Λοιπόν, φίλε αναγνώστη, ελπίζω να έχεις αναπτύξει αντισώματα στον κουβανέζικο πυρετό, γιατί αυτό το καλοκαίρι η ζέστη, η υγρασία και οι ενοχές των τελευταίων μηνών έχουν δημιουργήσει τις ιδανικές συνθήκες για να μας βυθίσουν συνολικά σε ένα παρατεταμένο ντελίριο καύσωνα. Ήδη από τον περασμένο Απρίλη, δηλαδή, οι επιστήμονες προειδοποιούσαν πως το φετινό καλοκαίρι θα είναι από τα πιο ζεστά που έχει καταγράψει ιστορικά η ανθρωπότητα. Παρόλο που αυτή τη φορά το καιρικό φαινόμενο El Niño ευθύνεται εν μέρει γι’ αυτό το νέο ρεκόρ, αρκεί απλώς να θυμηθούμε πως τα τελευταία 8 χρόνια μετά το 2015 ήταν διαδοχικά τα πιο ζεστά στην ιστορία (πηγή: WMO), για να καταλάβουμε πως αυτό το σερί –που θα ζήλευε ακόμα και ποδοσφαιρική μεγαλοομάδα Έλληνα ολιγάρχη– δεν φαίνεται έτοιμο να σπάσει. Όπως αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε όλοι μας σταδιακά, αυτός ο καύσωνας δεν αντιμετωπίζεται πλέον με ανεμιστήρα, παραλία και αντηλιακό.
Θα έλεγε κανείς πως η νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται στο κλίμα διαμορφώνει ένα νέο κλίμα στις συνήθειές μας, αλλά και στην ποπ κουλτούρα της εποχής. Η αντιμετώπισή μας απέναντι σε πολλά σύγχρονα προβλήματα, όπως και η κλιματική αλλαγή, έχει μεταβεί, σε πολιτικό επίπεδο, από το δόγμα της αποτροπής στο δόγμα της προσαρμογής, που σε κοινωνικό, βέβαια, επίπεδο θα μεταφραζόταν στο καθόλου οπισθοδρομικό «αφού δεν μπορείς να το αποφύγεις, σφίξε τα δόντια κι απόλαυσέ το». Όλα κανονικότητα, λοιπόν, φίλε αναγνώστη, καθώς, όπως μαρτυρούν και οι ελλείψεις για ακόμη μία χρονιά στην Πυροσβεστική (πηγή: «Πυροπροστασία: Λεφτά σε κουβά χωρίς... πάτο», Εφημερίδα των Συντακτών), η διαχείριση της καταστροφής είναι σίγουρα ευκολότερη από τον έλεγχό της.
Πράγματι, από κάποιες απόψεις η καθημερινότητά μας αλλάζει πλέον αμετάκλητα σε αυτούς τους νέους, κυριολεκτικά, καιρούς. Προσωπικά, αυτό το καλοκαίρι έχω προσέξει με μια κάποια ενόχληση πως το νέο υγρό και θερμό κλίμα ευνοεί ιδιαίτερα την ανάπτυξη των διάφορων παρασιτικών οργανισμών: από τους μύκητες στους τοίχους μέχρι τα κουνούπια κι από τις αυξήσεις στα είδη πρώτης ανάγκης μέχρι τις ύποπτες επενδύσεις σε πυρόπληκτες περιοχές, οι επιστήμονες φαίνεται να έπεσαν ακόμη μία φορά ξεδιάντροπα μέσα, όταν πρόβλεπαν πως οι αυξημένες θερμοκρασίες και οι καταστροφές στο περιβάλλον, και όχι μόνο, αποτελούν ιδανικές συνθήκες για κάθε είδους παράσιτο που μπαίνει στον χώρο σου με το έτσι θέλω. Το Δόγμα του σοκ (Ναόμι Κλάιν) πήρε επιτέλους την επιστημονική επικύρωση που αναζητούσε.
