Αυτός ο Μάρτης θα είναι καλύτερος. Αυτός ο Μάρτης θα είναι καλύτερος. Αυτός ο Μάρτης… Καλά, για μισό λεπτάκι, τι ακριβώς μετράμε δηλαδή; Ποιο είναι το κριτήριο σύγκρισής μας; Γιατί το μέτρο σύγκρισης, το άτιμο, είναι το παν σε αυτές τις περιπτώσεις, φίλε αναγνώστη. Μπορεί δηλαδή ο δικός σου να σου πουλάει μούρη ότι βελτιώθηκε κατά 30% μέσα σε μία χρονιά, αν όμως μιλάμε για Πανελλήνιες, λόγου χάρη, μια βελτίωση αυτής της τάξης μπορεί να σε πάει από το ταπεινό 8 στο 10,4 και να σου εξασφαλίσει μια πολύ καλή θέση σε ένα ιδιωτικό κολέγιο από αυτά τα νέα που είναι πολύ της μόδας και κατά πώς φαίνεται θα φορεθούν αρκετά φέτος. Εκτός αν πούμε για πρώτη φορά ένα μαζικό «όχι» στον καταναλωτισμό… των κολεγίων. Εγώ πάντως είμαι στη φάση της ζωής μου που, για καλό και για κακό, έχω αρχίσει να συμφιλιώνομαι με το κωλοπαιδάκι τον Βαγγέλη απ’ το σχολείο, γιατί μπορεί ο Βαγγέλης να ήταν ένας βλάκας και μισός, αλλά η οικογένειά του τον σπούδασε με το στανιό Ιατρική στη Βουλγαρία, που, όπως η Ιταλία για τους μπούμερ, ήταν κάτι αντίστοιχο για εμάς τους μιλένιαλ με τα κολέγια που πάει να αποκτήσει η τζενζί. Ελπίζω λοιπόν, πως, όταν σε μερικά χρόνια θα έρθει η στιγμή να περάσω από γενικό συνεργείο, ο καλός μου φίλος ο Βαγγελάκης να θυμηθεί τι καλά που περνούσαμε μαζί τότε στο σχολείο και κυρίως πόσο τον είχα βοηθήσει στα Αρχαία, γιατί αυτός έπαιζε φιδάκι στο Νόκια και δεν ήξερε να κλίνει ούτε το «λύω».
Αν πάντως συγκρίνουμε το 2024 με βάση το πρώτο δίμηνο του 2023, λίγα πράγματα μπορούν να ανταγωνιστούν το ξεκίνημα του περασμένου έτους, παρόλο που και φέτος κάνουμε φιλότιμες προσπάθειες να ξεπεράσουμε τους εαυτούς μας: τι είναι, θαρρείς, ένα έγκλημα που εκτροχιάζει την εμπιστοσύνη ενός λαού στις υποδομές της χώρας του μπροστά στη δρομολόγηση της συγκάλυψής του; Τι είναι η ένθερμη στήριξη ενός πολέμου μπροστά στη μετριοπαθή στήριξη μιας γενοκτονίας; Δεν τα λέω εγώ, το Διεθνές Δικαστήριο των Ηνωμένων Εθνών τα λέει, αλλά τι να πει κι αυτό το έρμο και ποιος να το ακούσει, έτσι όπως είναι ντυμένοι όλοι εκεί μέσα με κάτι κοντές φαντεζί περούκες με ξανθές σιλβί μπούκλες, σαν τη Ρένα Βλαχοπούλου σε κάποια από τις ταινίες που υποδύεται τη Ρένα, αλλά μια άλλη, όχι τη Βλαχοπούλου. Όλα κι όλα, κι εμένα αν ερχόταν μια δικαστίνα στο χαρέμι να μου πει με ύφος Παριζιάνας ότι ο κόσμος πάει εκεί που φαντάζεσαι, θα την έστελνα να ρίξει κανένα χαρτί στην Κέρκυρα που είναι γεμάτη κόμισσες και τρελούς για δέσιμο, οποία σύμπτωσις.
Το ίδιο πρέπει να σκέφτονται πολλοί ακόμα σαν εμένα. Πιστεύω πως η αίσθηση ότι οι εξελίξεις μας πνίγουν πριν καν προλάβουμε να τις επεξεργαστούμε είναι πλέον η νέα κανονικότητα της ενημέρωσης και της συμμετοχής στο κοινωνικό σύνολο. Η ζωή κυλάει, τα γεγονότα περνάνε αβίαστα από μπροστά μας, όσο τα παρακολουθούμε με την αδιαφορία βουλευτή που παρακολουθεί καταθέσεις μαρτύρων παίζοντας στο κινητό, η οικονομία ανθίζει. Να, κοίτα εκεί πέρα την οικονομία που ανθίζει! Πώς καταλαβαίνεις ότι η οικονομία ανθίζει, όταν έχουν μπερδέψει τα μπούτια τους ως κι οι εποχές και έχεις πλέον αμφιβολίες ακόμα και για τις παπαρούνες της Πρωτομαγιάς; Εύκολο, φίλε αναγνώστη, κοιτάς τον άνθρωπο! Μπορεί να μην αγοράζουμε πια ούτε μια δεκάδα φέτες κασέρια για τοστ χωρίς βάσιμες ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του εξωφρενικού λάιφστάιλ μας, αλλά είναι εύκολο να διακρίνεις ότι την ψωνίζουμε κανονικότατα από τη μετέωρη θαλπωρή της νοικιασμένης μας εστίας!
