Μετακομίσαμε λίγο μετά τα δωδέκατά μου γενέθλια. Οι γονείς μου, ως δώρο γενεθλίων, μου έδειξαν τα σχέδια για το καινούριο μου δωμάτιο. Ένα δωμάτιο ολόδικό μου – έτσι μου το πούλησαν. Για πρώτη φορά από τα έξι μου, από τότε που γεννήθηκε η αδερφή μου, δεν θα χρειαζόταν να μοιράζομαι το δωμάτιό μου μαζί της. Εγώ θα πήγαινα Γυμνάσιο και η Ελένη θα ξεκινούσε το Δημοτικό. «Είστε μεγάλα παιδιά πια, καιρός να έχει καθένας τον χώρο του», έτσι μου είπαν. Η μικρή στην αρχή δυσανασχέτησε. Δεν καταλάβαινε, γιατί δεν ήξερε πως υπήρχε εναλλακτική στο να μοιράζεται το κρεβάτι, την ντουλάπα, το γραφείο με τον μεγάλο της αδερφό. Όταν όμως οι γονείς μας της έδειξαν κι εκείνης πώς θα ήταν το καινούριο της δωμάτιο, φανταχτερό και πολύχρωμο, και πως θα είχε χώρο για όλα της τα παιχνίδια, αντί να πρέπει να τα έχει καταχωνιασμένα, πείστηκε κι εκείνη. Ενθουσιάστηκε, γούρλωσε τα μάτια όλο χαρά. Καλά νέα για όλους λοιπόν. Κι όμως, όχι. Αυτό ήταν το ένα σκέλος – το μόνο θετικό της υπόθεσης, ίσως. Το αρνητικό ήταν πως θα έπρεπε να φύγουμε από την πόλη.
Ένα πρωί που καθόμαστε οι τρεις μας χωρίς τον μπαμπά και τρώγαμε πρωινό –δηλαδή η Ελένη κι εγώ τρώγαμε, η μαμά έπινε τον φραπέ της και χάζευε ένα περιοδικό εσωτερικής διακόσμησης– αποφάσισα να αντιδράσω.
«Και γιατί, δηλαδή, πρέπει να φύγουμε;» αναφώνησα από το πουθενά.
Η μικρή με κοίταξε σαστισμένη. Το κουτάλι με τα δημητριακά και το γάλα έμεινε μετέωρο μεταξύ του μπολ και του ανοιχτού της στόματος. Η μαμά γύρισε αμέριμνα τη σελίδα από το περιοδικό της, και με το βλέμμα ακόμα στο γυαλιστερό χαρτί, είπε: «Τα είπαμε αυτά, βρε Μιχάλη. Για τη δουλειά του μπαμπά. Η μετάθεση αυτή είναι πολύ σημαντική για εκείνον». Και κοιτάζοντάς με τελικά πρόσθεσε: «Όπως και για όλους μας».
Εννοούσε πως θα βελτιωνόταν η οικονομική μας κατάσταση, αλλά ποτέ δεν τους άρεσε να μιλούν καθαρά γι’ αυτό το θέμα μπροστά μας. Υποπτευόμουν πως αυτός ήταν ο κύριος λόγος, αλλιώς δεν θα γινόταν τόσος ντόρος για τα δωμάτιά μας, ούτε θα κοιτούσε η μαμά με τέτοια άνεση για νέα έπιπλα.
«Και γιατί πρέπει να πάμε στο κωλοχώρι; Δεν γίνεται να μετακομίσουμε σε καλύτερο σπίτι εδώ; Γιατί να φύγουμε;»
Το κουτάλι προσγειώθηκε αργά στο μπολ. Η Ελένη σταμάτησε να τρώει και κοιτούσε μία τη μαμά, μία εμένα. Τώρα είχα την προσοχή τους. Η λέξη κωλοχώρι έκανε δουλειά.
«Μιχάλη, πώς μιλάς έτσι; Ποιος σου έμαθε τέτοιες λέξεις;»
«Οι φίλοι μου είπαν πως τώρα που θα πάμε να μείνουμε στο κωλοχώρι δεν θα κάνουμε πια παρέα. Και ούτε καν ξέρουμε αν έχει τηλέφωνο εκεί πέρα».
«Οι φίλοι σου καλά θα κάνουν να ενημερωθούν καλύτερα» είπε εκείνη χαμογελώντας. Δεν κατάλαβα γιατί χαμογελούσε, και με τσάντιζε αυτό. Και συνέχισε: «Αρχικά, δεν πάμε σε χωριό. Σε πόλη πάμε, απλώς πιο μικρή, και σίγουρα πολύ καλύτερη από αυτό το χάος όπου μένουμε. Δεύτερον, φυσικά και έχει τηλέφωνο, και ταχυδρομείο και απ’ όλα. Θα μιλάτε όποτε θέλετε».