Ιδιαίτερα τα κουνούπια, φίλε αναγνώστη, ομολογώ πως με έχουν κουράσει φέτος ένα τσακ παραπάνω με την ακόρεστη όρεξή τους για ανθρώπινο αίμα. Είναι πραγματικά εξωφρενικό! Προσπαθείς να απολαύσεις τα δάση και την οποιαδήποτε φυσική ομορφιά του τόπου σου για μια από τις τελευταίες φορές, πριν αναπόφευκτα γίνουν παρανάλωμα του πυρός ή ανεμογεννήτριες –ή πρώτα παρανάλωμα και μετά ανεμογεννήτριες– κι όπως περπατάς-περπατάς μες στο δάσος, βασικός σου πλέον φόβος δεν είναι μήπως ο λύκος-λύκος είν’ εδώ, αλλά αυτό το μόνιμο βζζίιιιν στο αφτί σου που ορέγεται τον σβέρκο σου. Τα κουνούπια είναι εκεί, είναι παντού, βρίσκονται σε στεριά και θάλασσα, φύση και πόλη, και διακρίνονται για την ακούραστη προσπάθειά τους να σου ρουφήξουν όσο περισσότερο αίμα προλάβουν. Ακόμη και τα εντομοαπωθητικά δεν δουλεύουν πλέον εναντίον τους, ενώ, όσο κι αν αυτοσφαλιαρίζεσαι σαν τίμιος πολίτης που αναρωτιέται γιατί αδυνατεί πια να τακτοποιεί τους λογαριασμούς του, τα κουνούπια απλώς σε χλευάζουν με έναν εναέριο ελιγμό α λα ραφάλ και κινούν πάλι για τη φλέβα σου.
Είναι άξιο θαυμασμού, από μια άποψη, πόσο καλά τα καταφέρνουν τα κουνούπια, όταν βρουν ανθρώπους με κοντομάνικα φανελάκια ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο ευάλωτους. Αν το σκεφτείς καλά, τα κουνούπια δεν εξαρτώνται από τη διακριτική σου ευγένεια, δεν σου ζητάνε παρακλητικά μια μικρή ενίσχυση απ’ το πολύτιμο αίμα σου, ενώ σίγουρα δεν καταδέχονται να προβούν σε ενέργειες ύποπτες και ντροπιαστικές για τα ίδια. Δεν θα δεις ποτέ, φίλε αναγνώστη, ένα κουνούπι να προσπαθεί να κρύψει την παρουσία του για να μην σε αναστατώσει. Από την εκτενή μου εμπειρία να ανάβω (άχρηστα) εντομοαπωθητικά φιδάκια το σούρουπο σε παραλίες του Πηλίου, γνωρίζω πως το κουνούπι πρώτα θα σου ανακοινώσει την παρουσία του εμπνέοντας τον φόβο ανάμεικτο με ένα τρέμουλο στη ραχοκοκαλιά σου και μετά θα βρει πάνω σου το ιδανικό σημείο να δειπνήσει. Ο λόγος που αυτή η προσέγγιση πετυχαίνει είναι μάλλον ο τεράστιος αριθμός των κουνουπιών, τα οποία δεν χρειάζεται καν απαραίτητα να συνεργάζονται μεταξύ τους για να πείσουν το θύμα τους ότι είναι χαμένο από χέρι. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η τακτική του κουνουπιού προσεγγίζει το θαύμα της ελεύθερης αγοράς, όπου δεκαπέντε πανομοιότυπα κουτιά φρυγανιές, ανάμεσά τους και η φρυγανιά του νοικοκυριού, ανταγωνίζονται μεταξύ τους για το ποιο θα έχει την υψηλότερη τιμή, ενώ εσύ κοιτάς το πορτοφόλι σου και συνειδητοποιείς πως αυτή η βόλτα στο μάρκετ πρόκειται να σε κάνει νοικοκύρη.
