*Η συνεντευξιαζόμενη επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία της. Για τους σκοπούς της παρούσας συνέντευξης θα αποκαλείται «Μαρία». Επισημαίνεται επίσης ότι όσα αναφέρονται αφορούν μία μεμονωμένη εμπειρία και δεν αντιπροσωπεύουν το σύνολο των περιπτώσεων στον κλάδο της φιλοξενίας.
Πώς αποφάσισες να αναζητήσεις εργασία ως καμαριέρα;
Μαρία: Αποφασίσαμε ένα καλοκαίρι να το δοκιμάσουμε με μία φίλη μου, λίγο για την πλάκα, αλλά περισσότερο για τα χρήματα. Επειδή η δουλειά είναι αρκετά κουραστική, δεν έχεις πολλά κουράγια και, επειδή ζεις και λίγο απομονωμένα, δεν έχεις και πού να τα χαλάσεις αυτά που βγάζεις. Δεν είχαμε ξαναδουλέψει καμαριέρες. Στην αρχή, θυμάμαι, ήμουν κομμάτια. Ειδικά τον πρώτο μήνα, αν δεν είχα τσακωθεί με τους συγκατοίκους μου, πιστεύω ότι θα είχα φύγει. Μετά το συνήθισα, συνήθιζε το σώμα και μπορεί και να βγαίναμε και κάποια βράδια και να μέναμε έξω μέχρι αργά.
Πώς ήταν η συνεργασία σου με τα υπόλοιπα μέλη του προσωπικού;
Μ.: Ιδιαίτερα προβλήματα δεν μπορώ να πω ότι υπήρχαν, μόνο κάτι χαζομάρες. Γενικά όμως είχα παρατηρήσει ότι υπήρχαν συμπάθειες. Εμένα, επειδή είμαι ήσυχη, δεν παρεμβαίνω και δεν αντιμιλάω πολύ, με συμπαθούσαν. Μία κοπέλα που ήταν παχουλή, για παράδειγμα, η προϊσταμένη δεν την ήθελε, την αποκαλούσε υποτιμητικά «χοντρή» και της ανέθετε πάντα τους πιο δύσκολους ορόφους, ενώ σε μία άλλη, που δεν τη συμπαθούσαν οι υπόλοιπες, της έκαναν bullying και καθόταν και έτρωγε ξεχωριστά. Εμένα κάθε φορά που μου ζητούσε η προϊσταμένη να πάω σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο, οι άλλες μου έλεγαν πως είναι το πιο κουραστικό πόστο και πως στέλνει εκεί όσους δεν συμπαθεί, πράγμα που δεν ίσχυε ποτέ – ίσα ίσα, πολλές φορές τα έβρισκα και πιο εύκολα. Έχει τύχει η μόνη μου δουλειά να είναι απλώς να κρατάω την πόρτα του μπάνιου, όσο καθάριζε η βασική καμαριέρα, για να μην κλείσει από τον αέρα. Υπήρχε όμως η τάση να τα κάνουν κάτι τέτοια, για να δημιουργούν ίντριγκες και έχθρες. Για πολλά από αυτά ευθυνόταν βέβαια η έλλειψη προσωπικού. Δεν γίνεται να έχεις δέκα-δεκαπέντε άτομα για τριακόσια δωμάτια. Οι σκούπες που είχαμε ήταν ετοιμόρροπες. Οι στολές μας δε ήταν άλλα αντί άλλων στα νούμερα, λες και ήμασταν στον στρατό. Τσακώνονταν για το καθαριστικό των τζαμιών, γιατί δεν ήταν άφθονο. Γινόταν χαμός για ένα πανάκι για το ξεσκόνισμα. Είναι αστείο, αλλά εμένα, επειδή με είχε συμπαθήσει η προϊσταμένη, μου είχε κάνει δώρο ένα καλό πανάκι. Μια μέρα μου το είχε κλέψει μία άλλη καμαριέρα και δεν το έβρισκα, και την επομένη ήρθε μία κοπέλα και μου είπε ποια το είχε και πήγα και το πήρα πίσω. Δεν σου δίναν υλικά. Ούτε πετσέτες είχες πολλές. Δεν είναι καθόλου σωστό αυτό που θα πω, αλλά, αν σου έλεγαν ότι έχεις τόσες πετσέτες για σήμερα, επειδή τόσες έφερε το καθαριστήριο, τι θα κάνεις; Αναγκαστικά, θα αλλάξεις μόνο τις πολύ λερωμένες. Ήθελε και μυαλό η κατάσταση δηλαδή.
