Κάπου, κάποτε, διάβασα ότι κάθε φορά που δύο άνθρωποι χωρίζουν χάνεται ένα λεξιλόγιο, ένα σύνολο λέξεων, φράσεων, αναφορών που μοιραζόντουσαν και που μόνο ανάμεσά τους είχαν νόημα. Θα έχετε παρατηρήσει μερικές φορές που μιλάτε με κάποιον κοντινό σας άνθρωπο ότι αυτά που λέτε ακούγονται παράλογα. Ότι, αν κάποιος τρίτος άκουγε τη συζήτηση, ή δεν θα καταλάβαινε ή θα σας περνούσε για τρελούς. Χρησιμοποιούμε τον λόγο για να τονίσουμε την οικειότητά μας – εφευρίσκουμε χαζά παρατσούκλια, φτιάχνουμε καινούριες λέξεις και χρησιμοποιούμε φράσεις φαινομενικά ανούσιες, που κρύβουν μέσα τους τις κοινές μας εμπειρίες. Και, συνήθως, όσο πιο περίεργα είναι αυτά που λέγονται, τόσο πιο κοντινή είναι η σχέση μεταξύ μας.
Προσωπικό παράδειγμα: έχω άπειρα τραγουδάκια για τον σκύλο μου, που καμιά φορά τα τραγουδάω στη βόλτα έχοντας το άγχος μη με ακούσει κανένας άνθρωπος και γελάει για μέρες. Για να μη μιλήσω για τα άπειρα παρατσούκλια που μου έχουν απονεμηθεί από τον σύντροφό μου. Αλλά, τέλος πάντων, ας σοβαρευτούμε.
Στο έργο Η Παρουσίαση του Εαυτού στην Καθημερινή Ζωή ο κοινωνιολόγος Έρβινγκ Γκόφμαν παρουσιάζει την ανθρώπινη επικοινωνία ως ένα είδος θεατρικού δρώμενου. Κάθε άνθρωπος παίζει έναν ρόλο σε κάθε του κοινωνική αλληλεπίδραση, βάζει την κατάλληλη μάσκα και χρησιμοποιεί τον κατάλληλο λόγο. Παίζει τον ρόλο του μαζί με άλλους (ηθοποιοί), κάποιοι μπορεί να παρακολουθούν την αλληλεπίδραση, αλλά να μη συμμετέχουν (θεατές), υπάρχει ο χώρος (σκηνή) και υπάρχουν και αυτά που είναι γνωστά στους ηθοποιούς, αλλά όχι στους θεατές (παρασκήνιο). Τώρα, έχοντας υπόψη αυτό το πλαίσιο, η χρήση της ιδιαίτερης γλώσσας μεταξύ δύο ατόμων δημιουργεί μια σφαίρα που τους απομονώνει από τον υπόλοιπο κόσμο. Αν κάποιος τρίτος τύχει να ακούσει τον διάλογο –ένας θεατής, κατά τον Γκόφμαν–, θα βρεθεί μπροστά σε έναν τοίχο ιδιωτικότητας. Αυτά που λέγονται δεν είναι για αφτιά ξένων. Μπορεί να προσπαθήσει να τα ερμηνεύσει, αλλά πάντα θα λείπει κάτι από τη σημασία τους. Ο θεατής δεν ξέρει το παρασκήνιο, την ιστορία πίσω από τις λέξεις. Αλλά, ακόμα και αν είχε όλες τις πληροφορίες, ο τοίχος θα ήταν ακόμα εκεί. Είναι ένα είδος γλώσσας που έχει πολύ συγκεκριμένους αποδέκτες και δεν δέχεται άλλους. Είναι το ακριβώς αντίθετο μιας γενικής συζήτησης για τον καιρό, για παράδειγμα, που και ένας άσχετος μπορεί να εισέλθει χωρίς να παρεξηγηθεί. Η γλώσσα αυτή είναι το συνωμοτικό κλείσιμο του ματιού προς το οικείο πρόσωπο.
Γι’ αυτό, όταν οι άνθρωποι χωρίζουν, αυτό το σύνολο νοημάτων και αναφορών δεν θα ξαναχρησιμοποιηθεί ούτε και θα ξαναδημιουργηθεί αυτούσιο. Θα διαλυθεί ο γλωσσικός μικρόκοσμος που είχαν δημιουργήσει. Είναι λυπηρό, όταν συμβαίνει, αλλά κρύβει το πολύ όμορφο γεγονός των οικείων σχέσεων.