«Η λέξη πρέπει να πληγώνει, θα πεις. Από πού θέλεις όμως να σου βρω λέξεις που πληγώνουν; Όλες οι λέξεις μας είναι στρογγυλές».
(απόσπασμα από το βιβλίο)
Στη Θεωρία του μυθιστορήματος, προσεγγίζοντας την εποποιία και το μυθιστόρημα ως λογοτεχνικά είδη, ο Λούκατς εξηγεί ότι το μυθιστόρημα έπεται της εποποιίας, αντικαθιστώντας την και εισάγοντας ταυτόχρονα μια νέα κοσμοθεωρία: εάν η εποποιία εξέφραζε έναν κόσμο που τον χαρακτηρίζει μια θρησκευτική πνοή και στον οποίον θεοί και ήρωες συνυπάρχουν, το μυθιστόρημα αντιστοιχεί σε έναν κόσμο από τον οποίον ο Θεός απουσιάζει. Αυτό είναι που οδηγεί τον Έντουαρντ Σαΐντ στο να επισημάνει, στο Περί χαμένων υποθέσεων, ότι «το μυθιστόρημα είναι μια αφήγηση χωρίς λύτρωση». Διαβάζοντας την Πύλη του Ήλιου του Ελίας Χούρι, το λεγόμενο «μεγάλο παλαιστινιακό μυθιστόρημα», ερχόμαστε σε επαφή με ένα έργο επικών διαστάσεων που σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί εποποιία. Είναι όμως, ταυτόχρονα, και ένα καινοτόμο μυθιστόρημα.
Το έργο ξεκινά και κλείνει με έναν θάνατο, τοποθετούμενο σε έναν χώρο που βρίσκεται υπό αίρεση. Ο δόκτωρ Χαλίλ συναντά «σε ένα νοσοκομείο της Γαλιλαίας» τον Γιούνις, έναν Παλαιστίνιο αγωνιστή της γενιάς του πατέρα του, τον οποίον θαυμάζει βαθιά. Ο Γιούνις έχει πέσει σε κώμα χωρίς ελπίδα επιβίωσης, αλλά ο Χαλίλ αποφασίζει να τον φροντίσει ούτως ή άλλως, αποκαλώντας τον «πατέρα» και λέγοντάς του ιστορίες για την Παλαιστίνη. Τα πάντα βρίσκονται υπό αίρεση: ο Χαλίλ δεν είναι πραγματικά γιατρός, είναι βοηθός νοσοκόμου με μια σύντομη εκπαίδευση στην Κίνα· το νοσοκομείο δεν είναι ακριβώς νοσοκομείο, είναι βέβαια μια προσωρινή δομή έξω από τον καταυλισμό της Σατίλα, η οποία σταδιακά εκκενώνεται· ο Γιούνις δεν είναι ο πατέρας του Χαλίλ, αν και αποτελεί για αυτόν πατρική φιγούρα· και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι θα μπορέσει να ακούσει οποιαδήποτε από τις ιστορίες που θα του αφηγηθεί ο Χαλίλ, που θυμίζει μια Χαλιμά ή Σεχραζάντ που παρατείνει τη ζωή (του Γιούνις ή του ίδιου του Χαλίλ;), ενώ ταυτόχρονα τη διηγείται, σε μια άλλου είδους νύχτα.
