Μετρούσαμε τις μέρες σε ανοιγμένες κούτες. Αργή διαδικασία, μιας και κυρίως μονάχα ένας από εμάς ασχολούνταν με το σπίτι. Ο μπαμπάς ξεκίνησε σχεδόν αμέσως τη δουλειά, οπότε έλειπε τα πρωινά, αν και βοηθούσε όποτε μπορούσε. Η αδερφή μου κι εγώ είχαμε ρόλο παρατηρητή ή τακτοποιούσαμε τίποτα μικροπράγματα στα δωμάτιά μας. Για τα υπόλοιπα ήμασταν εν αναμονή για οδηγίες, μα σχεδόν ό,τι και να κάναμε περνούσε από την εποπτεία της μαμάς, η οποία «διόρθωνε» τις απροσεξίες μας. Όταν η αδερφή μου έβαλε όλα τα παιχνίδια της στη θέση τους και τακτοποιήθηκε το δωμάτιό της, παραιτήθηκε από τις ευθύνες της και περνούσε τις μέρες της παίζοντας στην αυλή ή στη γειτονιά. Κατ’ εντολή της μητρός μας, για να μην είναι μες στα πόδια της. Εγώ την έβγαζα στην αυλή, καθισμένος στην πλαστική μου καρέκλα κάτω από τη μουσμουλιά με το gameboy στο χέρι, εκτός κι αν η συμβολή μου στις οικιακές εργασίες κρινόταν απαραίτητη.
Δύο βδομάδες μετά την άφιξή μας κι είχαμε ακόμα κούτες ανέγγιχτες. Κι ο καύσωνας δεν βοηθούσε. Περνούσαμε τα βράδια μας οι τέσσερίς μας στην αυλή, όπου είχε περισσότερη δροσιά, είτε τρώγοντας είτε ο καθένας απορροφημένος στον δικό του κόσμο: ένα βιβλίο, ένα περιοδικό, κάποιο παιχνίδι, μία ακόμη πίστα. Και κάπως έτσι κύλησαν οι πρώτες μέρες στο καινούριο σπίτι. Γνωρίσαμε και τους γείτονες από τη διπλανή μονοκατοικία. Μας κάλεσαν για φαγητό σε μία προσπάθεια να ελαφρύνουν το ήδη φορτωμένο πρόγραμμα της μαμάς. Προσφέρθηκαν μάλιστα να βοηθήσουν, εφόσον το χρειαζόμασταν, κι αυτό φάνηκε πολύ ευγενικό στους γονείς μου. Σύντομα, στο βραδινό μας τραπέζι ήμασταν επτά άτομα αντί για τέσσερα. Εμείς, το ζευγάρι των γειτόνων και η κόρη τους, η Χριστίνα, δύο χρόνια μεγαλύτερη από την Ελένη. Τα δυο κορίτσια ταίριαξαν κατευθείαν κι έγιναν φίλες αυτόματα. Στη Χριστίνα δεν άρεσαν τα βιντεοπαιχνίδια ούτε έπαιζε ποδόσφαιρο, οπότε η αδερφή μου απέκτησε το μονοπώλιο της παρέας της. Με τους παλιούς μου φίλους μίλησα μια-δυο φορές στο τηλέφωνο, αλλά ούτε το ίδιο με πριν ήταν, όταν μαζευόμασταν κάθε μέρα για παιχνίδι, ούτε είχαν και πολύ χρόνο για κουβέντα, μιας που οι περισσότεροι ήταν διακοπές. «Ίσως, όταν τελειώσει το καλοκαίρι, να είναι διαφορετικά», σκεφτόμουν. Είχε μόλις μπει ο Ιούλιος.
Τα παιδιά με τα ποδήλατα περνούσαν κάθε τόσο μπροστά από το σπίτι μας, όπως και την πρώτη μέρα. Στην αρχή μόνο κοιτούσαν, αλλά από τότε που η Ελένη έπιασε παρτίδες με τη Χριστίνα, άρχισαν να χαιρετούν κιόλας. Είχαμε πλέον την εγγύηση μιας ντόπιας – ή, μάλλον, μόνο η Ελένη την είχε. Κάνα δυο φορές με φώναξαν να παίξουμε ποδόσφαιρο στην αλάνα της γειτονιάς. Αρνούμενος, φυσικά, να βάλω αντιηλιακό –κι ας με κυνηγούσε η μαμά με το μπουκάλι–, κάηκα τόσο, που κοκκίνησα, και λίγες μέρες μετά άρχισα να ξεφλουδίζω. Ύστερα από αυτό δεν με άφησαν ξανά να πάω, τουλάχιστον μέχρι να επέστρεφε το δέρμα μου στα κανονικά του. Πίσω στη σκιά της μουσμουλιάς και στον ανεμιστήρα. Αργότερα έμαθα από την Ελένη πως τα παιδιά μού είχαν κολλήσει το παρατσούκλι «ο Φλούδας».
