Η περίοδος της ενήλικης ζωής, που θεωρητικά ξεκινά μετά τα δεκαοχτώ έτη στη ζωή των ανθρώπων, συμβαδίζει με αλλαγές στις σχέσεις που αφορούν στους ρόλους στην οικογένεια. Αν και η εκκίνηση της ενηλικίωσης σηματοδοτείται σ’ αυτή την ηλικία, το βίωμα και η σταθεροποίηση σ’ αυτή τη φάση ζωής έρχονται αργότερα. Ένας σηματοδότης που μπορεί να δώσει μία αρχική ένδειξη για το αν είμαστε κοντά στο να φτάσουμε σ’ αυτό το στάδιο ζωής είναι η σχέση που αναπτύσσουμε με τους γονείς μας.
Η περίοδος της ανατροφής και της ανάπτυξης ενός ατόμου μέσα στο πλαίσιο της οικογένειας, όποια μορφή κι αν έχει αυτή, χαρακτηρίζεται από κάποιους περιορισμούς. Οι περιορισμοί αυτοί μπορεί να αφορούν τις αλληλεπιδράσεις με το εξωτερικό περιβάλλον, τη διατήρηση των κανόνων της οικογένειας, την εξοικείωση με έναν συγκεκριμένο τρόπο γονεϊκότητας, και άλλα πολλά. Με πιο απλά λόγια, η ματιά του παιδιού και μετέπειτα του έφηβου και νέου ατόμου περνά μέσα από τα φίλτρα της ίδιας του της οικογένειας. Θα αξιολογήσει, για παράδειγμα, μία συνθήκη ως επωφελή ή μη, με τα κριτήρια που συνήθως του έχουν δοθεί από τους γονείς του. Ή θα αντιτεθεί σε μία κατάσταση, γιατί βγαίνει έξω από τους περιορισμούς του οικογενειακού του συστήματος. Σίγουρα, ήδη από την πρώτη παιδική ηλικία, το νέο άτομο έχει επιθυμίες και στάσεις που τις εκφράζει. Η υλοποίησή τους όμως επιτυγχάνεται, μόνο αν διαπεραστούν οι περιορισμοί της οικογένειας.
Μία τέτοια κατάσταση συγχώνευσης ενός ατόμου με την εικόνα και τις αρχές μίας οικογένειας γίνεται αβίαστα, διότι παρέχει ένα δομημένο πλαίσιο μέσα στο οποίο ο νέος άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να ζήσει. Είναι ένα δομημένο περιβάλλον που παρέχει μία αίσθηση ασφάλειας μέσα στο κοινωνικό σύνολο, που είναι μεγάλο και άγνωστο για το άτομο. Ωστόσο, ο σχηματισμός αυτού του πλαισίου πολύ λίγο έχει συμπεριλάβει τις επιθυμίες, τις ανάγκες και τις δυνατότητες των νεότερων μελών της οικογένειας. Επιπλέον, η αίσθηση της ασφάλειας δεν συνάδει απαραίτητα με την ασφάλεια ως προστατευτικό στοιχείο της ψυχικής και σωματικής ζωής. Γνωρίζουμε ότι πολλά δομημένα οικογενειακά συστήματα μπορούν να γίνουν κακοποιητικά, εκβιαστικά, διαστρεβλωτικά και επικίνδυνα για τη ζωή ενός νέου ατόμου.
Η πρώτη φάση της ενηλικίωσης τοποθετεί τον νέο άνθρωπο μπροστά σ’ ένα αναπτυξιακό δίλημμα, αυτό της υπεράσπισης του εαυτού, σε αντίθεση με τη συνέχεια του ρόλου του παιδιού. Η ενηλικίωση αρχίζει να συντελείται, όταν είναι οντολογικά πιο σημαντική η ολοκλήρωση του εαυτού, παρά η συνέχιση της ζωής ως παιδί, σ’ έναν συγκεκριμένο ρόλο. Η στάση αυτή είναι πιθανό να φέρει μία σύγκρουση με το περιβάλλον της οικογένειας, γιατί είναι μία σημαντική αλλαγή στη δυναμική των σχέσεων. Ωστόσο, η σύγκρουση δεν είναι ταυτόσημη με τη ρήξη.
Η αναγκαιότητα που αναδύεται στην περίοδο της ενηλικίωσης των παιδιών είναι η επανατοποθέτηση των σχέσεων με τους γονείς. Η ισότητα αρχίζει και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στις μεταξύ τους σχέσεις, η κατανόηση και η θέαση της ζωής γίνονται πια από τα ατομικά φίλτρα του νέου ατόμου και η διατήρηση των σχέσεων, προσεγγιστικών ή μη, αποκτά χαρακτηριστικά συμπάθειας και εκτίμησης. Συντελείται μία εξισορρόπηση των δυναμικών, όπου πια δεν σχετίζομαι με τον γονέα μου επειδή είναι γονέας, άκριτα, μόνο λόγω οικογενειακών δεσμών, αλλά γιατί τον αναγνωρίζω ως άνθρωπο ισότιμο. Έχω ρίξει ένα πιο διεισδυτικό βλέμμα, κατανοώ, απορρίπτω και συνθέτω συμπεριφορές και χαρακτηριστικά, όπως θα έκανα με έναν φίλο ή έναν σύντροφο, και τοποθετώ νέες βάσεις στις σχέσεις.
Τότε, η σχέση με τους γονείς και η νοηματοδότηση της έννοιας της οικογένειας αλλάζουν. Και ευτυχώς αλλάζουν και είναι εξίσου στο χέρι των γονέων και των παιδιών να τις δομήσουν, με σεβασμό, όχι με άκριτη υποταγή. Με ανθρώπινο ενδιαφέρον, χωρίς καταναγκαστικά φίλτρα. Με τη δυνατότητα να απορρίψουν χαρακτηριστικά που είναι επιβλαβή. Με την πίστη ότι οι σχέσεις φτιάχνονται ή όχι και δεν είναι τίποτα δεδομένο. Άρα, είναι τα πάντα πιθανά.