Και δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις τη μέρα αυτή από κάποια άλλη
Ήταν ο ήλιος το πρωί
που πρόβαλε απότομα και τύφλωσε τις σκέψεις μου;
Ήταν η απογευματινή βροχή
που θύμιζε τη μυρωδιά του στήθους σου;
Ίσως απλά να ήτανε το κάδρο
που φάνταζε λοξό
σαν το χαμόγελό σου.
Μα εγώ άδειασα την κοσμηματοθήκη μου
και έβαλα μέσα τα τραγούδια σου.
Βγήκα στο μπαλκόνι και ψιθύρισα όσο πιο δυνατά μπορούσα:
«Έλα να παίξουμε πάλι.
Ανάσα δεν θα πάρω πια μέχρι να ’ρθεις να με αγκαλιάσεις».
Δεν παραπονιέμαι
τα πόδια μου πλέον πατάνε γερά τη γη
και τη σαρώνουν.
Τρέχω
Κουτσοπηδώ
Κρύβομαι
και καμιά μέρα με καλό καιρό
σκαρώνω μέχρι και στιχάκια.
Δεν αναπνέω μόνο.
Απλά.
(Κάποτε η ζωή ήταν γεμάτη αγκαλιές)
(Απλά)