Πρέπει όμως να παραδεχτώ πως τα κουνούπια είναι μόνο ένα από τα πολλά είδη αιμοδιψών παρασίτων που έχουν βρει τη χαρά τους τον τελευταίο καιρό σε βάρος όλων μας. Πρέπει επίσης να αναγνωρίσω πως οι συνεχείς ελιγμοί τους αναγκάζουν τα κουνούπια να περνάνε περισσότερο χρόνο πετώντας κλέφτικα γύρω μας, παρά ρουφώντας τη ζωή μας. Από μια άποψη, τα κουνούπια ξέρουν να κρατούν τα προσχήματα, να δίνουν στο θύμα τους την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να ξεφύγει. Σε διαφορετική περίπτωση, θα ρίσκαραν να δουν το θύμα τους να φεύγει τρομοκρατημένο και να χάσουν έτσι ένα μοναδικό γεύμα, όμως αυτή η έλλειψη αποφασιστικότητας και στρατηγικής –ας πούμε, επιτελικής– δράσης κάνει συχνά τα κουνούπια κάπως μετριοπαθή στους στόχους τους.
Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν τις προάλλες, ενώ χτένιζα τη γάτα μου, όταν βρήκα κολλημένο πάνω της ένα μισοφουσκωμένο τσιμπούρι. Είχε πάει, το άτιμο, και είχε κολλήσει εκεί, ανάμεσα στα μουστάκια της, σε ένα σημείο που ήταν μπροστά στα μάτια του ζωντανού, όμως ήταν αδύνατο για την ίδια τη γάτα να το αφαιρέσει. Ακόμα κι εγώ δηλαδή χρειάστηκα μερικά λεπτά, μέχρι να καταλάβω πως αυτό το πραγματάκι δεν ήταν κάποια βρομιά ή ελιά, αλλά ένα θρασύτατο παράσιτο. Είναι εκπληκτικό το θράσος του τσιμπουριού, φίλε αναγνώστη: βρίσκει ένα μέρος πάνω στο θύμα του, όπου νιώθει ασφαλές, και γαντζώνεται εκεί μέσα πίνοντας ασταμάτητα αίμα για τρεις περίπου ημέρες, δηλαδή ώσπου να ξεδιψάσει για μια ζωή!
Η επέμβαση της αφαίρεσης ήταν μια κάπως δυσάρεστη διαδικασία, καθώς το να πιάσεις με το τσιμπιδάκι ένα τόσο δα έντομο ανάμεσα στα μουστάκια της όχι και τόσο συνεργάσιμης γάτας σου είναι ακριβώς όσο δύσκολο ακούγεται. Μια-δυο φορές πήγα να ξεριζώσω τις τρίχες του ζωντανού, ενώ άλλες τόσες κατάφερα μόνο να ταρακουνήσω τον στόχο, πριν η γάτα κρίνει σκόπιμο να γυρίσει το κεφάλι της αλλού και να χαλάσει την προσπάθειά μου. Όλη αυτή την ώρα το τσιμπούρι έμενε σταθερά κολλημένο στο ίδιο σημείο. Ακόμη και στο άγγιγμα της λαβίδας, το τσιμπούρι αισθάνεται τόσο σίγουρο για την άριστη επιλογή θύματος και θέσης που έχει κάνει, ώστε δεν σκέφτεται ποτέ να διακόψει προσωρινά το γεύμα του και να ξεφύγει, για να το συνεχίσει μια άλλη φορά. Έτσι, είναι εύκολο να βρεις ομοιότητες ανάμεσα στο συγκεκριμένο παράσιτο και σε επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν το μονοπώλιο διαφόρων τέως δημόσιων αγαθών ή το εμπόριο άλλων προϊόντων πρώτης ανάγκης: αισθάνονται όλοι τους αυτή τη σιγουριά ότι ο πελάτης δεν μπορεί να αντιδράσει απέναντί τους. Το τσιμπούρι συνεχίζει να ρουφάει μέχρι την τελευταία στιγμή, όταν το τσιμπιδάκι καταφέρνει τελικά να το αφαιρέσει από το θύμα και να το λιώσει με συνοπτικές διαδικασίες.
Όσο λοιπόν, φίλε αναγνώστη, η κλιματική αλλαγή μας αφήνει έρμαια των παρασίτων, μην ξεχνάς: έχε πάντα μαζί σου εντομοαπωθητικό, τσιμπιδάκι και μια ασυμβίβαστη απέχθεια για οτιδήποτε άδικο!