Βλέπεις, το λάδι πήγε είκοσι το λίτρο και κάθε επίδοξος λαδέμπορας τρίβει τα χέρια του, αν και βασικά αυτοί οι ερασιτέχνες χαλάνε το όνομα της πιάτσας, γιατί οι περισσότεροι έχουν να δουν σοδειά της προκοπής δυο χρόνια και πέρυσι πούλησαν τα τελευταία βαρέλια τους στους μεσάζοντες για τέσσερα το κιλό, έχοντας ξεμείνει με τα τρακτέρια στην Εθνική να παζαρεύουν κάνα ψίχουλο στις επιδοτήσεις, μήπως και βάλουν πετρέλαιο να γυρίσουν στο χωριό για το πανηγύρι. Δεν πειράζει, πήραμε νέα αεροπλάνα και όπλα, να γουστάρουν κι όσοι δεν ενημερώθηκαν ποτέ ότι εγκαταλείψαμε τη Μεγάλη Ιδέα εκατό και βάλε χρόνια. Δώσε και μια γύρα εκπτώσεις για την πλέμπα και τρέλανέ μας τώρα, ρε άρχοντα!
Εσύ, την έχεις ψωνίσει καθόλου, φίλε αναγνώστη; Ντάξει, μπορεί οι τιμές φέτος στις εκπτώσεις να μην έπεσαν κάτω από το 15% της προσφοράς γνωριμίας ακόμα και σε κάτι κουρέλια που είχαν ξασπρίσει δυο χρόνια στη βιτρίνα, αλλά το πνεύμα των εκπτώσεων ήταν πάντοτε οι ευκαιρίες αγοράς και φέτος αυτό ερμηνεύτηκε με την αυστηρή κυριακάτικη εργασία. Από εκεί που περίμενες ένα εξάμηνο να πάρεις φθηνότερα μια ζακέτα της προκοπής για κάποιο περιπετειώδες ΣΚ ως τον δίπλα λόφο, έρχεται μια χειμωνιάτικη Κυριακή που, αφού βάζεις κάτω τα χρωματιστά σου τιμολόγια, συνειδητοποιείς πως, φορώντας τη συγκεκριμένη ζακέτα στο σπίτι, το πλασίμπο σου θα είναι αρκετό για να μειώσεις κατά 33% τη μιάμιση ώρα καλοριφέρ που βάζεις τα ΣΚ που περνάς με δουλειές στο σπίτι. Πετάγεσαι λοιπόν και παίρνεις τη ζακέτα (μαύρη, καθώς τελευταίο κομμάτι, καθώς σίγουρα είχε την ίδια ιδέα με εσένα όλη η γειτονιά και δεν σε κοροϊδεύουν απλώς οι καταστηματάρχες) μια Κυριακή πρωί από την ταλαίπωρη πωλήτρια που πληρώνεται μάλλον με ρεπό και κουπόνια κι ύστερα γυρνάς σπίτι να συνεχίσεις το σάιντ χασλ σου για να μην ξεχνιέσαι για τη Δευτέρα που έρχεται.
Καθώς έχουμε βγει λοιπόν από το πρώτο δίμηνο του έτους, που είναι αφιερωμένο στα σχέδια και στις αυταπάτες (το δίμηνο, όχι το έτος, ελπίζω), αυτή η ευχή που κάνουμε στην αρχή κάθε χρονιάς γίνεται υπαρξιακή ερώτηση, και απαιτεί να απαντηθεί: τελικά θα είναι καλύτερο το 2024, και από ποια άποψη; Είναι πιθανό πως, αν ο καθένας μας κοιτάξει προς τη ρουτίνα του, θα βρει ελάχιστα περιθώρια βελτίωσης, ακόμη κι αν αυτά είναι υπαρκτά. Πώς να πετύχεις όμως κάτι καλύτερο για φέτος; «Α πάτε α δουλέψετε, ρε», πρότεινε φωνάζοντας στους νεαρούς διαδηλωτές τον περασμένο Γενάρη ο γέρος καλτ νοσταλγός της Χούντας, ζητιάνος με αυταπάτες, ήτοι ρακένδυτος πλανόδιος μικροπωλητής στο κέντρο της Αθήνας με πραμάτεια που μπορείς να αγοράσεις στο κοντινότερο περίπτερο στο ένα τέταρτο της τιμής. Παρ’ όλη την καλτίλα του, που πήγαζε από την αυτοαναφορικότητα και τον πλεονασμό του νοσταλγού, σαν τον Αρμένη που κλαίει τη χαμένη του αγάπη σε μπουζουξίδικο της Εθνικής περιτριγυρισμένος από Βουλγάρες ή σαν τα αριστερόμετρα σε παρατάξεις της μνημονιακής Αριστεράς και τους νοσταλγούς ενός αυθεντικότερου… παρόντος, ο γέρος είχε ένα κάποιο δίκαιο: θέλει δουλειά για να αλλάξουμε προς το καλύτερο τη φετινή χρονιά, φίλε αναγνώστη, θέλει δουλειά πολλή. Και οι φοιτητές σήκωσαν από νωρίς τα μανίκια και βάλθηκαν να τα καταφέρουν. Αυτούς να ακολουθούμε. Αυτούς που ακόμα δεν δέχονται να διανοηθούν ότι έτσι είναι τα πράγματα.