Οι ιστορίες του Χαλίλ είναι εκατοντάδες αφηγήσεις που συχνά αλληλοπλέκονται μεταξύ τους, και βασίζονται σε αληθινές καταθέσεις που συνέλεξε ο Χούρι, που είναι λιβανέζικης καταγωγής, αλλά δηλώνει Παλαιστίνιος στην ψυχή. Το πρώτο μέρος του βιβλίου εστιάζεται στις αφηγήσεις των Παλαιστινίων με αφορμή τη Νάκμπα, ή Καταστροφή, τον πρώτο μεγάλο διωγμό του παλαιστινιακού λαού από τα πατρώα εδάφη τους μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Μέσα στις εγκιβωτισμένες ιστορίες ο Χαλίλ τυλίγει τον Γιούνις, σαν να τον θέτει μέσα τους, για να αναπαυθεί – ή για να ξυπνήσει, δεν είναι καθαρό. Συχνά οι ιστορίες επανέρχονται, όχι μόνο επειδή αφορούν το ίδιο άτομο και λέγονται από διαφορετική οπτική γωνία ή μένουν στη μέση, για να συνεχίσουν μετά, αλλά επειδή ως έναν βαθμό είναι κοινές μεταξύ πολλών ατόμων, ακόμα κι αν αφορούν διαφορετική γεωγραφία ή χρόνο. Οι αμφισημίες και τα πορώδη όρια μεταξύ των ιστοριών σχηματίζουν αντιστοιχίες με τα πορώδη σύνορα των παλαιστινιακών εδαφών, αλλά και με την αρχαία αραβική παράδοση που θέλει να αποφεύγονται τα ψέματα, και στη θέση του ψέματος να αφήνεται μια ασάφεια, όπως εξηγεί ο Χαλίλ. Με αυτόν τον τρόπο, αληθινά γεγονότα μπορούν να παρουσιαστούν χωρίς τη βεβαιότητα ότι ισχύουν, και αντιστρόφως. Η μέθοδος αυτή, σύμφωνα με τον Χαλίλ, ή με τον Χούρι, εξισώνει ζωή και ιστορία – εξάλλου, η ιστορία είναι μια ζωή που δεν την αφηγήθηκαν, η ζωή μια ιστορία που δεν την έζησαν.
Μία από τις ιστορίες που επανέρχονται είναι η ιστορία αγάπης μεταξύ του Γιούνις, που τώρα πεθαίνει, και της Ναχίλα, που από καιρό έχει πεθάνει. Ο Γιούνις περνούσε επανειλημμένα, με κίνδυνο της ζωής του, τα σύνορα μεταξύ Λιβάνου και Παλαιστίνης, για να φτάσει στη σπηλιά που κρυβόταν η Ναχίλα, την Πύλη του Ήλιου ή Μπαμπ Αλ-Σαμς. Η Πύλη του Ηλίου, που επανέρχεται ως διήγηση και δεν φαίνεται να έχει εντοπιστεί γεωγραφικά, συνεχίζει να περιέχει τις ιστορίες του Γιούνις και της Ναχίλα, και μαζί τους τη ζώσα Παλαιστίνη. Η Μπαμπ Αλ-Σαμς, ως μη εντοπίσιμη, αλλά αφηγήσιμη, παραμένει μια άθικτη γεωγραφία, σε αντίθεση με το πλήθος των οικισμών, χωριών, πόλεων, για την Καταστροφή των οποίων διαβάζουμε. Με αυτόν τον τρόπο, ο μυθιστορηματικός τόπος της Πύλης του Ηλίου μετατρέπεται σε έναν τρόπο, για να επουλωθεί μυθοπλαστικά μια κοινή διαπίστωση που ο Σαΐντ εξέφρασε ως «η γεωγραφία έγινε ο κυριότερος εχθρός μας». Εντούτοις, το εάν πράγματι επουλώνεται το οτιδήποτε μέσω της αφήγησης βρίσκεται και αυτό υπό αίρεση στο ίδιο το μυθιστόρημα: «Ο άνθρωπος κληρονομεί την πατρίδα του, όπως κληρονομεί τη γλώσσα του. Γιατί εμείς απ’ όλους τους λαούς της γης πρέπει να σχεδιάζουμε τη χώρα μας καθημερινά, ώστε να μη χαθούν όλα και να μην κοιμηθούμε τον αιώνιο ύπνο;» αναρωτιέται ο Χαλίλ. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι η μία αφήγηση προσκαλεί την άλλη. Έτσι, η ιστορία του Γιούνις και της Ναχίλα θυμίζει στον Χαλίλ τον δικό του έρωτα για τη Σαμς, που επανέρχεται με ορμή. Και η αλήθεια είναι ότι ο Ελίας Χούρι είχε δηλώσει ότι η Πύλη του Ήλιου δεν είναι ένα μυθιστόρημα για τον θάνατο, αλλά ένα ερωτικό μυθιστόρημα.
