Ξύπνησε ύστερα από έναν ακόμα εφιάλτη. Άνοιξε τα μάτια και το μόνο που αντίκρισε ήταν το σκοτάδι. Το δωμάτιο θα πρέπει να ήταν παγωμένο. Κάτω από το παχύ πάπλωμα η ζεστασιά που απλωνόταν στο κορμί της την αποθάρρυνε απ’ το να σηκωθεί. Τα μάτια της συνήθισαν σιγά σιγά στην έλλειψη φωτός. Σκιές και περιγράμματα διαγράφονταν όλο και πιο καθαρά στο μικρό υπνοδωμάτιο. Σκέφτηκε να ανάψει το φωτιστικό του κομοδίνου, αλλά δίστασε από φόβο μήπως την ξυπνήσει. Κοιμόταν ακόμα βαθιά δίπλα της, ανάσκελα και ελαφρώς ανασηκωμένη, πάνω σε πολλά μαξιλάρια. Το σώμα της ταλαντευόταν στον ρυθμό της βαριάς ανάσας της. Μια υποψία ροχαλητού –σαν σφύριγμα– ήταν ο μόνος ήχος που ακουγόταν στο δωμάτιο.
Άπλωσε το χέρι της προσεκτικά έξω από το πάπλωμα, με το βλέμμα καρφωμένο πάνω της, λες και η μικρότερη ανεπαίσθητη κίνηση θα μπορούσε να διαταράξει έναν τόσο βαθύ ύπνο. Βρήκε το κινητό της και, κρύβοντας την οθόνη του όσο καλύτερα μπορούσε, πάτησε το κουμπί στο πλάι. Το απότομο φως την τύφλωσε για κλάσματα του δευτερολέπτου: πέντε το πρωί. Αναστέναξε. Άλλη μια μέρα. Εφιάλτες και αϋπνίες είχαν γίνει πια κομμάτι της καθημερινότητάς της, ένα ακόμα βάρος. Δεν προσπάθησε καν να ξανακοιμηθεί. Ήξερε, όπως και κάθε άλλη φορά, πως δεν θα τα κατάφερνε. Μάζεψε δυνάμεις και σηκώθηκε προσεκτικά, με αργές κινήσεις.
Το όνειρο, ακόμα ζωντανό, έπαιζε σε επανάληψη μέσα στο κεφάλι της. Το ίδιο όνειρο, το επαναλαμβανόμενο, σχεδόν κάθε βράδυ παρόμοιο. Το διηγιόταν ξανά και ξανά στον εαυτό της, μα δεν τόλμησε ποτέ να το διηγηθεί σ’ εκείνη. Έτρεχε, πάντα έτρεχε να προλάβει. Ένα λεωφορείο, ένα τρένο... Πάντα τελευταία στιγμή το έχανε. Το έβλεπε να περνάει από μπροστά της με ιλιγγιώδη ταχύτητα, τα πρόσωπα των επιβατών στα παράθυρα να αλλοιώνονται, να γίνονται ρευστά, κι έπειτα να εξαφανίζονται. Δεν προλάβαινε ποτέ. Περίμενε πάντα το επόμενο –κάπως έπρεπε να φτάσει–, μα πάντα το επόμενο αργούσε. Σε εκείνο το σημείο, είτε θα συνέχιζε να περιμένει είτε θα το έπαιρνε με τα πόδια, τρέχοντας. Μα όσο γρήγορα κι αν έτρεχε, δεν προλάβαινε ποτέ. Έμοιαζε σαν τα πάντα να εξαρτιόνταν από το αν θα έφτανε στην ώρα της την πρώτη φορά – μα δεν προλάβαινε ποτέ. Δεν την προλάβαινε ποτέ. Το κρεβάτι της ήταν άδειο – κάθε φορά. Το δωμάτιο του νοσοκομείου άδειο. Και κάπου εκεί, ανάμεσα στις άδειες κλίνες, το λευκό των βρώμικων τοίχων την καταπλάκωνε, οι επιφάνειες μαγνητίζονταν στο σώμα της και, λίγο πριν τελειώσει ο αέρας, άνοιγε τα μάτια της.
