Να ’μαστε λοιπόν και πάλι εδώ. Ακόμη μια χρονιά στο τσεπάκι κι ακόμα ένα έτος στην πλάτη. Καλή σου χρονιά, φίλε αναγνώστη. Να ξέρεις πως εκτιμώ αυτή την παρέα σου και, επειδή δεν μου αρέσουν οι συνηθισμένες ευχές-πανάκειες, σου εύχομαι φέτος να είναι η χρονιά που οι τίμιες προσπάθειες θα ανταμειφθούν. Ή μάλλον άκυρο, ξέχνα πως το είπα αυτό – μη μου βγει το όνομα κι ακούσω καμιά μέρα τα κοράκια να χτυπούν την πόρτα μου ρωτώντας αν μένει κάνας τίμιος εδώ. Εύχομαι… φέτος να είναι η χρονιά της κομπίνας. Λοιπόν ναι, εύχομαι να μπορέσουμε φέτος να σπάσουμε επιτέλους όλοι μαζί κι άλλα μεγάλα κρατικά μονοπώλια. Να σπάσει, ξέρω γω, το μονοπώλιο της φοροϋπεκφυγής (πιασάρικο, ε;), της διακίνησης όπλων (γιατί όχι;), ακόμα και το μονοπώλιο της καταπάτησης δικαιωμάτων κάθε είδους! Μόνο… πού ’σαι… Αν πιάσεις την καλή, χτύπα κι ένα τηλέφωνο, να χτίσουμε μαζί την μπίζνα. Μην ανησυχείς, δεν ακούει κανένας. Πού να βρεθεί τόσο προσωπικό...
Κλείνοντας μια χρονιά μεγάλης κόπωσης με αραιά διαλείμματα εξάντλησης, ανακαλύπτω, φίλε αναγνώστη, πως έχω πάντως κι εγώ κάποια προνόμια, για τα οποία μπορώ φέτος να νιώθω ευγνωμοσύνη, όπως μου προτείνει κάθε εικοσάρης influencer από το ιδιωτικό κότερό του ή από μια σουίτα στο Νιου Γιορκ. Ξέρεις για ποιους λέω, αφού τους χαζεύεις κι εσύ, παρόλο που κομπλεξάρεσαι με τα λούσα που κέρδισαν και τους σνομπάρεις. Τέλος πάντων, εγώ μπορώ, που λες, να νιώσω ευγνωμοσύνη, για παράδειγμα, που φέτος η δουλειά μιας χρονιάς έφτασε τελικά τσίμα-τσίμα να πληρώσω τους λογαριασμούς μου σαν αξιοπρεπής πολίτης και για ακόμη μια χρονιά δεν τα φούνταρα όλα στα κομμάτια, για να χειροτερέψω στο μπρέιν ντρέιν της χώρας. Δεν μπορώ μάλιστα παρά να είμαι υπερήφανος για την αξεπέραστη ποιότητα ζωής που προσφέρει η χώρα μου… στους τουρίστες. Αφού, να φανταστείς, κάποιοι είναι φιλαράκια μου. Να, πέρυσι έφυγαν, κι ήρθαν τώρα στις γιορτές επίσκεψη.
Να σημειώσω βέβαια εδώ πως, ως μάχιμος αρθρογράφος, δεν θα παραγράψω τις αποφάσεις ζωής εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που μεταναστεύουν με την ίδια ρηχή και αβάσιμη ανθρωπολογική εξήγηση που έχουν έτοιμη πολλοί συνάδελφοι σε αυτές τις περιπτώσεις. Όχι, δεν είμαι εδώ να σου πω ότι οι συνομήλικοί μας αποδημούν, για να ζήσουν την περιπέτεια των αρχαίων προγόνων τους στο βάρβαρο εξωτερικό, ούτε φεύγουν για τον ευτελή λόγο ότι θέλουν να εργαστούν με αξιοπρέπεια στο αντικείμενο των σπουδών τους. Όχι βέβαια. Το θέμα είναι, βλέπεις, κυρίως ψυχολογικό, αφού οι μπρέιν ντρέιν φεύγουν από την Ελλάδα, ώστε να μπορούν στις σπάνιες επιστροφές τους να ζουν την ονειρεμένη εμπειρία του τουρίστα στη χώρα τους. Όσο για εμάς τους υπόλοιπους που καθόμαστε στα αβγά μας και το χαιρόμαστε, υπάρχει κι εδώ μια απλούστατη εξήγηση που θα έκανε τον Φρόιντ να χλομιάσει από ζήλια: είμαστε ηδονοβλεψίες, φίλε αναγνώστη, και δύσκολα θα έβρισκε κανείς μέρος καλύτερο από εδώ, για να απολαύσει την εξαιρετική ζωή των άλλων μέσα από την κλειδαρότρυπα!