«Και πότε θα τους βλέπω;», είχα αρχίσει να χάνω την ψυχραιμία μου και η μάχη φαινόταν άνιση. Στο μεταξύ, η Ελένη είχε ξαναπιάσει να μασουλάει, όσο πιο αργά και σιγανά μπορούσε, σαν να μην ήθελε να χάσει λέξη από την κουβέντα.
«Όταν θα ερχόμαστε να δούμε τη γιαγιά και τον παππού, τους θείους σου. Θα μπορούσαμε να φιλοξενήσουμε και κάποιον, αν συμφωνούν οι γονείς του. Το σπίτι είναι μεγάλο. Έχει και αυλή. Μας χωράει όλους».
«Δεν είναι το ίδιο. Είναι άδικο» είπα και σταύρωσα τα χέρια. Εκείνη ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο μου παρηγορητικά, αλλά αποτραβήχτηκα ύστερα από κλάσματα δευτερολέπτου.
«Μην είσαι έτσι, Μιχάλη. Θα δεις, θα σου αρέσει. Όταν ανοίξουν τα σχολεία, θα γνωρίσεις και τους συμμαθητές σου. Θα κάνεις νέους φίλους».
Και κάπου εκεί, η συζήτηση είχε τελειώσει για μένα. Το γάλα στο μπολ των δημητριακών μου, που είχαν μείνει σχεδόν ανέγγιχτα, από λευκό είχε γίνει εντελώς σοκολατί. Έσπρωξα την καρέκλα, σηκώθηκα με ορμή και κλείστηκα στο δωμάτιό μου. Καθώς προχωρούσα στον διάδρομο, άκουσα την Ελένη να ρωτάει –ίσως για εκατοστή φορά από όταν έμαθε ότι πλέον θα μέναμε σε σπίτι με αυλή– αν θα πάρουμε σκυλάκι.
Αυτό ήταν. Ήταν ανένδοτοι – και είχαν και την υποστήριξη της μικρής. Ήλπιζα μέχρι και την τελευταία στιγμή πως κάτι θα γινόταν και τα σχέδια της μετακόμισης θα άλλαζαν. Πως θα μέναμε εδώ που ήμασταν, στο ίδιο διαμέρισμα και στην ίδια πόλη που μέναμε ήδη για δώδεκα χρόνια. Όμως άρχισα να χάνω τις ελπίδες μου, όταν αρχίσαμε να πακετάρουμε, και με κάθε κούτα που σφραγιζόταν, ένιωθα όλο και πιο απεγνωσμένος.
Κατακαλόκαιρο. Τα σχολεία είχαν ήδη κλείσει. Ο κόσμος έφευγε για διακοπές: άλλοι σε νησιά, άλλοι για παραθερισμό στα εξοχικά τους στη θάλασσα, άλλοι σε παππούδες και γιαγιάδες στα χωριά τους, άλλοι σε κατασκηνώσεις. Κι εμείς, μέσα στον πρώτο καύσωνα, να γεμίζουμε κούτες. Κυριολεκτικά, να τακτοποιούμε τη ζωή μας σε κουτάκια. Τοποθετούσα βαριεστημένα και απρόθυμα κάθε παιχνίδι και βιβλίο στις κούτες που μου είχε υποδείξει η μαμά. Εκείνη έτρεχε από δωμάτιο σε δωμάτιο και κάθε τόσο έλεγε: «Πόσα συμπράγκαλα έχουμε! Πόση σαβούρα έχουμε μαζέψει! Στο καινούριο σπίτι όλα θα έχουν τη θέση τους!». Ο μπαμπάς και οι θείοι μου αγνοούσαν τους μονολόγους της. Φυσούσαν και ξεφυσούσαν με κάθε κούτα που κουβάλαγαν κι έδιναν οδηγίες στους ανθρώπους της μεταφορικής. Η αδερφή μου στον κόσμο της. Χτένιζε τα μαλλιά κάθε κούκλας της πριν τη βάλει στην κούτα, μέχρι που ήρθε η μαμά να τη βοηθήσει. «Δεν θα τελειώσουμε ποτέ έτσι» τη μάλωσε.
Μέχρι που κάποια στιγμή όλα μπήκαν στη θέση τους. Κάθε αντικείμενο του σπιτιού ήταν σφραγισμένο σε χαρτόκουτα που απ’ έξω επισήμαιναν το περιεχόμενό τους: ΠΟΤΗΡΙΑ ΕΥΘΡΑΥΣΤΟΝ, ΡΟΥΧΑ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΑ, ΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΑ ΠΡΟΣΟΧΗ, ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΕΛΕΝΗΣ, ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΜΙΧΑΛΗ. Μάζεψαν και τα έπιπλα – κάποια θα τα κρατούσαμε, κάποια θα τα χαρίζαμε. Το σπίτι έμοιαζε τεράστιο έτσι άδειο που ήταν, φάνταζε σαν να χωρούσε άλλους τέσσερις μαζί μ’ εμάς. Γεμίσαμε και το φορτηγό και τ’ αμάξι μας και ξεκινήσαμε. Μπροστά εμείς, πίσω η μεταφορική. Μου είπαν πως δεν θα κάναμε πολλές ώρες, αλλά η διαδρομή μού φάνηκε τεράστια. Χάζευα έξω από το παράθυρο για να περάσει η ώρα, καθώς η αδερφή μου σιγομουρμούριζε τραγούδια από τα παιδικά της και οι γονείς συζητούσαν.