Πώς ήταν οι συνθήκες διαβίωσης και η συμβίωση με τους υπόλοιπους εργαζομένους εκτός του ωραρίου εργασίας;
Μ.: Εγώ έμενα σε ένα δωμάτιο με άλλα δύο κορίτσια, και ήμασταν από τους τυχερούς, γιατί άλλοι έμεναν σε κοντέινερ. Το δωμάτιό μας είχε τρία κρεβάτια, κομοδίνα, μία ντουλάπα, ζεστό νερό, κλιματιστικό και σύνδεση στο ίντερνετ, αλλά δεν είχε ούτε τηλεόραση ούτε φουρνάκι ούτε ψυγείο, δηλαδή δεν μπορούσες να μαγειρέψεις ή να αποθηκεύσεις κάτι, αν ήθελες. Σου παρείχαν βέβαια διατροφή, αλλά και πάλι… Διαφορετικά, μπορούσες και να παραγγείλεις. Έξω, σε έναν χώρο που ήταν γεμάτος σκουπίδια –τα οποία, βέβαια, τα έριχναν οι εργαζόμενοι–, υπήρχαν πλυντήρια και είχαμε και ένα κοινόχρηστο ψυγείο, από αυτά τα επαγγελματικά για τις μπύρες, αλλά ήταν χαλασμένο και δεν μπορούσαμε να το χρησιμοποιήσουμε ούτε αυτό. Εμένα δεν με ενοχλούσαν αυτές οι συνθήκες, γιατί γενικά ως άτομο δεν έχω πολλές απαιτήσεις. Επίσης, επειδή το μέρος στο οποίο μέναμε ήταν κάπως απομονωμένο από την πλησιέστερη πόλη και εκτός των εκτάσεων του ξενοδοχείου, πάνω σε έναν λόφο, έμοιαζε λίγο σαν να ήμασταν ένα μικρό χωριό μόνοι μας, σαν να ήμασταν κατασκήνωση, και είχε πλάκα. Και όπως συμβαίνει σε όλες τις μικρές κοινωνίες, υπήρχε πάρα πολύ κουτσομπολιό. Ένα βράδυ είχαμε βγει με κάποιες φίλες μου ραντεβού και στην επιστροφή βλέπουμε όλες τις υπαλλήλους να έχουν στηθεί στη σειρά στον δρόμο που οδηγούσε προς τα δωμάτια και να μας περιμένουν, για να δουν με ποιους ήμασταν. Το τι ερωτικό τρίγωνο και τετράγωνο είχε δημιουργηθεί δε, εντός κι εκτός ξενοδοχείου, ας μην το συζητήσουμε – και όλα κάποια στιγμή μαθαίνονταν, με διάφορα παρατράγουδα και κατά λάθος καρφώματα λόγω άγνοιας. Άλλοι έκλεβαν τα πουρμπουάρ, άλλοι ποτά από την κάβα, άλλοι δέρνονταν, άλλοι τσακώνονταν μεταξύ τους… Γενικώς, υπήρχαν κλίκες. Επειδή όμως εγώ είχα μία βασική παρέα, γελούσα με όλα αυτά και δεν με επηρέαζαν. Τυπικά είχαμε ένα ρεπό την εβδομάδα, αλλά προφανώς δεν το παίρναμε ποτέ – τα πήραμε όλα μαζί στο τέλος της σεζόν. Δουλεύαμε κανονικά, οκτάωρο. Ξεκινούσαμε στις οκτώ το πρωί, το μεσημέρι κάναμε ένα μισάωρο διάλειμμα για φαγητό, που τρώγαμε όλοι μαζί σε έναν χώρο, και μετά το σχόλασμα καθόμασταν στην παραλία για τέσσερις-πέντε ώρες, μέχρι να ξανανοίξει το εστιατόριο για βραδινό, και παραδίδαμε πνεύμα. Νιώθαμε σαν να ήμασταν σε ιαματικά λουτρά. Σου έβγαινε γενικά να κοινωνικοποιηθείς. Αράζαμε στην παραλία, παίζαμε κανένα χαρτί, κουτσομπολεύαμε πολύ, πιάναμε διάφορες κουβέντες, φλερτάραμε... Όπως είπα και προηγουμένως, δουλεύαμε μεν πολύ και κουραζόμασταν πολύ, αλλά ήμασταν σαν σε κατασκήνωση. Καμιά φορά –ειδικά το βράδυ πριν από την ημέρα που θα είχε ρεπό η προϊσταμένη– βγαίναμε εκεί κοντά. Το φαγητό γενικά ήταν πολύ μέτριο και στην αρχή τρώγαμε μόνο ό,τι προοριζόταν για εμάς, δηλαδή ό,τι έμενε από τους τουρίστες (ελπίζω όχι ό,τι έμενε από τα πιάτα). Τρώγαμε σε μία τραπεζαρία που ήταν underground στην κυριολεξία, σαν κάτι ψιλοετοιμόρροπα μαγαζιά που έχουν μείνει τα ίδια από το ’90. Πολλοί κιόλας δεν έτρωγαν καν αυτό που μας προσέφεραν, αλλά παράγγελναν απ’ έξω. Εγώ στην αρχή έτρωγα μόνο γλυκά, γιατί μόνο αυτά τρώγονταν. Αφότου γνωρίσαμε όμως τους μάγειρες, μας κρατούσαν τα καλύτερα και μας έφερναν ό,τι έβγαζαν την ώρα που το έβγαζαν, για να τσιμπήσουμε. Η πιο σωστή κίνηση όλων των εποχών ήταν το ότι πιάσαμε φιλίες με τους μάγειρες.