Ένα πρωί η Χριστίνα εμφανίστηκε στην αυλή μας σπρώχνοντας ένα ροζ γυαλιστερό ποδήλατο.
«Πού το πας αυτό;» τη ρώτησα, καθώς έκλεινε την αυλόπορτά μας πίσω της.
«Γεια σου κι εσένα» μου απάντησε με ύφος, αλλά δεν της είπα τίποτα, οπότε συνέχισε. «Ήρθα να δείξω το καινούριο μου ποδήλατο στην αδερφή σου και μετά να πάμε βόλτα, αν θέλει. Είναι μέσα;»
«Ναι, μέσα είναι. Να τη φωνάξω;» Και, όπως έκανα να σηκωθώ, εμφανίστηκε η μικρή στην πόρτα και έτρεξε στη φίλη της.
«Ουάου! Καινούριο;» αναφώνησε η Ελένη βλέποντας το ποδήλατο.
«Ναι, μου το έστειλε ο θείος μου από τη Γερμανία! Πάμε βόλτα;»
«Τέλειο, με γεια!» είπε η μικρή και βάλθηκε να κάνει κύκλους γύρω από το καινούριο απόκτημα της φίλης της, ώσπου γύρισε σ’ εμένα. «Να πάω, Μιχάλη; Θα το πεις στη μαμά;»
«Αφού δεν ξέρεις να κάνεις ποδήλατο».
«Θα μάθω».
«Αν φας καμιά σαβούρντα, εγώ θα τ’ ακούσω, όμως».
«Μιχάλη, μια βόλτα θα το πάμε στη γειτονιά, να το δείξω στα παιδιά. Δεν θ’ ανέβει, είναι ψηλό για κείνη. Δεν χρειάζεται να πεις κάτι στη μαμά σας» μας έκοψε η Χριστίνα, που ήταν ήδη, πράγματι, ένα κεφάλι ψηλότερη από την Ελένη.
«Καλά, καλά, κάντε ό,τι θέλετε, μόνο μη σκοτωθείτε και πούνε μετά ότι εγώ έφταιγα». Η Ελένη μου απάντησε βγάζοντας τη γλώσσα της και κάπου εκεί η διαπραγμάτευση έληξε. Βγήκαν στην αυλή και, λίγο αφότου χάθηκαν στον δρόμο, άκουσα το κουδουνάκι του ποδηλάτου να χτυπά παράφωνα και τα γέλια των δύο κοριτσιών να σπάνε την πρωινή ησυχία της γειτονιάς.
Η Χριστίνα εμφανιζόταν σχεδόν κάθε μέρα με το ροζ ποδήλατό της, έπαιρνε την Ελένη και έπαιζαν στην αλάνα. Η μαμά και ο μπαμπάς φυσικά το ήξεραν –οι γονείς μας και οι γονείς της Χριστίνας μιλούσαν σχεδόν κάθε μέρα– και δεν είπαν τίποτα. Όχι πως υπήρχε κάτι να πουν. Το ποδήλατο δεν έκανε για την Ελένη, κι εκείνη φοβόταν να ανεβεί, όσο κι αν ήθελε να δοκιμάσει, κι ας μην το παραδεχόταν.
Μέσα Ιούλη πια και κόντευαν τα γενέθλιά της. Θα ετοιμάζαμε πάρτι στο σπίτι. Θα έρχονταν ο παππούς και η γιαγιά και οι θείοι να μας επισκεφτούν πρώτη φορά στο καινούριο σπίτι με την ευκαιρία. Ετοιμασίες, φαγητά, χαμός στο σπίτι, μα ούτε λόγος για δώρο. Δεν είπαν κουβέντα, ούτε ρώτησαν την Ελένη τι θα ήθελε, οπότε και οι δυο υποψιαστήκαμε πως ίσως τελικά θα αποκτούσαμε σκύλο. Κάθονταν τα κορίτσια πριν το πάρτι και σκέφτονταν ονόματα ή τι ράτσα μπορεί να είναι και πώς θα μοιάζει.
