Ήτανε σαν να κολυμπώ σε μια θάλασσα μελιού.
Δεν είχα ανάγκη από ανάσες, τις έπαιρνες εσύ για εμένα.
Μα όσο και να απλωνόμουν, ήμουν μονάχα εγώ. Ποτέ εσύ!
Και ξαφνικά
«Έλα, μωρέ, πια, μα γιατί κλαις;
Πόσο θα κρύβεσαι σε σκιές δέντρων που πλέον κάηκαν, πάνε;»
Όχι, δεν πενθούσα.
Γλυκιά η θύμησή σου.
Απλώς.
Αυτό και τίποτ’ άλλο.
Άλλωστε δεν πέθανε κανείς
(μονάχα ο έρωτας μας)