Η μηχανή του καφέ ξύπνησε με ένα γουργουρητό. Στο τραπέζι της κουζίνας απλωμένα φάρμακα. Βρήκε τη θήκη των χαπιών και άνοιξε ένα ένα τα κουτιά, διαλέγοντας τα δισκία της ημέρας για πρωί, μεσημέρι και βράδυ, όπως έκανε κάθε πρωί. Ήταν η δουλειά της να διαλέγει τα μικροσκοπικά, πολύχρωμα δισκία, να τα κόβει σε μισά ή τέταρτα, να τα τοποθετεί στην κατάλληλη ώρα της ημέρας. Κι αν της διηγιόταν το όνειρό της, θα καταλάβαινε τι της έλεγε; Θα καταλάβαινε ακόμα ποια ήταν εκείνη που της μιλούσε; Δεν την προλάβαινε ποτέ.
Το γουργουρητό σταμάτησε. Μια αναζωογονητική μυρωδιά καφέ απλώθηκε στη στενή –σχεδόν πνιγηρή– κουζίνα. Είχε κρύο στο δωμάτιο. Δεν άναβαν τα σώματα. Ωστόσο, το διάχυτο άρωμα καφέ και η θέρμη που ανάβλυζε από την κούπα της της δημιούργησαν μια προσωρινή αίσθηση ζεστασιάς. Σε δυο ώρες θα έπρεπε να φύγει. Ήθελε κι άλλον χρόνο μαζί της, όσο προλάβαινε να είναι ο εαυτός της. Όσον λίγο χρόνο τους απέμενε, να τον περάσει με τη γυναίκα που τη μεγάλωσε. Γιατί εκείνη ήταν που τη μεγάλωσε, κι όχι η μάνα της. Η μάνα της μονάχα δούλευε. Δούλευε, για να έχουν σπίτι να μείνουν, φαγητό να φάνε, ρούχα να ντυθούν. Οι τρεις τους, πάντα οι τρεις τους. Μα τώρα ό,τι απέμεινε από εκείνη ήταν ένα σώμα δίχως νου, δίχως παραμύθια και ιστορίες από τα παλιά, δίχως ζωή πραγματική –ένα κέλυφος–, που λίγο θύμιζε τη γυναίκα εκείνη, μητέρα και γιαγιά μαζί.
Ένα τρίξιμο.
«Τι κάνεις; Είναι πολύ νωρίς» ακούστηκε από τη μισάνοιχτη πόρτα. Ήταν η μητέρα της.
«Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Πώς και ξύπνησες εσύ; Γύρισες αργά».
«Άκουσα θόρυβο. Βγήκες καθόλου στο μπαλκόνι;»
«Όχι, έχει κρύο. Θες καφέ;»
«Όχι, ευχαριστώ. Θα πάω να ξανακοιμηθώ» είπε πνίγοντας ένα χασμουρητό. «Η γιαγιά;»
«Τα ίδια».
Για λίγο δίστασε. Της χαμογέλασε. «Σήμερα μάλλον δεν θα πας σχολείο. Δοκίμασε να ξανακοιμηθείς».
«Γιατί να μην πάω σχολείο;»
«Κοίτα λίγο έξω απ’ το παράθυρο».
Το παντζούρι της κουζίνας ήταν μισοκατεβασμένο, κι όπως πλησίασε να το σηκώσει, άστραψε το φως της λάμπας έξω από την πολυκατοικία τους. Οι δρόμοι ήταν κατάλευκοι. Ψυχή δεν περπατούσε έξω. Όλα τα αυτοκίνητα ήταν σκεπασμένα από ένα παχύ στρώμα χιονιού. Δεν θα πήγαινε σχολείο σήμερα. Ίσως και να την προλάβαινε. Ίσως να είχαν μια τελευταία ευκαιρία, τούτη την άσπρη μέρα.