Στο τέλος του πρώτου μέρους, οι αφηγήσεις που ξεκίνησαν με αφορμή τη Νάκμπα σε μεγάλο μέρος μοιάζει να συνενώνονται σε μία Μεγάλη Αφήγηση. Το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος, με τίτλο Ο θάνατος της Ναχίλα, έρχεται να εμποδίσει το να θεωρηθεί αυτή η αφήγηση μοναδική και αδιαίρετη, αποδομώντας τόσο την πράξη και τη χρήση της αφήγησης όσο και την ακρόαση και την ερμηνεία της. Εάν το ιστορικό γεγονός που αποτέλεσε τον πυρήνα του πρώτου μέρους είναι η Νάκμπα, στο δεύτερο μέρος δεσπόζει η Σφαγή της Σάμπρα και κυρίως της Σατίλα, όπου βρίσκεται και το παρηκμασμένο σχεδόν νοσοκομείο όπου εργάζεται ο Χαλίλ. Η Σφαγή της Σατίλα, που συνέβη μεταξύ 16 και 18 Σεπτεμβρίου 1982, τελείται σε μια συγκυρία κατά την οποία το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας για το παλαιστινιακό ζήτημα είναι ζωντανό και υπάρχει μια στοιχειώδης ενημέρωση. Το ενδιαφέρον αυτό οδηγεί δημοσιογράφους, καλλιτέχνες (ανάμεσά τους και ο Ζαν Ζενέ, που γράφει το Τέσσερις Ώρες στη Σατίλα), φιλανθρωπικές οργανώσεις και ούτω καθεξής στην περιοχή, για να εκτεθούν όχι μόνο στη γεωγραφία της, αλλά και στις ιστορίες της. Καθίσταται σαφές ότι, σε αντίθεση με τον κωματώδη Γιούνις, που δεν έχει δυνατότητα απάντησης, οι ξένοι –σε μεγάλο βαθμό Ευρωπαίοι και Αμερικάνοι– επισκέπτες μπορούν να αλληλεπιδράσουν με τις αφηγήσεις, να τις ερμηνεύσουν με τον δικό τους τρόπο, ακόμα και να τις ξαναδιηγηθούν, όχι δίχως παρεκκλίσεις. Οι ερμηνείες αυτές, ή ακόμα και η πιθανότητά τους, ουκ ολίγες φορές κατευθύνουν την ίδια την αφήγηση, όπως βλέπουμε στην περίπτωση του αγοριού που τα μαλλιά του άσπρισαν στη σφαγή της Σατίλα, το οποίο διηγείται ξανά και ξανά την ιστορία του, για να πουλήσει βαφή μαλλιών.
Κι ενώ δεν προέρχονται όλες οι παρανοήσεις και οι προβολές από κακές προθέσεις, καθεμιά από αυτές φέρει ένα βάρος και τη δυνατότητα εκκίνησης μιας νέας αφήγησης. Ακόμα και η συμπάθεια και η συμπόνοια δεν είναι άμοιρες ευθυνών: λέει ο Χαλίλ ότι μισούσε τον εαυτό του που στεκόταν «μαγεμένος μπροστά σε εκείνη την κίτρινη αφίσα, τη σχεδιασμένη από έναν Ιταλό καλλιτέχνη, ξεχνάω το όνομά του, στη μνήμη των μαρτύρων του Ταλ αλ-Ζάαταρ. Μισούσα τις τρεις χιλιάδες κάθετες γραμμές που είχε βάλει ο Ιταλός στην αφίσα του. Μισούσα τον τρόπο που γιορτάζαμε τον θάνατο. Ο αριθμός των νεκρών μας ήταν το σύμβολό μας – όσο εκείνοι αυξάνονταν τόσο πιο σπουδαίοι νιώθαμε εμείς». Και η συμπόνοια των αναγνωστών αξίζει να τεθεί επίσης υπό κριτική ματιά, στο μέτρο που, όπως γράφει η Φιόνα Ράιτ στο Palestine, my love, «αγαπώντας και θρηνώντας τον Παλαιστίνιο Άλλον, το ακτιβιστικό υποκείμενο» [ή, στην περίπτωσή μας, το αναγνωστικό υποκείμενο] «αντικειμενοποιεί τον Άλλον, και η αντικειμενοποίηση αυτή είναι ένα είδος βίας».
