Τις προάλλες βίωσα μια εμπειρία άκρως θεατρική, με σκηνικό το Άλσος Παγκρατίου. Διασχίζοντας το κατώτερο επίπεδό του και περνώντας μπροστά από τα παγκάκια που βρίσκονται παρατεταγμένα αριστερά και δεξιά του περάσματος για τους πεζούς, έγινα –άθελά μου– μάρτυρας ενός έργου σε τρεις πράξεις. Στην πρώτη πράξη πρωταγωνιστές ήταν δύο άντρες γύρω στα πενήντα, οι οποίοι καθόντουσαν σε ένα από τα πρώτα παγκάκια από την είσοδο στη γωνία της Ευτυχίδου με τη Σπύρου Μερκούρη. Όση ώρα έφταναν οι ομιλίες τους στα αφτιά μου καθώς περπατούσα, συζητούσαν για τις χειρουργικές επεμβάσεις στις οποίες έχουν υποβληθεί, για τους λογαριασμούς του ρεύματος και για την ακρίβεια. Λίγα βήματα αργότερα, και μόλις άρχισαν να σβήνουν οι φωνές των προηγούμενων –σαν τους μουσικούς στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου και την Αποστόλου Παύλου που ξέρουν σε τι απόσταση να σταθούν ο ένας από τον άλλον–, στη δεύτερη πράξη πρωταγωνιστές ήταν δύο ηλικιωμένοι κύριοι που έπαιζαν ντόμινο(!). «Άει, ρε! Βάνε τα πιο ίσα! Πότε θα γίν’ς νοικοκύρ’ς; Έτσ’ κλαδεύ’ς και τσ’ ελιές σ’; Για επ’δής έχ’ στραβώσ’ το κλαδευτήρ’ το δ’κό σ’…» Και δώσ’ του γέλια και κακό!
Η παράσταση όμως είχε κι ένα ακόμη νούμερο, παρασκηνιακό. Στο φανάρι στην έξοδο του Άλσους, στα αριστερά μου στάθηκε μια κοπέλα στην ηλικία μου, η οποία κρατούσε δύο βιβλία κοντά στο στέρνο της, με το «σοβαρό» τοποθετημένο πάνω-πάνω και με ένα νεοδημοσιευθέν μυθιστόρημα με τη λέξη «έρωτας» στον τίτλο τοποθετημένο από πίσω, κι ας λέει η λογική (ή ένας λανθάνων ψυχαναγκασμός, έστω) ότι θα έπρεπε να τοποθετηθούν ανάποδα λόγω του μεγέθους τους (τα ’χουμε κάνει κι εμείς στο παρελθόν αυτά, εξ ου και μειδιούμε). Από τα δεξιά μου πάλι έσκασε σαν λάστιχο από το στόμα αγοριού Δημοτικού το παραλλαγμένο σαιξπηρικό: «Έχεις ακουμπήσει ποτέ τη ρόδα από πούλμαν;».
Την επόμενη στιγμή ήρθε μήνυμα στο κινητό μου. Η συνάντηση στην οποία κατευθυνόμουν, ακυρώθηκε. Επέλεξα στην επιστροφή να μην περάσω μέσα από το Άλσος. Όσο περπατούσα έπαιξα σε επανάληψη στο μυαλό μου ένα νούμερο από την προηγούμενη ημέρα. «Να, αυτός είναι ο κύριος Κώστας με τις πολλές κατακτήσεις. Όλες εδώ πέρα τον θέλουν» λέει η φωνή από το καροτσάκι, απευθυνόμενη φαινομενικά σ’ εμένα, αλλά στην πραγματικότητα (κατά το «τα λέω στη νύφη, να τ’ ακούσει η πεθερά) –και με κλεφτές, λοξές ματιές– στον ηλικιωμένο κύριο που, τάχα μου χωρίς να έχει ακούσει, αποκρίνεται: «Ωραίο σου το έχουν φτιάξει σήμερα το μαλλί, Κική». Πραγματικό συμβάν σε ασανσέρ μονάδας φροντίδας ηλικιωμένων.
Και η εσωτερική σκηνική δράση της ανάμνησης συνέχισε να εμπλουτίζεται. Από έναν εξώστη ο 97χρονος κύριος Νίκος, ακάματος και αεικίνητος, αλλάζει συνεχώς θέση στις γλάστρες, «για να μην του γκρεμιστεί το μπαλκόνι, έτσι όπως τις βάζει η γυναίκα», η οποία γυναίκα ακούει από μέσα στη διαπασών τη Δήμητρα Παπαδοπούλου να λέει σε μια σκηνή του Σ’ αγαπώ μ’ αγαπάς πως η γιαγιά της πάντοτε τη συμβούλευε, όταν φοβάται, να τραγουδάει, και συμφωνεί, γιατί και οι πρόσφυγες γονείς της, όταν ελλιμενίστηκαν στη νέα πατρίδα, το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να χορέψουν στην προβλήτα, για να ξορκίσουν το κακό και να γλυκάνουν τον νέο τόπο, για να τους καλοδεχτεί. Και μπορεί ο κύριος Νίκος να την κοροϊδεύει κουνώντας το κεφάλι πάνω κάτω με σουφρωμένα χείλια, αλλά ξεχνά, φαίνεται, πως κι αυτός, όταν ήταν αντάρτης στα βουνά, στο τραγούδι το έριχνε με τους συντρόφους του κάθε φορά που το ηθικό τους χαντακωνόταν.
Όταν τελικά έφτασα στο σπίτι, έβαλα να δω ένα επεισόδιο του Κλεινού Άστεως που είχα χάσει, το επεισόδιο για το «Ελεύθερο Θέατρο». Και τι μαθαίνω! Στο Άλσος Παγκρατίου, λέει, παλιά ανέβαιναν συνεχώς επιθεωρήσεις!
Πόσο υπερβατικά συνδεδεμένα είναι τελικά κάποια μέρη με αυτό που κάποτε υπήρξαν!
Και πόσο προβοκατόρικο να επιλέγει το «πάρ’ το αλλιώς» για τίτλο κάποια που δεν έχει πιάσει τιμόνι στη ζωή της!