Ι
Ονομάζομαι Ιωάννης Βιτάλης και εργάζομαι ως υπάλληλος στο μικρό μαγαζάκι παράλληλα των γραμμών του Ηλεκτρικού στο Θησείο. Ίσως ο δρόμος να σας οδήγησε σε εμάς, ίσως και να σταματήσατε για να ρίξετε μια ματιά στην πραμάτεια μας. Και τι πραμάτεια! Έχουμε από όλα τα καλούδια! Από μεταχειρισμένα βινύλια που κοστίζουν μία περιουσία, μέχρι πίνακες και έπιπλα άλλων δεκαετιών που προκαλούν δέος σε όποιον τα αντικρίζει. Στο σύνολό τους, τα αντικείμενα είναι καλοδιατηρημένα, με ελάχιστες, βέβαια, εξαιρέσεις. Έχουμε, βλέπετε, ένα μότο: όσο πιο παλιό είναι ένα αντικείμενο, τόσο πιο παλιό πρέπει να φαίνεται. Ποτέ μας δεν ασχοληθήκαμε με επισκευές και επιδιορθώσεις, ακόμα και αν η περίσταση το απαιτούσε. Μάλιστα, ο κύριος Σωκράτης ήταν ξεκάθαρος επί του θέματος από την αρχή. «Ποτέ δεν αλλοιώνουμε τα σημάδια του χρόνου. Είναι γρουσουζιά».
Γνώρισα τον κύριο Σωκράτη ένα κυριακάτικο πρωινό ενώ απολάμβανα τον περίπατό μου στην οδό Ηφαίστου. Απαυδισμένος από τις αλλεπάλληλες αποτυχίες ψάχνοντας θέση εργασίας, έδωσα στον εαυτό μου ένα δώρο για να τονώσω το ηθικό μου. Θα έκανα μία βόλτα από όλα τα παλαιοβιβλιοπωλεία στο Μοναστηράκι και θα έψαχνα τα τεύχη από τα βιπεράκια που μου έλειπαν.
Η ώρα κόντευε δύο και στην τσάντα μου είχα ήδη τρεις νέους τίτλους για την αγαπημένη μου συλλογή. Η ημέρα είχε ξεκινήσει με τους καλύτερους οιωνούς! Όχι γιατί βρήκα επιτέλους τα σπάνια αντίτυπα της Μάσκας, αλλά γιατί το πρόβλημα που με ταλάνιζε όλους αυτούς τους μήνες που ήμουν άνεργος, είχε ξεχαστεί. Δεν είναι και λίγο να ψάχνεις εργασία επί τρεις μήνες σερί και επί τρεις μήνες να στοιβάζεις τη μία απόρριψη πάνω στην άλλη. Επόμενο ήταν λοιπόν να κοντοσταθώ μπροστά από τη βιτρίνα του μικρού μαγαζιού στην οδό Ηφαίστου μόλις αντίκρισα ένα πολυκαιρισμένο χαρτί που έγραφε με μαύρα ξεθωριασμένα γράμματα «Ζητ ίται Προσω ικό». Και τότε πάγωσα. Ενώ το σώμα μου ήθελε να κάνει το βήμα και να περάσει το κατώφλι, το μυαλό μου, μουδιασμένο από την αποτυχία και τη μάταιη προσπάθεια, με συμβούλεψε να κάνω μεταβολή και να εξαφανιστώ. Να το βάλω στα πόδια και να δεχτώ, όπως πολύ καλά είχα μάθει, ότι ό,τι δεν σε προσλαμβάνει σε κάνει πιο δυνατό. Όπως καταλαβαίνετε, κάτι τέτοιο δεν συνέβη, και είμαι πολύ ευγνώμων γι’ αυτό. Πείτε το «κάρμα», πείτε το «κισμέτ», πείτε το «μοίρα» ή ό,τι άλλο θέλετε. Το μυαλό μου εναρμονίστηκε με το σώμα μου με τρόπο μοναδικό και του έδωσε την απαραίτητη ώθηση να περπατήσει, να αψηφήσει το κακό σερί και τις κλειστές πόρτες και –ω θαύμα!– βρέθηκα στο εσωτερικό να κοιτάζω εξονυχιστικά τα ράφια γύρω μου. Μπορεί να μην κρατούσα στα χέρια μία φωτοτυπία του βιογραφικού μου, ήμουν όμως οπλισμένος με θέληση και αποφασιστικότητα, δύο αρετές που, όπως κατάλαβα τους επόμενους μήνες, είναι το Άλφα και το Ωμέγα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Με καλωσόρισε ένας καλοστεκούμενος γέροντας με σπινθηροβόλα γκρίζα μάτια, τόσο γκρίζα που αναρωτήθηκα εάν έπασχε από καταρράκτη ή γλαύκωμα. Ακόμα και σήμερα, δεν έχω καταφέρει να απαντήσω στο παραπάνω ερώτημα με σιγουριά. Υπάρχουν φορές που η όραση του κύριου Σωκράτη είναι οξεία σαν της κουκουβάγιας και άλλες που πέφτει υπό του μηδενός. Ίσως και αυτό να αποτελεί ένα από τα αινίγματα που θα μείνουν αναπάντητα – ίσως και να υπάρχει κάποιος λόγος που τα μάτια του έχουν αυτό το παράξενο χρώμα. Οι υποθέσεις μου αποτελούν κομμάτι της ιστορίας που θα σας διηγηθώ αργότερα. Πολύ αργότερα.
