Εκδόσεις: Ωκεανίδα | Σειρά: Οι Επτανήσιοι
Εισαγωγή-Επιμέλεια: Βαγγέλης Αθανασόπουλος
Πώς ξεκινά μια αρχή;
Όταν η Αγλαΐα η Παντελάκη, που συνέλαβε την ιδέα του περιοδικού και προχώρησε στην υλοποίησή του, μου πρότεινε να γράψω για το πρώτο τεύχος ένα κείμενο για κάποιο βιβλίο που διάβασα, πρώτα χάρηκα για το καινούριο εγχείρημα, και την αμέσως επόμενη στιγμή προβληματίστηκα. Ποιο βιβλίο είναι ταιριαστό για ένα πρώτο τεύχος;
Αποφάσισα να σας μιλήσω για ένα βιβλίο εκτός χρόνου, με το οποίο έγινε ένα ξεκίνημα, και για τη γυναίκα που το έγραψε, την Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου. Η αγάπη μου γι’ αυτό μου λέει να μην το παρουσιάσω ως κριτική, αν και δεν θα μου κόστιζε σε τίποτε το να μοιράσω γενναιόδωρα αστεράκια. Το βιβλίο είναι η Αυτοβιογραφία της Ελισάβετ, που κυκλοφορούσε από τις εκδόσεις Ωκεανίδα, μα δυστυχώς εξαντλήθηκε. Κι όμως, αξίζει να μιλήσουμε γι’ αυτό το δυσεύρετο διαμαντάκι.
Βλέπετε, η Μουτζάν θεωρείται η πρώτη γυναίκα που έγραψε στα Ελληνικά –θα τις λέω «λογοτέχνισσες»– κι έγραψε μάλιστα πριν καν η Ελλάδα γίνει ανεξάρτητο κράτος. Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1801 και συνέθεσε ποιήματα, έγραψε θεατρικά, έκανε μεταφράσεις. Δούλευε αφοσιωμένη στο γράψιμο μέχρι τον γάμο της, το 1831. Τον γάμο δεν τον ήθελε, και την επόμενη χρονιά πέθανε στη γέννα. Τα έργα της δεν εκδόθηκαν ποτέ, παρά μόνο τμήμα της Αυτοβιογραφίας της, κι αυτό μετά τον θάνατό της, το 1881, από τον γιο της, τον Ελισαβέτιο. Παρά την υπόσχεση να δημοσιευτούν κάποια στιγμή και τα υπόλοιπα έργα της, αυτό όχι μόνο δεν συνέβη, αλλά χάθηκαν κιόλας από το αρχείο λόγω του σεισμού και της πυρκαγιάς στη Ζάκυνθο το 1953.
Έμεινε όμως, ευτυχώς, η Αυτοβιογραφία. Πόσο ταιριαστό το πρώτο δείγμα γυναικείας γραφής στα Ελληνικά να είναι αυτοβιογραφικό, στ’ αλήθεια! Αυτή η πρώτη γυναικεία γραφή αποτελεί ταυτόχρονα και ιστορική καταγραφή, μια πρωτοπρόσωπη μαρτυρία για τη ζωή των γυναικών της εποχής στη Ζάκυνθο, των γυναικών βέβαια της προνομιούχας κοινωνικής τάξης, στην οποία ανήκε η Ελισάβετ. Η ιστορία που παρακολουθούμε, δεν είναι απλώς η ιστορία της ζωής της, αλλά η ιστορία των διεκδικήσεών της για να μορφωθεί, να γράψει, να μείνει ελεύθερη να γράφει. Είναι ένα κείμενο όλο ευαισθησία, που πίσω του κρύβονται πάμπολλες νίκες και το αγωνιστικό πνεύμα της γυναίκας που το έγραψε.