Πώς ήταν τα χειρότερα δωμάτια που κλήθηκες να καθαρίσεις;
Μ.: Έχω άπειρες ιστορίες να διηγηθώ. Νομίζω ότι το χειρότερο θέαμα από όλα το είχα αντικρίσει στο δωμάτιο ενός νιόπαντρου ζευγαριού εικοσάχρονων Σκανδιναβών. Είχαν ξεχαρβαλώσει τα στόρια, είχαν βγάλει το στρώμα του κρεβατιού από τη θέση του και το είχαν πετάξει αλλού, είχαν βγάλει τον καναπέ στο μπαλκόνι… Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πράγμα στη ζωή μου. Στο πάτωμα υπήρχαν παντού πεταμένες φωτογραφίες τους, οι τζαμαρίες ήταν γεμάτες αποτυπώματα από διάφορα μέρη του σώματος –φαντάσου τι γινόταν εκεί μέσα!– και κάθε μέρα βρίσκαμε μεγάλες σακούλες σκουπιδιών γεμάτες με άδεια μπουκάλια από ποτά – και ήταν οι δυο τους μόνο! Για να καταλάβεις, ενώ για τον καθαρισμό ενός μέσου δωματίου χρειαζόμασταν περίπου ένα τέταρτο, για το συγκεκριμένο χρειαζόμασταν τουλάχιστον μία ώρα κάθε μέρα, και πάλι δεν ξεβρώμιζε τελείως. Μία άλλη μέρα μπήκαμε μέσα σε ένα δωμάτιο, αφού είχαμε χτυπήσει την πόρτα και δεν είχε απαντήσει κανείς, και κοντέψαμε να λιποθυμήσουμε από τη δυσωδία. Όταν είδαμε τον ένοικο ξαπλωμένο στο κρεβάτι να κοιμάται, ειλικρινά νομίζαμε ότι είχε πεθάνει. Είχε ξεράσει παντού, σε όλη την τουαλέτα και σε όλο το δωμάτιο, και είχε ρίξει και τις πετσέτες από πάνω, προφανώς για να πατάει. Και αν τον έβλεπες κάπου έξω τον συγκεκριμένο, δεν θα σου περνούσε καν από το μυαλό ότι θα μπορούσε να έχει κάνει αυτά τα πράγματα. Φαινόταν κύριος, ένας ωραίος άντρας που ήταν πάντα στην τρίχα. Μετά πάντως μας έδωσε από 20 ευρώ πουρμπουάρ, γιατί ντράπηκε. Τότε ήταν κιόλας που έμαθα ότι πουρμπουάρ παίρνει και η καμαριέρα. Μία άλλη φορά είχαν κλείσει δύο διπλανά δωμάτια δύο φιλικά ζευγάρια Άγγλων. Το ένα δωμάτιο ήταν πάντα στην εντέλεια. Δεν χρειαζόταν να κάνεις σχεδόν τίποτα, πέρα από το να αδειάσεις τα σκουπίδια. Αφού θέλαμε να τους ζητήσουμε να μας μάθουν να στρώνουμε το κρεβάτι όπως αυτοί! Το άλλο, από την άλλη… Όλο το δωμάτιο ήταν πασαλειμμένο με αντηλιακό – τεράστιο πρόβλημα αυτό, ειδικά στα δωμάτια που έχουν και πισίνα, και δεν καθαρίζει και εύκολα. Οι Αγγλίδες κιόλας κάνουν και πολύ self tan και ήταν όλα τα σεντόνια και τα μαξιλάρια μαύρα. Αυτά έπρεπε να πεταχτούν. Ήταν άχρηστα, δεν καθαρίζονταν. Επίσης, σε όλο το πάτωμα ήταν πεταγμένα καμιά δεκαριά ζευγάρια τακούνια με μπλεγμένα εσώρουχα. Εκεί δεν ήξερα τι να κάνω και πόσο μπορούσα να παρέμβω. Έπρεπε να πάρω τα βρώμικα; Αλλά απαγορεύεται να ακουμπάς προσωπικά αντικείμενα. Εν τέλει, η