Διάβαζα τελευταία ιστορίες επιστημονικής φαντασίας. Κάποιες δυστοπικές, άλλες έντονα φιλοσοφικές. Είναι είδος ξενόφερτο για την ελληνική λογοτεχνία, μιας που παραδοσιακά τα πεζά μας στρέφονται σε ιστορικά θέματα και συχνά στη ζωή της υπαίθρου. Οι μεγάλοι συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας είναι Άγγλοι, Αμερικάνοι, Ρώσοι, δηλαδή από κράτη τα οποία είχαν έντονη τεχνολογική ανάπτυξη που άλλαξε γρήγορα τον τρόπο ζωής. Από τα μέσα του 20ού αιώνα είχαμε και τον αγώνα για την πρώτη αποστολή ανθρώπου στο φεγγάρι που έδωσε επιπλέον ώθηση στην παραγωγή επιστημονικής φαντασίας. Λογικό λοιπόν σε τέτοιο περιβάλλον η λογοτεχνία να χρησιμοποιηθεί ως μέσο διερεύνησης των νέων συνθηκών.
Παρ’ όλα αυτά, τα έργα επιστημονικής φαντασίας ενίοτε θεωρούνται μη σοβαρά, παιδικά ίσως, αναγνώσματα για να περνάει ευχάριστα η ώρα. Αλλά κάποιες φορές το «πρόβλημα» που κάνει κάποιον να αποφύγει αυτά τα έργα είναι διαφορετικό και κατά τη γνώμη μου πιο ενδιαφέρον για να το αναλύσω. Γνωρίζω άτομα που αποφεύγουν αυτά τα είδη, γιατί δεν μπορούν να ταυτιστούν με τους χαρακτήρες ή να αφεθούν στην πλοκή, γιατί η πραγματικότητα που περιγράφεται δεν είναι αυτή που ξέρουν. Βέβαια, δεν είναι ότι κάνουν κάτι λάθος ή ότι πρέπει να αλλάξουν τις αναγνωστικές τους συνήθειες. Σε πολλούς ανθρώπους το έργο μπορεί να φαίνεται πολύ ξένο, μακρινό ή, για τα δεδομένα της καθημερινότητάς μας, παντελώς άσχετο.
Αυτό που εγώ αντιλαμβάνομαι και θα προσπαθήσω να μεταδώσω είναι ότι κάθε ιστορία μιλάει για εμάς και για το τώρα. Δεν πιστεύω ότι γίνεται αλλιώς. Δεν έχει σημασία αν η ιστορία έχει ξωτικά και μάγους ή διαστημόπλοια. Ο πυρήνας είναι η ανθρωπότητα όπως την ξέρουμε, με τα γνωστά χαρακτηριστικά και με τις συνηθισμένες αδυναμίες, κατά τον ίδιον τρόπο που οι μύθοι του Αισώπου μιλάνε για τον άνθρωπο. Δεν είναι και καμιά μοντέρνα ιδέα δηλαδή. Το να βάζεις στοιχεία μη ρεαλιστικά μέσα στην ιστορία που αφηγείσαι σου δίνει μια ελευθερία να παίξεις με διαφορετικές συνθήκες. Αλλά οι χαρακτήρες και η εξέλιξή τους, τα ηθικά διλήμματα, οι συγκρούσεις, είναι ριζωμένα στα ερεθίσματα του συγγραφέα από το περιβάλλον του, το περιβάλλον που, σε έναν βαθμό, μοιραζόμαστε. Μιλάμε για ξένα πράγματα, για να μιλήσουμε για τα δικά μας.
Αγαπημένα έργα επιστημονικής φαντασίας είναι οι ιστορίες της Ούρσουλα Κ. ΛεΓκεν. Ασχέτως περιτυλίγματος, οι ιστορίες της έχουν κάτι να πουν για την κοινωνία στην οποία έζησε. Ενδιαφέρον παράδειγμα είναι τα βιβλία που ανήκουν στο σύμπαν του Hain (Hainish Cycle). Αυτά τα βιβλία πραγματεύονται φανταστικούς κόσμους κατοικούμενους από όντα σχεδόν ανθρώπινα, αρκετά όμοια με μας, ώστε να μπορούμε να τα παραλληλίσουμε με εμάς, αλλά και πολύ διαφορετικά ταυτόχρονα. Στο βιβλίο Το Αριστερό Χέρι του Σκότους (The Left Hand of Darkness) τα όντα του παγωμένου πλανήτη Γκέθεν είναι ανδρόγυνα, εμφανίζοντας χαρακτηριστικά φύλου μόνο όταν βρίσκονται σε οίστρο. Τα ερωτήματα που αυτές οι συνθήκες φέρνουν αφορούν αφενός το περιβάλλον τους και αφετέρου τη βιολογία τους. Αρχικά, πώς είναι οργανωμένη η κοινωνία που ζει παλεύοντας με το κρύο, πώς επιδράει στην εξέλιξη της τεχνολογίας. Από τη βιολογική πλευρά, ποιος είναι ο ρόλος του φύλου, ποια είναι η σχέση τους με το σεξ, αν υπάρχει σεξουαλική βία και, αν ναι, τι μορφή παίρνει, πώς είναι η οικογενειακή δομή. Και καθώς αυτά τα θέματα ερευνώνται, μπορούμε να στρέψουμε τον καθρέφτη στον εαυτό μας για να συνειδητοποιήσουμε πώς δρούμε εμείς και από τι επηρεάζονται οι πράξεις μας.
Οι ιστορίες επιστημονικής φαντασίας είναι ένα μεγάλο «τι θα γινόταν, αν η ανθρωπότητα ήταν λίγο διαφορετική;». Αν ο πλανήτης ήταν διαφορετικός, αν είχαμε επιλέξει διαφορετικά πολιτεύματα, αν άλλαζε κάτι μικρό στη βιολογία μας, αν τα έθιμά μας ήταν διαφορετικά. Λογοτεχνία με ματιά ανθρωπολόγου. Όπως και να έχει, το σημείο αναφοράς είναι πάντα το ίδιο, και είμαστε εμείς. Η καλή λογοτεχνία, όποιο και αν είναι το θέμα της, μας κάνει να κοιτάζουμε λίγο προς τα μέσα.