Τα εμπόδια που διηγείται η Ελισάβετ, ήταν πολλά. Ενώ κάποια οφείλονταν σε τυχαία γεγονότα (τον θάνατο, για παράδειγμα, ενός δασκάλου), τα περισσότερα εγείρονταν λόγω των κανόνων της ευπρέπειας που επέβαλλαν στις γυναίκες να μένουν κλεισμένες μέσα στο σπίτι, ένα σπίτι που η Ελισάβετ χαρακτηρίζει «γεμάτο σκοτάδι» Γράφει: «Tὸ ‘σπῆτι μας εἶχε (καθὼς καὶ ἀκόμη ἔχει) ἐκεῖνο τὸ παλαιόν, βάρβαρον καὶ ἀφύσικον καὶ ἀπάνθρωπον ἦθος, ὁποῦ θέλει ταῖς γυναίκαις ξεχωρισμέναις ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινην ἐταιρίαν». Το ότι με μοναδικό παράθυρο στον έξω κόσμο τα βιβλία και κάποιες μετρημένες στα δάχτυλα εξόδους κατάφερε να ασχοληθεί με τη συγγραφή δικών της έργων, είναι άθλος διόλου ευκαταφρόνητος. Κι όπως η ίδια παρατηρεί όταν ο ιερομόναχος Θεοδόσιος Δημάδης, ο δάσκαλός της, θαυμάζει κι απορεί που μια κοπέλα έχει μάθει να γράφει, αυτό δεν είναι αξιοθαύμαστο επειδή είναι γυναίκα, αλλά μάλλον επειδή θα πίστευε κανείς ότι με τον καταναγκαστικό εγκλεισμό οι Ζακυνθινές θα στερούνταν τη δυνατότητα να μορφωθούν.
Αν αυτό ακούγεται σαν φεμινιστικό πρόταγμα, δεν είναι τίποτα μπροστά σ’ αυτό που θα ακολουθήσει. Η συνέχεια της αφήγησης αποκαλύπτει μια Ελισάβετ που αποφασίζει πως έχει βρει αυτό που αγαπά, τη συγγραφή, και δεν την ενδιαφέρει ο ρόλος της συζύγου και ο γάμος. Ξεκινά διακριτικά –«ἡ ὑπανδρεία ἄρχισε νὰ μοῦ ἀνοστίζῃ»– αλλά εξελίσσεται σταθερά σε σθεναρές διεκδικήσεις για έναν δικό της κόσμο, όχι μόνο δωμάτιο. Προτιμά να συνεχίσει να μορφώνεται, κι ας γίνει μοναχή για να το πετύχει αυτό, κι ας προσπαθήσει ακόμα και να το σκάσει από το κλειστό σπίτι γεμάτο σκοτάδι, προκειμένου να στερηθεί την αγαπημένη της ασχολία, που δεν είναι μόνο μια δραστηριότητα, αλλά κομμάτι του εαυτού της, όπως τον θέλει να είναι.
Είπαμε πιο πάνω ότι ξέρουμε την ιστορία της˙ γνωρίζουμε ότι δεν το έσκασε, γνωρίζουμε ότι μάλλον καλώς δεν επιθυμούσε γάμο, αφού την έκανε να σταματήσει να γράφει κι έναν μόλις χρόνο αργότερα να πεθάνει. Αυτή η κεκλεισμένων των θυρών αυτοβιογραφία δεν διαβάζεται τόσο με την αγωνία του τι θα συμβεί, αλλά του τι θα της συμβεί και του πώς έγινε, παρ’ όλα αυτά, η Ελισάβετ να τολμάει να δρα – όχι μόνο να σκέφτεται, κι όχι μόνο να γράφει. Πώς έγινε και διεκδίκησε η Ελισάβετ ένα δικό της δωμάτιο, ενώ πέθανε μισό αιώνα πριν γεννηθεί η Γουλφ˙ πώς έγινε κι άρθρωσε φωνή μεγάλη. Τη φαντάζομαι σ’ έναν παράλληλο κόσμο να συναντιέται με τη Σπίβακ, να συζητάνε, και να της λέει «ναι, Γκαγιάτρι, μπορούν οι υποτελείς να ομιλούν, αρκεί να τους δοθεί ο λόγος».
Κι αυτό είναι το θέμα με την Ελισάβετ: έχουμε μόνο αυτό το τμήμα της Αυτοβιογραφίας της στα χέρια μας, κι αυτό όχι ολόκληρο, ενώ γνωρίζουμε ότι η λογοτεχνική της παραγωγή ήταν πλούσια. Έτσι, παρόλο που μια αυτοβιογραφία θα έπρεπε να είναι αποκαλυπτική, εμένα μου φτάνει ίσα για να προσπαθώ να φανταστώ όλα τα υπόλοιπα που έγραψε, κι όσα δεν πρόλαβε να γράψει. Κορυφή παγόβουνου που δεν θα δούμε ποτέ ολόκληρο η Αυτοβιογραφία της, και θα έλεγα πως είναι κρίμα – αλλά δεν θα το πω, γιατί αφότου το πήρα απόφαση ότι έφτασα στην τελευταία τελεία του κειμένου, να σου που διέκρινα να ξεχωρίζει μια αρχή που πριν δεν ήξερα ότι υπήρχε!