προϊσταμένη μού είπε ότι σε αυτές τις περιπτώσεις απλώς σπρώχνεις τα πεταμένα στην άκρη με τη σκούπα. Τι φουσκωτές κούκλες, τι πανό και σημαίες ομάδων κρεμασμένες πάνω από τα κρεβάτια… Ερχόταν ο άλλος για πέντε μέρες και έκανε αλλαγή διακόσμησης! Πολλές ιστορίες… Πάντως είχαμε και τα τυχερά μας, γιατί άφηναν και κολόνιες, είδη περιποίησης, σοκολατάκια, ρούχα αφόρετα, με τα καρτελάκια τους… Ήθελα κιόλας ένα μαύρο μαγιό και το βρήκα σε ένα δωμάτιο! Ρούχα πολλά άφηναν συνήθως οι Σουηδές. Έπαιρναν πολλά καινούρια εδώ και ό,τι δεν είχαν φορέσει το αφήνανε. Με τα φουσκωτά στρώματα θαλάσσης γινόταν επίσης χαμός. Είχα όνειρο να έχω ένα στρώμα και πριν αρχίσω να δουλεύω εκεί είχα αγοράσει ένα, αλλά μου το είχε πάρει ένα ξαδερφάκι μου και δεν είχα προλάβει να το χρησιμοποιήσω. Επειδή είχα πει σε όλους ότι μου αρέσουν, μου είχαν μαζέψει καμιά εικοσαριά. Από ένα σημείο και μετά όμως μου έφερναν μόνο τα πιο περίεργα, κανέναν μονόκερω, καμία πίτσα…
Πόσο καθαρά είναι τελικά τα δωμάτια των ξενοδοχείων;
Μ.: Εδώ γελάμε. Θυμάμαι ότι κάπου είχα διαβάσει παλιά ότι το πιο βρώμικο σημείο σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου είναι το χαλί. Ύστερα από μία σεζόν μπορώ να πω ότι το χαλί είναι ίσως ό,τι πιο καθαρό υπάρχει εκεί μέσα. Μια φορά ήμουν σε ένα δωμάτιο με τη βασική καμαριέρα. Είχαμε καθαρίσει, και την ώρα που πηγαίναμε να φύγουμε βλέπει δύο άδεια ποτήρια, από τα οποία προηγουμένως οι ένοικοι πρέπει να είχαν πιει κάποιο φάρμακο σε αναβράζουσα μορφή. Επειδή όμως είχε μόλις καθαρίσει το μπάνιο και, εάν τα έπλενε, θα πιτσίλιζαν πάλι νερά, τι έκανε; Πήρε το καθαριστικό των τζαμιών, ψέκασε μέσα, τα σκούπισε και τα έβαλε πάλι στη θέση τους. Έχω δει καμαριέρα να σκουπίζει ποτήρι με πετσέτα από τη σακούλα με τα άπλυτα, και μάλιστα όχι του ίδιου δωματίου. Γι’ αυτό, συμβουλεύω είτε να ξεπλένουμε τα ποτήρια, πριν τα χρησιμοποιήσουμε, είτε –και αυτό είναι το καλύτερο– να μην τα χρησιμοποιούμε καθόλου. Και το ξενοδοχείο ήταν τεσσάρων αστέρων… Άλλες σκούπιζαν με τις άπλυτες πετσέτες τις τουαλέτες, το πάτωμα, τα τζάμια… Θυμάμαι, μια φορά ήμουν στον πρώτο ή στον δεύτερο όροφο και σκούπιζα με μία –καθαρή, βέβαια– πετσέτα τα τζάμια στην άκρη του μπαλκονιού απ’ έξω, για να στεγνώσουν, και περνάει από κάτω μία συνάδελφος και αρχίζει να μου κάνει νοήματα. Εγώ στην αρχή νόμιζα ότι με χαιρετούσε, και άρχισα να τη χαιρετάω κι εγώ, αλλά στο τέλος μου φώναξε ότι με πετσέτες κάνουμε μόνο τους πιο ψηλούς ορόφους, που δεν