Το πάρτι είχε προγραμματιστεί για το μεσημέρι, όπου περιμέναμε να φτάσουν και οι ταξιδιώτες. Ακούσαμε την κόρνα ακριβώς μόλις είχε στρωθεί το τραπέζι. Χαιρετούρες, αγκαλιές, φιλιά, συστάσεις με τους γείτονες, κι έπειτα φαγητό, τούρτα, κεράκια, τραγούδι γενεθλίων, μα σκύλος δεν εμφανίστηκε ποτέ. Η Ελένη άνοιξε όλα τα δώρα που της έφεραν, μα δεν έμεινε εμφανώς ικανοποιημένη με κανένα. Τότε ήταν που έπεσε το σινιάλο της μαμάς που έκανε μπαμπά και θείο να σηκωθούν ταυτόχρονα από το τραπέζι και να τρέξουν προς το αυτοκίνητο. Ήρθαν ύστερα από λίγο κρύβοντας αποτυχημένα πίσω τους ένα μικρό κόκκινο ποδήλατο. Ακολούθησαν ξεφωνητά και γέλια, ξεχάστηκε και ο σκύλος και όλα τ’ άλλα δώρα. Αμέσως σχεδόν ξεκίνησε το πρώτο μάθημα, κι ας ήμασταν όλοι σκασμένοι απ’ το φαΐ. Δεν είχα δει την αδερφή μου ποτέ πιο χαρούμενη. Ένα ρίγος ζήλιας με διαπέρασε παρακολουθώντας τη να παιδεύεται να ισορροπήσει στις δυο ρόδες. Όχι για το καινούριο ποδήλατο, μα για τον καινούριο κόσμο που άνοιξε τώρα διάπλατα για κείνη, εκείνον που δεν είχα καταφέρει να εισχωρήσω και τώρα ένιωθα πως έκλεινε τις πόρτες του για μένα: τον κόσμο της γειτονιάς.
«Θα σου πάρουμε κι εσένα, δεν σε ξεχάσαμε» μου ψιθύρισε η μαμά, όταν με είδε σκεπτικό. «Απλώς σκεφτήκαμε ότι θα ήθελες να πάμε μαζί στο μαγαζί, να το διαλέξεις εσύ».
Δεν θυμάμαι τι και αν της είχα απαντήσει κάτι παραπάνω από ένα «καλά» κι ένα ανασήκωμα των ώμων.
Όταν έπιασε να νυχτώνει, το πάρτι είχε σχεδόν τελειώσει, κι έτσι βρήκα την ευκαιρία να ξεγλιστρήσω από το σπίτι. Βγήκα στη γειτονιά κι έκοβα βόλτες με το gameboy στην τσέπη. Περπατούσα για πολλή ώρα. Βρέθηκα ανάμεσα σε σπίτια που δεν είχα ξαναδεί, πέτυχα ανθρώπους που δεν είχα ξανασυναντήσει. Δεν έψαχνα παρά μονάχα ένα ήσυχο μέρος να καθίσω για να παίξω. Βρήκα ένα πάρκο με ένα γήπεδο μπάσκετ και κάθισα ψηλά στις κερκίδες. Θα περίμενε κανείς πως όλο και κάποια παρέα θα άραζε στη νυχτερινή δροσιά ή θα έπαιζε έναν αγώνα μπάσκετ, αλλά το γήπεδο ήταν άδειο – εκτός από μένα. Το λιγοστό φως του ήλιου αντικαταστάθηκε από εκείνο των λαμπών πυρακτώσεως του πάρκου και ακούγονταν μονάχα τα τιτιβίσματα των πουλιών και μακρινές φωνές παιδιών.
Ώσπου ένας ήχος από ρόδες που σέρνονται στο τσιμέντο έδωσε μια παραλλαγή στη βραδινή μονοτονία. Στη μέση του γηπέδου στεκόταν τώρα ένα αγόρι με το ένα πόδι πάνω σε ένα πατίνι. Με κοίταζε εξεταστικά, σχεδόν σαν να φοβόταν. Αποφάσισα να πλησιάσω. Μου έδωσε το χέρι του και είπε μόνο: «Άρης», τείνοντάς μου το πατίνι του.
Την επόμενη μέρα είπα στη μαμά: «Δεν θέλω να μου πάρετε ποδήλατο. Προτιμώ πατίνι».
Και τώρα, πάνε χρόνια πια, και απορώ πώς μου ήρθε στο μυαλό αυτή η ανάμνηση. Τώρα, έπειτα από πολλές μετακομίσεις, σε άλλες πόλεις, χώρες, και μία φορά σε άλλη ήπειρο. Τώρα, που πατίνια βρίσκεις παρατημένα σε κάθε γειτονιά. Ίσως να φταίει που αυτό το βράδυ, όπως βγήκα στο μπαλκόνι του πρώτου ολόδικού μου πλέον σπιτιού να κάνω ένα τσιγάρο, πολύ μακριά πια από εκείνη τη μονοκατοικία στο νούμερο 7, είδα στον φαρδύ δρόμο μπροστά από την πολυκατοικία δύο παιδιά να κάνουν οχταράκια με τα πατίνια τους. Και σκέφτηκα τι να κάνει και πού να βρίσκεται ο Άρης, ο πρώτος πραγματικός φίλος που έκανα ποτέ και που, όπως κάθε τι πραγματικό, χάθηκε στην πραγματικότητα της καθημερινότητας. Όπως και όλα τα καλά πράγματα. Που μένουν κρυμμένα κάπου βαθιά στη μνήμη μας, μέχρι το κατάλληλο ερέθισμα να τα φέρει πάλι στην επιφάνεια.