύτερη καρέκλα του κόσμου! Το λέει και ο παππούς» σου αποκρίθηκε.
Στάθηκες για λίγο σκεπτική. Μία ξαφνική ριπή θερμού αέρα σήκωσε σκόνη στο μονοπάτι και φύλλα άρχισαν να στροβιλίζονται σε δίνη λίγα μέτρα μακριά σας.
«Μπορεί και να μην την πέταξε, αλλά να έκανε συμφωνία μαζί της».
«Τι συμφωνία;»
«Άκου να δεις πώς έγινε» του είπες, και ξεκίνησες να του εξηγείς. «Της είπε πως μετά το Πάσχα που σουβλίζουμε το αρνί, και αφού την πάρει μαζί του στο τραπέζι της Κυριακής και καθίσει με τους φίλους του και φάνε και πιούνε, θα την ελευθερώσει και θα την κάνει δώρο στα πουλιά. Φώναξε έτσι τους φτερωτούς του φίλους και τους είπε να την πάρουν μακριά και να την πάνε όπου θελήσουν. Έτσι βρέθηκε εδώ. Την έφεραν τα πουλιά».
«Και την έκαναν θρόνο τους, να κάθονται τα μεσημέρια και να λιάζονται;»
«Έτσι ακριβώς! Και όποιο πουλί, ύστερα από μακρινό ταξίδι, θελήσει να ξαποστάσει κουρασμένο, μπορεί να σταθεί πάνω της να ξεκουραστεί για λίγο και μετά να συνεχίσει το ταξίδι του».
«Όπως κάθεται και ο παππούς όταν γυρνάει από τα ψώνια του;»
«Ακριβώς» του έγνεψες χαμογελώντας. «Πάμε τώρα για μπάνιο;»
«Πάμε» σου απάντησε και σου έδωσε πίσω το χέρι του που τόση ώρα κρατούσε σφιχτά στο πλευρό του.
Και προσπεράσατε τη μοναχική καρέκλα, μα γύρισε το κεφάλι καθώς απομακρυνόσασταν και την κοιτούσε μέχρι να χαθεί από το οπτικό του πεδίο.
«Μπορώ κι εγώ να καθίσω στην καρέκλα αν κουραστώ ή θα με μαλώσουν τα πουλιά;» σε ρώτησε.
«Φυσικά και μπορείς, αρκεί να τους ζητήσεις ευγενικά την άδεια. Πες μου τώρα, τι παγωτό θέλεις να πάρουμε γυρνώντας;»