φαινόμαστε. Σε ένα άλλο δωμάτιο, επειδή τα πλακάκια που είχαν βάλει έξω τα είχαν βάλει και μέσα και ήταν σκληρά και δεν σφουγγαρίζονταν, μία καμαριέρα έριχνε μέσα νερά με το λάστιχο και πέφτανε και πάνω στο κρεβάτι και παντού. Κι όμως, φαίνονται όλα τόσο καθαρά! Γι’ αυτό εγώ προτιμώ πάντα να κλείνω Airbnb – ειδικά από όταν δούλεψα στο ξενοδοχείο. Γιατί τα Airbnb τα έχουν συνήθως ιδιώτες και κάνουν οι ίδιοι τις δουλειές. Είναι πιο προσωπική η σχέση, όπως συμβαίνει στα μικρά, συνοικιακά μαγαζιά συγκριτικά με τα μεγάλα εμπορικά. Παντού βέβαια μπορεί να σου τύχει κάτι περίεργο, αλλά τουλάχιστον εκεί έχεις και ένα δικό σου σφουγγάρι για τα πιάτα, μπορείς να πλύνεις ό,τι θες. Στο ξενοδοχείο δεν μπορείς να κάνεις κάτι.
Τι θεωρείς ότι κέρδισες από την όλη εμπειρία;
Μ.: Το κυριότερο είναι ότι έβαλα κάποια χρήματα στην άκρη. Γι’ αυτό πας, άλλωστε, και συμφέρει, γιατί τα έξοδά σου αυτούς τους μήνες είναι μηδενικά. Έπειτα, ήξερα ότι είμαι άνθρωπος που δεν σιχαίνεται, αλλά στο τέλος της σεζόν το επιβεβαίωσα κιόλας, και το απέδειξα – πρώτα από όλα στον εαυτό μου. Διαπίστωσα επίσης ότι έχω πολλή υπομονή και ότι μπορώ να ξυπνάω νωρίς το πρωί. Επίσης, έμαθα να μην μπλέκομαι σε υποθέσεις που δεν με αφορούν. Στην αρχή μού έλεγαν ότι δεν θα άντεχα, γιατί δεν είχα ξαναδουλέψει ως καμαριέρα, αλλά είδα ότι, αν χρειαστεί, μπορώ να το κάνω και αυτό, ότι μπορώ να τα καταφέρω. Κακά τα ψέματα, είναι από τις πιο δύσκολες σωματικά δουλειές για γυναίκες. Αν είχα πάει και δεύτερη χρονιά, ενδεχομένως να ήταν καλύτερα. Επιβίωσα όμως. Και ίσως το πιο σημαντικό να είναι τελικά το ότι γνώρισα μία καλή φίλη. Δεν θα ξεχάσω και ένα ευτράπελο που είχε συμβεί. Μια φορά ένας Αμερικανός είχε σπάσει ένα ποτήρι. Όταν πήγα να το μαζέψω, μου μιλούσε στα Ισπανικά και μου έλεγε: «Gracias», γιατί είχε στο μυαλό του ότι, για να είμαι καμαριέρα, είμαι Μεξικανή. Αυτό είναι το στερεότυπο στην Αμερική.
Θα το ξαναέκανες;
Μ.: Δεν νομίζω. Ήταν πολύ ωραία εμπειρία, αλλά πολύ κουραστική. Νομίζω ότι είναι για μικρές ηλικίες ή για φοιτητές. Δεν θα μπορούσα δηλαδή να ασκώ συστηματικά το επάγγελμα της καμαριέρας. Άντε να το έκανα για άλλη μία σεζόν. Σε γλυκαίνουν βέβαια τα χρήματα, γιατί μετά, τον χειμώνα, μπορείς να έχεις άλλες ασχολίες. Και το ότι βλέπεις άλλα μέρη έχει επίσης ενδιαφέρον. Μπορεί να το ξαναέκανα, αλλά σε άλλο πόστο. Ρεσεψιόν ίσως. Όχι ότι δεν κουράζεσαι κι εκεί, αλλά τουλάχιστον δεν έχεις και τη σωματική κούραση.
Συνέντευξη: Αγλαΐα Παντελάκη