Ήθελα να βγω μια βόλτα να καθαρίσω το μυαλό μου. Μια βόλτα όπως παλιά. Πήρα τη μάσκα μου, έβαλα το αντισηπτικό στην τσέπη. Όχι όπως παλιά, παλιά δεν χρειάζονταν αυτά. Ήξερα πως δεν θα άγγιζα και τίποτα, όμως μονάχα στην ιδέα ότι θα πατούσα τον διακόπτη για να ανάψω το φως της πολυκατοικίας, να γυρίσω το πόμολο της εξώπορτας για να βγω στην πυλωτή, ένας παράλογος φόβος με κυρίευσε. Ποιος ξέρει ποιος άλλος άγγιξε τις ίδιες επιφάνειες! Να ’ταν άραγε καθαρά τα χέρια του;
Φοράω το παλτό μου, τυλίγομαι με το κασκόλ μου, τα γάντια στην αριστερή μου τσέπη. Μήνυμα να στείλω, κι έτοιμη. Με το που βγαίνω από την πολυκατοικία, παγωμένο αγιάζι με διαπερνά. Μπήκε για τα καλά ο χειμώνας και χαμπάρι δεν το πήρα. Η υφασμάτινη μάσκα κρατά ζεστό το πρόσωπό μου. Τα γυαλιά μου θολώνουν. Τα βήματά μου με οδηγούν μηχανικά στο πεζοδρόμιο και παίρνω τον γνώριμο δρόμο για το κέντρο. Ψυχή δεν περπατά στην μικρή πόλη εκτός από τα περιστασιακά αυτοκίνητα και τα μηχανάκια των ντελιβεράδων που σπάνε τη σιωπή του κυριακάτικου απογεύματος. Τα φώτα τους με θαμπώνουν, η βουή των κινητήρων τους με προτρέπει να στρίψω το κεφάλι καθώς περνούν. Προσέχοντας την αλλαγή στη συχνότητα, συλλογίζομαι τον Κρίστιαν Ντόπλερ.
Κατηφορίζοντας προς την κεντρική πλατεία, αριστερά και δεξιά μου, στην απέναντι πλευρά του δρόμου, όλο και πληθαίνουν οι σκοτεινές βιτρίνες των καταστημάτων. Να ήταν άραγε περίοδος εκπτώσεων τώρα; Για την ενίσχυση της οικονομίας. Πόσα μαγαζιά κλειστά, πόσες οικογένειες χωρίς πάτημα. Όσοι καταστηματάρχες πρόλαβαν, το γύρισαν σε e-shop. Παρηγοριά οι ηλεκτρονικές αγορές για κάποιους, σαν ναρκωτικό – όταν υπάρχουν χρήματα, φυσικά. Τι τους πιάνει, δεν ξέρω. Όπως ο παππούς μου, που τ’ αγόραζε όλα δυο δυο, μήπως και ξεμείνει το σπίτι από λάδι, απορρυπαντικά, χαρτικά. «Από την Κατοχή του έμεινε» τον δικαιολογούσε η μάνα. Πάνε δεκαπέντε χρόνια που είναι απών. Τηλεόραση δεν θ’ άνοιγε αν ζούσε τώρα, από φόβο μην ανεβάσει πίεση. Τι κι αν είναι, τι κι αν δεν είναι ανοιχτή η αγορά, όταν το σκέφτεσαι να βγεις έξω...
Ορίστε κι ένα σπίτι στο βάθος που ακόμα είναι στολισμένο, λαμπάκια φαίνονται να αναβοσβήνουν πίσω από την κουρτίνα. Πέρασαν και οι γιορτές, και η μητέρα μου δεν στόλισε φέτος, δεν της πήγε η καρδιά να γιορτάσει. Κάποτε μου είχε πει πως για να ξεφεύγεις από τη μονοτονία της καθημερινότητας, καλό είναι να κάνεις κάτι διαφορετικό τις μέρες των γιορτών. Φέτος δεν εφάρμοσε την ίδια της τη συμβουλή. Μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει μόνο θάνατοι κι αρρώστιες.
Σκέφτομαι κι εγώ τις περσινές ημέρες του χειμώνα. Ξεχνάω τη μάσκα, το αντισηπτικό, κρατάω τις βόλτες κάτω από τον παγερό, νυχτερινό ουρανό και τις μαζώξεις με φίλους σε στέκια και σε σπίτια. Θα ’ταν κόκκινη η μύτη μου τώρα χωρίς τη μάσκα, τα μάγουλά μου αναψοκοκκινισμένα απ’ το περπάτημα. Και σαν θα άνοιγα την πόρτα του μπαρ, θα έβρισκα την παρέα μου να συζητά κοντά στη σόμπα, ο καθένας κρατώντας το ποτό του.
«Καλά, πού ήσουν!» θα μου έλεγαν. «Άργησες».
«Βγήκα μια βόλτα και ξεχάστηκα» θα εξηγούσα.
Χωρίς μηνύματα, χωρίς χαρτιά δικαιολογητικά. Χωρίς φόβο, ούτε λόγο.