Για να υπάρχει όμως κλειδαρότρυπα, πρέπει να υπάρχει πόρτα και σπίτι, και μάλιστα σπίτι ξένο, που δεν σου ανήκει. Γιατί, αν σου ανήκε το σπίτι, ε, δεν θα καθόσουν να ζαχαρώνεις το τι γίνεται από την κλειδαρότρυπα. Θα άνοιγες την πόρτα και, ως άλλος αείμνηστος Γκουσγκούνης, θα έλεγες: «Γεια σας, μωρά μου, έφερα ζεστή πίτσα για πρωινό». Ή έστω θα φώναζες έναν δικαστικό και μια μπουλντόζα και θα έσπαγες την πόρτα πρωινιάτικα να μπεις μέσα, γιατί δικό σου είναι, Μάκη μου. Αφού το αγόρασες στα κλέφτικα, αφρός, για πάρτη σου. Όχι, όχι, η ηδονοβλεψία είναι μια διαδικασία που απαιτεί πειθαρχία, αυθυποβολή, αλλά κυρίως την ειδωλοποίηση του άπιαστου, την αποδοχή από τον ηδονοβλεψία ότι το αντικείμενο της έκστασής του θα παραμείνει για πάντα απρόσιτο, θα βρίσκεται πάντα πίσω από μια κλειστή πόρτα, και η μόνη δυνατή επαφή με αυτό είναι η φαντασίωση. Πόρτες, λοιπόν. Εμείς που απομείναμε και φέτος σε αυτόν τον τόπο θέλουμε περισσότερες κλειστές πόρτες και σπίτια που δεν μας ανήκουν. Αυτό είναι το φετίχ μας. Έτσι τη βρίσκουμε εμείς.
Το μόνο πρόβλημα που προκύπτει σε αυτή τη δυναμική είναι –αν το μυρίστηκες ήδη κι εσύ– το σπίτι. Αν η μισή σου χώρα είναι τουρίστες και η άλλη μισή ματάκηδες, ποιος έχει τελικά το σπίτι, για να μπορέσουμε όλοι οι υπόλοιποι να βολέψουμε το βίτσιο μας, να ξεδώσουμε, βρε αδερφέ; Ποιος έχει τα κλειδιά; Σε ποιον ανήκει το μπορντέλο, να ’ούμε; Σύμφωνα με την ως τώρα δημοσιογραφική έρευνα, ο τουρίστας δεν έχει ανάγκη να φτιάξει το σπίτι, για λόγους ευελιξίας, κι ο ματάκιας δεν θέλει να το έχει, γιατί τότε θα έπαιρνε το επάνω χέρι στη σχέση, κάτι που απεχθάνεται αφάνταστα. Ένα μοντέλο που άρχισε να εμφανίζεται πρόσφατα υπόσχεται να δώσει τη διέξοδο σε αυτό το μπλέξιμο. Σύμφωνα με αυτό, ο τουρίστας τα ακουμπάει στον ματάκια, για να φτιάξει το σπίτι και να κάνουν οι δυο τους τη δουλειά τους πίσω από αντίθετες πλευρές της πόρτας, κι ο ματάκιας, για να μη νιώσει πολύ ματσό, κάνει πάσα το σπίτι στον εργοδότη του τουρίστα, που πληρώνει τον πρώτο, ώστε να μπορεί ο κύκλος να συνεχίζεται… μέχρι να τελειώσουν τα οικόπεδα.
Φυσικά, το μοντέλο μπορεί πάντα να αλλάξει, καθώς, όπως λέει και ο χιλιοτραγουδισμένος ύμνος της χώρας μας, «σε αυτή τη ζωή όλα είναι είναι δανεικά», άρα κι εφήμερα. Το μόνο σίγουρο είναι πως θέλει πολλή φαντασία, για να προβλέψει κανείς τη διαφορετική κατεύθυνση που μπορεί να πάρει το πράγμα. Κυρίως όμως χρειάζεται μπόλικη ενέργεια. Έχουμε όμως ένα ολόκληρο έτος γι’ αυτό και, σε κάθε περίπτωση, τώρα που μπήκε ο νέος αριθμός στο ημερολόγιο, καλό θα είναι να ετοιμαζόμαστε σιγά-σιγά για τους τουρίστες. Και πού ’σαι… Μήπως ήρθε η ώρα να ξανοιχτούμε και λίγο, να πάρουμε κάνα δάνειο;