Με τις πολλαπλές χρήσεις, καμπυλώσεις και παρεμβάσεις των διηγήσεων, ο Χούρι καταφέρνει όχι μόνο να συνενώσει την ιστορία με τη μυθοπλασία, αλλά και να καταστήσει την ένωσή τους γόνιμη, με την έννοια ότι προσφέρει ένα νέο έδαφος πάνω στο οποίο αναπτύσσονται προβληματισμοί και ιδέες – ταυτόχρονα, ο Χαλίλ συνεχίζει να κινείται σε όλα τα επίπεδα, υποβασταζόμενος κάθε φορά που βρέχει από τα «σχοινιά» που πέφτουν από τον ουρανό. Είναι ένα μυθιστόρημα καινοτόμο, στο μέτρο που σχολιάζει την ίδια του τη χρησιμότητα και τις ίδιες του τις πιθανές χρήσεις. «Το θέμα δεν είναι τι συνέβη, αλλά πώς αναφερόμαστε σε αυτό και πώς το θυμόμαστε» λέει ο Χαλίλ. Είναι, επίσης, ένα μυθιστόρημα πιστό στο είδος του, καθώς προσφέρει μια «αφήγηση χωρίς λύτρωση» – ή μήπως πολλαπλές αφηγήσεις; Και η λύτρωση; Ο Σαΐντ εκτιμά ότι «η αφήγηση διαδραματίζει κεντρικό ρόλο» στο να θεωρηθεί μια υπόθεση χαμένη. Οι πολλαπλές αφηγήσεις της Πύλης του Ήλιου, χωρίς να καταλήγουν σε ένα σαφές τέλος ή να προσφέρουν κάποιου είδους λύτρωση, δεν παρουσιάζουν μια υπόθεση χαμένη, καθώς παραμένουν ανοιχτές και σε διαρκή επικοινωνία, προσφέροντας λοιπόν, με τα λόγια του Αντόρνο, «σταθερή επαφή με την πιθανότητα».
Στα Ελληνικά, το έργο μάς έρχεται σε ευθεία μετάφραση από το πρωτότυπο κείμενο στα Αραβικά από την Ελένη Καπετανάκη. Η Καπετανάκη μεταχειρίζεται έναν λόγο πολυεπίπεδο στα Ελληνικά, που δημιουργεί την εντύπωση ότι ο Χούρι γράφει σε ένα κράμα φόσχα και τοπικών αραβικών διαλέκτων. Στις πολλές αρετές της μετάφρασης προσμετράται το ότι η μεταφράστρια εισήγαγε πολλές αραβικές λέξεις στο κείμενο, τις οποίες επεξηγεί στις πολύ εκτενείς σημειώσεις της, καθώς και επίμετρο, που δίνει μια γενική εικόνα για το ιστορικό πλαίσιο και για τον συγγραφέα. Η Πύλη του Ήλιου μπορεί να σφραγίστηκε, παραμένει όμως διαρκώς προσβάσιμη μέσω των αφηγήσεων.
Η Πύλη του Ήλιου
Ελίας Χούρι
Εκδόσεις Καστανιώτης
Μετάφραση: Ελένη Καπετανάκη