Εξαιρετικά φροϋδικός ο τίτλος, το καταλαβαίνω, αλλά το θέμα του άρθρου είναι λογοτεχνικό. Ο Ρίλκε στα Γράμματα σε έναν νέο ποιητή είχε συμβουλέψει τον θαυμαστή του να μην ξεκινήσει το ποιητικό του έργο γράφοντας ερωτικά ποιήματα. Ας κρατήσουμε αυτή τη φράση, γιατί θα χρειαστεί.
Στα βιβλία που διαβάζω δύο είναι τα σημεία που εννιά στις δέκα φορές θα με απογοητεύσουν: τα χωρία που μιλάνε για τον έρωτα ή αυτά που θέλουν να εμπνεύσουν τρόμο. Μου φαίνεται περίεργο που αισθάνομαι ότι συγκεκριμένα σε αυτά τα θέματα οι συγγραφείς πέφτουν λίγο έξω. Δεν θεωρώ ότι η έκφραση της θλίψης ή της κωμωδίας είναι εγγενώς πιο εύκολη, αλλά, παρ’ όλα αυτά, η γνώμη μου είναι ότι επιτυγχάνεται καλύτερα.
Πίσω στη φράση του Ρίλκε. Ο έρωτας δεν είναι απλό πράγμα. «Κάτι μας είπες τώρα» θα μου πείτε. Πραγματικά, όμως, υπάρχουν διάφορα θέματα που τον κάνουν δύσκολο στη λογοτεχνική έκφραση. Αρχικά, ο έρωτας ως θέμα είναι παντού. Μόνο τα τραγούδια και τις ταινίες να αναλογιστεί κανείς, αρκεί. Είναι τόσο κοινό μοτίβο που, αν μας παρακολουθούσε κανένας εξωγήινος, θα νόμιζε ότι δεν έχουμε άλλο θέμα να ασχοληθούμε. Γύρω λοιπόν από αυτόν υπάρχουν πολλά κλισέ. Είναι πολύ λογικό κάποιος που γράφει για τον έρωτα να χρησιμοποιήσει ηθελημένα ή άθελά του τις συνηθισμένες εκφράσεις που ακούει από παιδί και να αναπαραγάγει τα ίδια μοτίβα των ερωτικών ιστοριών που ξέρει. Αυτό οδηγεί σε ιστορίες χιλιοειπωμένες και πιθανότατα ρηχές. Το θέμα του έρωτα χρειάζεται ειλικρίνεια και μαεστρία στον χειρισμό του λόγου, να ξεφύγει κανείς από το παραμύθι, να δει την πολυπλοκότητα των ανθρώπων. Είναι εύκολο κάποιος με τα κλισέ να έχει πωλήσεις, αλλά δεν θα προσθέσει κάτι καινούριο στην κατανόηση του τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος.
Σχετικά με τον τρόμο, τους τελευταίους μήνες εξερεύνησα λίγο παραπάνω τη λογοτεχνία επί του θέματος και δεν μπορώ να πω ότι έμεινα ευχαριστημένη. Καταλαβαίνω βέβαια ότι είναι πολύ προσωπικό το τι προκαλεί ανησυχία στον καθένα. Η δική μου παρατήρηση για αυτά που διάβαζα είναι ότι αρχικά υπήρχε έλλειψη ισορροπίας ανάμεσα στα κομμάτια που προετοιμάζουν το έδαφος και στις κορυφώσεις. Τα πρώτα συχνά υπερισχύουν, με τα δεύτερα να είναι πιο άτονα από όσο θα περίμενε κανείς, και η ιστορία καταλήγει σε ένα απογοητευτικό τέλος. Επίσης, πολύ κοινό φαινόμενο, για να περιγράφονται τα συναισθήματα του ήρωα με σκοπό να τα νιώσει ο αναγνώστης, είναι φράσεις όπως «αυτό που είδε του πάγωσε το αίμα», «τον έκανε να τρελαθεί» και τα συναφή, που φυσικά δεν συγκινούν. Για τον Χ. Φ. Λάβκραφτ, για παράδειγμα, παρά τις καλές ιδέες, αυτή ήταν πάγια τακτική. Συνεχώς κάποιος χαρακτήρας θα έβλεπε κάτι τόσο τρομερό που δεν μπορούσε να περιγραφεί. Ναι, αλλά και ο αναγνώστης τι να κάνει, αν ο συγγραφέας δεν δώσει λίγη τροφή στη φαντασία; Και, φυσικά, δεν χρειάζεται λεπτομερής αναφορά του θεάματος, γιατί το άγνωστο έχει τη χάρη του, αν υπάρχει έστω μια πιο σωστή περιγραφή της αντίδρασης που προκαλεί στον ήρωα. Και πάλι χρειάζεται ισορροπία. Η απλή αναφορά των συναισθημάτων δεν είναι αρκετή, για να τα δημιουργήσει, και στο είδος αυτό η δημιουργία τους είναι απαραίτητη.
Και στα δύο αυτά λογοτεχνικά θέματα χρειάζεται προσοχή και λίγη πρωτοτυπία, όχι για επίδειξη, αλλά για να καταφέρει ο συγγραφέας να χτυπήσει κάποια χορδή λίγο πιο βαθιά μέσα στο μυαλό του αναγνώστη. Προσωπικά, μου δημιουργείται ένα αίσθημα εμπιστοσύνης, όταν καταλαβαίνω ότι ο συγγραφέας ξέρει τι κάνει και δεν αναμασάει απλώς όλα αυτά που έχουμε ήδη διαβάσει ή ακούσει. Όταν μπορεί να δημιουργήσει αυτό το ελαφρύ σφίξιμο στο στομάχι, αυτή την ανάσα που την κρατάς λίγο παραπάνω.