Άνοιξε την πόρτα της κεντρικής εισόδου και περπάτησε προς το ταμείο. Έκοψε εισιτήριο: μηδενικό για τη μόνιμη έκθεση, ενηλίκων 7€ –δεν ήταν πια κάτω των 26 ετών– για την περιοδική έκθεση. Ακολουθώντας τις οδηγίες του νεαρού στο ταμείο και τα βέλη στο πάτωμα, ξεκίνησε την περιήγησή της στο μουσείο. Στην αρχή κάθε πτέρυγας έπαιρνε τον χρόνο της, διαβάζοντας κάθε πληροφορία των επεξηγηματικών κειμένων. Σε γλώσσα διαφορετική από τη μητρική της, αν και όχι παντελώς άγνωστη, κάθε λέξη περνούσε από μία διαδικασία νοητικής μετάφρασης, ώστε να γίνει κατανοητή. Γι’ αυτό έπαιρνε τον χρόνο της. Αναρωτιόταν συχνά αν ξοδεύει περισσότερο χρόνο διαβάζοντας τις περιγραφές παρά παρατηρώντας τα ίδια τα εκθέματα, και τότε τάχυνε το βήμα της. Προσπερνούσε όσα της φαίνονταν λιγότερο ενδιαφέροντα και εστίαζε στα «σημαντικά» ή σε ό,τι της τραβούσε την προσοχή.
Κάποιος την προσπέρασε στον διάδρομο περπατώντας γρήγορα, ρίχνοντας κλεφτές μόνο ματιές δεξιά κι αριστερά. Τότε συνειδητοποίησε ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν εντελώς μόνη της. Μόνη της ανάμεσα σε εκθέματα εκατοντάδων ετών. «Περίεργο να επισκέπτεσαι ένα άδειο μουσείο» σκέφτηκε. Δεν ήταν όμως ποτέ εντελώς μόνη της. Τεκμήριο αυτού ήταν εκείνη η άδεια καρέκλα που συναντούσε σε κάθε αίθουσα. Σε κάθε αίθουσα η ίδια: πολύ μοντέρνα για να αποτελεί έκθεμα του συγκεκριμένου μουσείου, διακριτικά τοποθετημένη ώστε να μην εμποδίζει κανέναν και να περνά απαρατήρητη. Απαρατήρητη, όπως και καθένας από τους ανθρώπους που προοριζόταν να καθίσει εκεί, περιμένοντας το τέλος της βάρδιάς του.
Ήταν λες και η συνειδητοποίηση της μοναξιάς της οδήγησε στην παρατήρηση της καρέκλας και της παρουσίας του φύλακα. Στεκόταν εκεί, λίγα μέτρα δεξιότερα της καρέκλας του, κοιτώντας έξω από το παράθυρο. Ένας μεσήλικας άντρας με ολοστρόγγυλο κεφάλι, ξυρισμένο πρόσωπο και έντονη αραίωση, μέσα σε μια διακριτική στολή, αρκετά εφαρμοστή, ώστε να αναδεικνύει τη σφαιρική κοιλιά του. Δεν φάνηκε να αντιλήφθηκε την παρουσία της στον χώρο, κι εκείνη –ίσως και επίτηδες– πήγε και στάθηκε στον πίνακα που βρισκόταν ακριβώς δίπλα του. Χωρίς να της ρίξει ούτε ένα βλέμμα, πισωπάτησε ήρεμα με σχεδόν βαριεστημένο βήμα προς την αντίθετη μεριά της αίθουσας.
Επιδόθηκαν τότε οι δυο τους σε μια περίεργη και αντισυμβατική χορογραφία. Μοναδικός όρος αυτής ήταν οι δύο χορευτές να διατηρούν μεταξύ τους πάντα την πιο μακρινή απόσταση που τους επιτρέπει το πεπερασμένο όριο τους σκηνικού της αίθουσας του μουσείου. Ταυτοχρόνως έκθεμα και παρτενέρ ο ένας για τον άλλον, δύο μαγνήτες με όμοιους πόλους που απωθούνται συνεχώς.
Όταν εκείνη προχώρησε στο επόμενο δωμάτιο της πτέρυγας, εκείνος την ακολούθησε. Κάθε φορά που τον κοιτούσε με την άκρη του ματιού της, εκείνος κοιτούσε είτε το πάτωμα είτε έξω από κάποιο παράθυρο τον συννεφιασμένο ουρανό. Ωστόσο, δεν μπορούσε να αποβάλει το άβολο αίσθημα ότι παρακολουθείται κάθε της κίνηση. «Τι να σκέφτεται, άραγε;» Μήπως του θύμιζε κάποια συγγενή του, κάποια φίλη ή αγάπη από τα παλιά; Ή μήπως είχε το μυαλό του σε κάτι πιο πεζό, όπως το τέλος της βάρδιάς του, το φαγητό που τον περιμένει στο σπίτι, την οικογένειά του, τις επιδόσεις των παιδιών του στο σχολείο ή ακόμα και τους λογαριασμούς που πρέπει να πληρώσει;
Καθώς παρατηρούσε τον τελευταίο πίνακα στο δωμάτιο, κοντοστάθηκε για λίγο και γύρισε να τον κοιτάξει. Μελετούσε το ρολόι χειρός που φορούσε στο δεξί του χέρι και, αντιλαμβανόμενος ίσως το βλέμμα της, την κοίταξε κι εκείνος για κλάσματα του δευτερολέπτου. Ήταν η πρώτη φορά που διασταυρώνονταν τα βλέμματά τους. Το ρολόι, το βλέμμα, κατάλαβε πως ήταν ώρα να πηγαίνει. Κινήθηκε βιαστικά προς την επόμενη πτέρυγα, καθώς εκείνος απομακρυνόταν στο προηγούμενο δωμάτιο, όπου μόλις είχε μπει ένα ζευγάρι.
Ίσως σε ένα πιο ενδιαφέρον μουσείο με περισσότερο κόσμο να μη λάμβανε κανένας από τους δυο τους ούτε καν εκείνο το στιγμιαίο βλέμμα αναγνώρισης, χαμένοι και οι δύο ανάμεσα στο πλήθος, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων.