Θυμάμαι τότε που με έφεραν οι γονείς μου στο εξοχικό σας δίπλα στη θάλασσα. Μας αμόλησαν στην παραλία και μας είπαν να μην απομακρυνθούμε. Τσαλαβουτούσαμε στην ακτή και παίζαμε παιχνίδια όλο το πρωί, αλλά με το που πέρασε το μεσημέρι και οι μεγάλοι έπιασαν κι από έναν καναπέ μετά το φαγητό και τον καφέ για την απογευματινή τους σιέστα, ξεφύγαμε από τα βλέμματά τους και τρέξαμε ξανά στην παραλία, αναζητώντας την περιπέτεια. Οι πέντε μας –εσύ, η αδερφή σου, ο μεγάλος σου ξάδερφος και ο μικρός μου αδερφός– αφήσαμε τις σαγιονάρες μας δίπλα στην ομπρέλα και πήραμε το μονοπάτι προς τον μεγάλο βράχο σε σχήμα ράμφους πουλιού, που σχημάτιζε το φυσικό σύνορο με τον διπλανό κόλπο.
Περπατούσαμε ξυπόλυτοι στο στενό, βραχώδες μονοπάτι, αυλακωμένο από δεκάδες πατημασιές προγενέστερες των δικών μας. Από πάνω μας, ο καθαρός, γαλάζιος απογευματινός ουρανός και ο ζεστός καλοκαιρινός ήλιος να χαϊδεύουν απαλά το γυμνό μας δέρμα. Από κάτω μας, ο απότομος βράχος με τις αιχμηρές του άκρες και η σιωπηλή θάλασσα με τους κρυφούς της κινδύνους, τα υπόγεια ρεύματά της και τους μυτερούς αχινούς που φώλιαζαν στον βυθό κοντά στα βράχια. Μπορούσαμε να δούμε ολάκερη την ομορφιά του κόλπου από εκείνο το ύψος˙ τα σπίτια, τα πεύκα, τη φιλόξενη παραλία ήδη γεμάτη με παραθεριστές, ακόμη και τη μικροσκοπική, ιδιωτική παραλία πέρα από τα βράχια, όπου ο ξάδερφός σου είχε τάξει να μας πάει με τα κανό το επόμενο πρωί.
Μα όφειλα να συγκεντρώσω την προσοχή μου στα βήματά μου. Το ένα πόδι μετά το άλλο, προσέχοντας να μη γλιστρήσω σε κάποια χαλαρή πέτρα και να μη γδάρω τα πόδια μου στα άγρια χόρτα που φύτρωναν δεξιά κι αριστερά. Είχα ήδη γρατσουνιστεί κατά την ανάβαση στα βράχια και περίμενα πως τα πόδια μου θα ήταν πρησμένα και γεμάτα πληγές, μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας. Ήξερα πως θα με κορόιδευες, αν σ’ το έλεγα. Εσύ είχες σκληραγωγηθεί στα μονοπάτια εδώ και χρόνια και δεν φοβόσουν τίποτα.
Και λες και διάβασες τη σκέψη μου, ήρθες κοντά μου και μου έδειξες τον ψηλό βράχο μπροστά μας και απομακρύνθηκες ξανά γελώντας. Από εκεί θα βουτούσαμε στο παγωμένο νερό και θα επιστρέφαμε κολυμπώντας στην ακτή. Άθελά μου ξεκίνησα να υπολογίζω την απόσταση μεταξύ της κορυφής και της επιφάνειας του νερού. Τρία μέτρα; Πέντε; Προσπάθησα να το χωνέψω και συνέχισα την ανάβαση. Όταν φτάσαμε στο πλατύ άνοιγμα της κεφαλής του πουλιού, βημάτισα προς την άκρη του και κοίταξα πέρα ως πέρα τον κόλπο και την ανοιχτή θάλασσα. Έπειτα επέστρεψα στο κέντρο και έκλεισα τα μάτια. Συγκεντρώσου, συγκεντρώσου. Άκουγα την καρδιά μου να χτυπά όλο και πιο δυνατά. Ο ένας μετά τον άλλον, με την ενθάρρυνση του ξαδέρφου σου που το είχε ξανακάνει αμέτρητες φορές, έπαιρναν φόρα, έτρεχαν και πηδούσαν από τον γκρεμό. Άκουγα τον κάθε εκρηκτικό παφλασμό, καθώς τα σώματα έσκαγαν στην επιφάνεια του νερού. Ο αδερφός μου, δεινός κολυμβητής, χωρίς να το σκεφτεί, βούτηξε πρώτος, έπειτα η αδερφή σου, τρίτος ο ξάδερφός σου. Την κάθε βουτιά συνόδευαν ήχοι από βαθιές ανάσες και βροντερά γέλια που έφταναν ως την ακτή.
Έμεινα στο κέντρο της πεπλατυσμένης επιφάνειας, κοιτώντας τον ορίζοντα. Στεκόσουν στο χείλος του γκρεμού και με παρατηρούσες ανήσυχη. Σε δευτερόλεπτα βρέθηκες στο πλάι μου να μου κρατάς το χέρι, παροτρύνοντάς με να κουνηθώ. Με τα μάτια καρφωμένα στον ουρανό μπροστά μου, στάθηκα ακίνητος. Μου μιλούσες και αναγνώρισα τη λέξη «έλα», καθώς σχηματιζόταν στα χείλη σου, αλλά δεν άκουγα άλλον ήχο πέρα από τους χτύπους της καρδιάς μου κι ένα ελαφρύ βουητό στ’ αφτιά μου. Ο ήλιος μού έκαιγε το πρόσωπο, και τα χέρια μου, παραδόξως, έτρεμαν. Άγγιξες το μέτωπό μου με το χέρι σου, σαν να ήθελες να ελέγξεις αν έχω πυρετό, και ψιθύρισες στο αφτί μου: «όλα θα πάνε καλά, θα τα καταφέρεις». Και τότε ακούμπησες ελαφρά τα χείλη σου στο μάγουλό μου, μονάχα για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Με είχε κάψει ο ήλιος ή είχα όντως πυρετό; Άρπαξες το χέρι μου και αρχίσαμε να τρέχουμε. Δεν είχα καταλάβει πώς είχαν αρχίσει να κινούνται τα πόδια μου, όταν βρεθήκαμε αναπάντεχα στον αέρα και, τελικά, το δροσερό νερό μάς κατάπιε.
Ποτέ ξανά δεν φοβήθηκα τη θάλασσα.