When you explain it, it becomes BANAL.

Δέντρο σε αυλή (διήγημα)

Το thumbnail του άρθρου με τίτλο Δέντρο σε αυλή (διήγημα)

Λάτρευε πάντα τις αυλές. Τις πράσινες αυλές. Τις χρωματιστές αυλές. Τις κατάμεστες, ακατάστατες, πολύβουες αυλές. Μέσα τους ήθελε να χάνεται. Ανάμεσα σε γλάστρες με λουλούδια και μυρωδικά, ανάμεσα σε δέντρα αναρριχώμενα και θάμνους να γυρνά. Να αγγίζει κάθε φύλλο, να μυρίζει κάθε άνθος, να περιεργάζεται κάθε ρυτιδιασμένο κορμό. Σε όποιο μέρος κι αν βρισκόταν, πόλη ή χωριό, ήταν οι αυλές των σπιτιών του κάθε τόπου που την καλούσαν και τη γοήτευαν.

Στα λίγα νησιά που επισκέφθηκε, ξαφνιαζόταν κάθε φορά, όταν το στενό δρομάκι που διέσχιζε την έβγαζε μπροστά σε κάποιον κήπο. Σχεδόν εισχωρούσε στον ιδιωτικό χώρο του κάθε σπιτιού, καθώς –κατά πώς φαίνεται– κάποτε οι άνθρωποι δεν είχαν ανάγκη από περιφράξεις και ακριβείς οριοθετήσεις της ιδιοκτησίας τους. Ο ιδιωτικός χώρος γινόταν ένα με τον δημόσιο. Αν πετύχαινε παρόντες τους ιδιοκτήτες, θα τους καλημέριζε, με λόγια, ένα νεύμα ή ένα χαμόγελο. Μπορεί να τους παίνευε για την ομορφιά ή την ευωδιά κάποιου λουλουδιού που ξεφύτρωνε μέσα από μια περιποιημένη γλάστρα.

Ζήλευε τα σπίτια με αυλές και μπαχτσέδες. Όχι μονάχα την ομορφιά τους ή τον συσχετισμό των κατοικιών αυτών με τον ενδεχόμενο πλούτο των κατοίκων τους. Συσχετισμός μονάχα επιφανειακός, θα έλεγε κανείς εξάλλου, αφού τα πιο όμορφα άνθη μεγαλώνουν υπό τη φροντίδα των πιο επιμελών χεριών, κι όχι απαραίτητα των πιο γεμάτων πορτοφολιών. Το μεράκι των επίδοξων αυτών κηπουρών το θαύμαζε. Ανάμεσα σε αυτούς και οι γονείς της, οι παππούδες της. Αυτοί μεγάλωσαν μέσα σε κήπους, με χώμα μπροστά από την εξώπορτά τους, με τον ίσκιο των δέντρων πάνω από το κεφάλι τους, με αρώματα και τιτιβίσματα έξω από το παράθυρό τους.

Σε αντίθεση με εκείνη. Παιδί του διαμερίσματος, από το «μπροστά» μπαλκόνι στο «πίσω». Το ένα να κοιτάει δρόμο ασφαλτοστρωμένο και μια πενταώροφη πολυκατοικία φάτσα φόρα, το άλλο ανοιχτό σε ακάλυπτο, πλέον παρκινγκ αυτοκινήτων. Παιδί του διαμερίσματος μιας πολυκατοικίας χτισμένης χρόνια πριν από τη γέννησή της. Πριν από αυτήν, στο νυν παρκινγκ υπήρχε ένα σπίτι και μια αυλή με δέντρα. Το σπίτι που αγόρασε η προγιαγιά της, αυτό που στέρησε από τους παππούδες και τη μάνα της ο θεσμός της αντιπαροχής. Το σπίτι που γκρέμισαν, για να χτίσουν πολυκατοικία –όπως τόσα άλλα– πενταώροφη με όλες τις ανέσεις, έναντι ενάμιση διαμερίσματος. Στο νυν παρκινγκ κάποτε υπήρχαν δέντρα φυτεμένα με μεράκι και αγάπη από τον παππού της, μια ελιά, μια μουσμουλιά, μια ροδιά. Δεν υπάρχουν πια. Τώρα μονάχα τσιμέντο και λαμαρινένια υπόστεγα που προστατεύουν τα αυτοκίνητα των ενοίκων φαίνονται από το μπαλκόνι της στον τρίτο όροφο.