Μου συστήθηκε ως «κύριος Σωκράτης», τονίζοντας το κύριος σαν να ήθελε να προσδώσει ένα κύρος στο όνομά του, ένα κύρος που χάθηκε ανεπιστρεπτί μέσα στα χρόνια και δεν κατάφερε να ανακτηθεί ποτέ ξανά. Το σώμα του, παρόλο που ήταν γέρικο, δεν φαινόταν διόλου ασθενικό, και ο τρόπος που μιλούσε μαρτυρούσε έναν άνθρωπο βαθιά μορφωμένο.
«Σε τι θα σας ήμουν χρήσιμος, νεαρέ μου;» με ρώτησε καθώς έσκυβε κάτω από ένα βγαλμένο ράφι. Παρέμεινα σιωπηλός. Δεν είχα μετανιώσει ή λιποψυχήσει, ούτε κατά διάνοια. Αυτό που άκουσα αμέσως μετά με γέμισε με απροσδιόριστη ελπίδα για το ξεκίνημα μιας νέας αρχής.
«Πήγαινε, σε παρακαλώ, μέσα στην αποθήκη και φέρε μου το γαλλικό κλειδί. Νούμερο πέντε».
Ασυναίσθητα, ανοιγόκλεισα τα βλέφαρα προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω αν βρισκόμουν σε όνειρο. Δεν βρισκόμουν. Αντιθέτως, βρισκόμουν στην αποθήκη, παραδομένος στην πιο τρελή παρόρμηση ολόκληρης της ζωής μου. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, ένιωθα αυτό τον γέροντα σαν φίλο μου. Ένιωθα πως έπρεπε να τον βοηθήσω, όχι επειδή το χρειαζόταν (το μαγαζί βρισκόταν σε πολύ καλή κατάσταση συγκριτικά με όσα είχα επισκεφθεί), αλλά γιατί η φυσιογνωμία του εξέπεμπε μια πηγαία καλοσύνη.
Άφησα το γαλλικό κλειδί στην ανοικτή του παλάμη και του έδωσα χώρο για να επισκευάσει το ράφι.
«Προσλαμβάνεσαι» μου είπε χαμογελαστός όταν τελείωσε την επισκευή. «Ποτέ κανείς δεν μου έδωσε ένα γαλλικό κλειδί χωρίς να κάνει λάθος το νούμερο».
Δεν ήξερα αν διάβασε το μυαλό μου ή αν απλώς ήταν μία αλλόκοτη σύμπτωση. Εξάλλου, δεν είχε ιδιαίτερη σημασία. Αυτό που με ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή ήταν ότι για πρώτη φορά στη ζωή μου έσπασα το σερί αποτυχιών και κατάφερα να περάσω μία συνέντευξη επιτυχώς. Αυτός ο γέροντας είχε δει κάτι πάνω μου που δεν μετριόταν σε χρόνια προϋπηρεσίας και σε άχρηστα απολυτήρια πανεπιστημίων. Τι ήταν αυτό; Δεν είχα ιδέα.
Τότε. Γιατί τώρα, ύστερα από τρεις μήνες που εργάζομαι καθημερινά στο μικρό μαγαζάκι της οδού Ηφαίστου, ίσως έχω κάποιες υποψίες.
«Και πότε ξεκινάω;» τον ρώτησα. Πρωτόγνωρα συναισθήματα νίκης και ικανοποίησης, προσμονής και υπερέντασης σιγόκαιγαν μέσα μου.
«Έχεις ήδη ξεκινήσει» μου απάντησε. «Έχεις ήδη ξεκινήσει να εργάζεσαι στην πιο απαιτητική δουλειά του κόσμου».
Συνεχίζεται…