Το τοπίο έξω άλλαζε συνέχεια. Περάσαμε μία-μία τις γειτονιές της πόλης, διασχίσαμε δρόμους στους οποίους δεν είχα ξαναπατήσει, ώσπου βγήκαμε στον αυτοκινητόδρομο. Κι όλο πηγαίναμε και πηγαίναμε. Οι πολυκατοικίες έδωσαν τη θέση τους σε χωράφια με αγελάδες, σε μικρά χωριά, σε άλλα χωράφια. Όλη αυτή την ώρα σκεφτόμουν πώς μπορεί να είναι η ζωή εκεί. Οι γνώμες των φίλων μου δεν βοήθησαν. Κάποιοι είπαν πως θα είναι τέλεια, γιατί θα έχει άπλα, άλλοι άρχισαν ήδη να με φωνάζουν επαρχιωτάκι. Εγώ δεν ήξερα από άπλα, ούτε είχαμε χωριό όπως άλλα παιδιά. Οι παππούδες μας έμεναν στην πόλη κι αυτοί. Σχολείο, μπάλα στην αυλή του σχολείου ή στα γηπεδάκια της γειτονιάς, GameBoy, σπίτι και τηλεόραση. Τι θα πει «άπλα»; Πώς τη γεμίζεις την άπλα χωρίς την παρέα σου;
Κάποια στιγμή βαρέθηκα να χαζεύω έξω το πανομοιότυπο τοπίο και ζήτησα απ’ τη μαμά το κινητό της να παίξω φιδάκι. Είχα πέσει για τρίτη φορά στην ουρά μου, όταν ο μπαμπάς ανακοίνωσε πως φτάσαμε.
Το καινούριο σπίτι ήταν μια διώροφη μονοκατοικία σε μια γειτονιά έξω από το κέντρο της πόλης. Δεξιά κι αριστερά του είχε άλλες πανομοιότυπες, σχεδόν ολόιδιες, διώροφες μονοκατοικίες. Απ’ έξω ήταν βαμμένο ανοιχτό μπλε και μπροστά είχε χώρο για το πάρκινγκ του αυτοκινήτου και μια μικρή αυλή με ένα δέντρο που αργότερα έμαθα πως ήταν μουσμουλιά. Είδα την αδερφή μου να απογοητεύεται βλέποντας το μέγεθος της αυλής. Ακούμπησα το χέρι μου στον ώμο της. «Μην ανησυχείς» της είπα, «μπορούμε ακόμα να τους πείσουμε για σκύλο».
Μια παρέα παιδιών πάνω σε ποδήλατα πέρασε μπροστά από το σπίτι, εξετάζοντάς μας. Κάποια, μάλιστα, γύρισαν τα κεφάλια να ξανακοιτάξουν τι γινόταν, καθώς απομακρύνονταν. Η αδερφή μου τους παρατηρούσε με προσμονή. Έπειτα γύρισε σ’ εμένα και μου έγνεψε καταφατικά, σαν να συμφωνούσε σε κάτι πολύ σοβαρό που μόλις είχαμε αποφασίσει. Ξαφνικά, έμοιασε μεγαλύτερη από την ηλικία της.
Οι γονείς μας και οι άντρες της μεταφορικής ξεκίνησαν το ξεφόρτωμα. Εμείς κοιτούσαμε και βοηθούσαμε όσο μπορούσαμε – κυρίως με το να μην μπλέκουμε στα πόδια τους. Όταν ο μπαμπάς άφησε την πρώτη κούτα στο καθιστικό, αναφώνησε με το θεατρικό του ύφος: «Καλώς ήρθατε στο καινούριο σας σπίτι!». Μας κοιτούσε, εμένα και την αδερφή μου, με ένα λαμπερό χαμόγελο μέχρι τ’ αφτιά, σαν να μας ανακοίνωνε πως κερδίσαμε εφ’ όρου ζωής απόθεμα σε παγωτό. Αλλά πού τέτοια τύχη! Το σπίτι στο νούμερο 7 απέκτησε καινούριους ενοίκους και τα παιδιά με τα ποδήλατα θα μετέφεραν το μήνυμα στην υπόλοιπη γειτονιά.