Από μπαλκόνι σε μπαλκόνι την έβγαζε όλα τα παιδικά της καλοκαίρια. Μπαλκόνια, όμως, όπου οριακά χωρούσαν δυο καρέκλες κι ένα τραπεζάκι από τις γλάστρες που γέμιζαν τον τόπο. Βασιλικός, δεντρολίβανο, αλόη, τριανταφυλλιά, βουκαμβίλια και πόσα άλλα ακόμα φυτά πρόβαλλαν μέσα από γλάστρες διαφόρων μεγεθών. Μπαλκόνια πράσινα. Ένα καναρίνι σε κλουβί, κρεμασμένο πάντα από ένα μικροσκοπικό καρφί –απορίας άξιο πώς άντεχε το βάρος– κατοικούσε μια στο ένα και μια στο άλλο μπαλκόνι, ανάλογα με τον καιρό. Αυτοί ήταν οι κήποι που ήξερε εκείνη, οι κρεμαστοί κήποι. Κατάμεστοι με γλάστρες μεν, χωρίς χώμα και δέντρα δε.

Ονειρευόταν μια αυλή. Δεν την ένοιαζε αν θα ’ναι μεγάλη ή μικρή, αρκεί σαν ζέσταινε ο καιρός να έβγαζε παπούτσια και παντόφλες και τα πέλματά της να έβρισκαν γρασίδι. Να καθόταν στην καρέκλα της κάτω από τον ίσκιο κάποιου δέντρου και να έκλεινε τα μάτια με τα πόδια απλωμένα στο χορτάρι. Αρώματα από τα γύρω λουλούδια και τα μυρωδικά να τρύπωναν στη μύτη της. Το τιτίβισμα των πουλιών να μπλεκόταν με το θρόισμα των φύλλων μέσα στ’ αφτιά της. Μια χνουδωτή ουρά να περνά βιαστικά ανάμεσα απ’ τα πόδια της.

Κι έτσι όπως θα καθόταν στην καρέκλα της, ο χρόνος θα κυλούσε αργά, τα δευτερόλεπτα θα έδιναν τη θέση τους στα λεπτά, τα λεπτά στις ώρες, οι ώρες στις μέρες και τα χρόνια. Λεπτές μα γερές ρίζες θα άρχιζαν να βγαίνουν από τα πόδια της με κατεύθυνση το χώμα. Όσο ο χρόνος θα περνούσε, τόσο εκείνη θα καρφωνόταν στη γη. Οι ρίζες θα περικύκλωναν τα πόδια της καρέκλας, το σώμα της θα άλλαζε όψη και υφή, θα γινόταν πλέον άκαμπτο, τραχύ. Τα χέρια της θα υψώνονταν στον ουρανό και θα ’ταν πια κλαδιά, τα σγουρά μαλλιά της φύλλα. Κάθε χρόνο θα έπαιρνε ύψος, κι άλλο ύψος. Τα πουλιά θα κατοικούσαν ανάμεσα στις μπούκλες της και οι γάτες θα σκαρφάλωναν στην πλάτη και στους ώμους της. Και αντί να μετράει κάθε πρωί μπροστά στον καθρέπτη τις λευκές τρίχες που θα φύτρωναν στα μαλλιά της, θα παρατηρούσε τη φυλλωσιά της, που θ’ άλλαζε χρώμα ανά την εποχή, στην αντανάκλαση από τις λιμνούλες που θα σχημάτιζε το νερό της βροχής στο χώμα. 


Μοιράσου το με αγαπημένους σου