Αναρωτιέμαι αν έχει ακούσει κανείς πιο βιαστικά και δυσνόητα Αγγλικά από αυτά των ανακοινώσεων των πιλότων και των επικεφαλής αεροσυνοδών εντός των αεροπλάνων…
Έπειτα από ένα τέτοιο μήνυμα, που μάλλον αφορούσε μεταξύ τους επικοινωνία, η πιο καλλίπυγος από τις αεροσυνοδούς ξεκινάει από την πρώτη σειρά να διασχίζει τον διάδρομο πηγαίνοντας προς τη μέση του αεροσκάφους, στρέφοντας κατά λίγες μοίρες το κεφάλι, μία αριστερά και μία δεξιά, αγγίζοντας ελαφρά με τα ακροδάχτυλα του αριστερού χεριού τη θέση D και με αυτά του δεξιού τη θέση C κάθε σειράς. Βλέπω τη μαύρη μάσκα υψηλής προστασίας που φοράει να κινείται ανεπαίσθητα αλλά σταθερά και συμπεραίνω πως μετράει άτομα. Προφανώς είναι κάτι σαν απουσιολόγος της πτήσης.
Αν και η μάσκα, με το σχήμα που της δίνει αυτή η ραφή στη μέση, και σε συνδυασμό με την αυστηρή μπλε σκούρα στολή που φοράει η αεροσυνοδός με την πορσελάνινη επιδερμίδα, τα κορακίσια ολόισια μαλλιά πιασμένα σε σφιχτό κότσο και τα σχιστά μάτια, την κάνει να μοιάζει με το πώς θα ήταν μια δεύτερη κόρη του Νταρθ Βέιντερ, αν είχε υπάρξει ποτέ και αν είχε ντυθεί επίσημα για κάποια σημαντική κοσμική περίσταση της υψηλής κοινωνίας της σκοτεινής Αυτοκρατορίας.
Όσο πλησιάζει σ’ εμένα, κάθομαι στην 11C, την κοιτάζω συνέχεια κατά πρόσωπο, έχοντας ήδη εντυπωσιαστεί από τα εξωτικά χαρακτηριστικά της, αφ’ ης στιγμής με είχε καλωσορίσει στο αεροπλάνο. Τώρα παρακολουθώ τα ντελικάτα της δάχτυλα να ακουμπάνε με χορευτική τρυφερότητα μπαλαρίνας την κορυφή της πλάτης κάθε καθίσματος, τη μία μετά την άλλη, και όταν φτάνει στη μπροστινή μου, κλείνω τα μάτια για να απολαύσω το επερχόμενο δικό μου βραχύβιο μερίδιο της προσοχής της, ελπίζοντας παράλληλα πως έστω λίγη ενέργεια από τα αλαβάστρινα δάχτυλα θα χρησιμοποιήσει ως αγωγό το κάθισμα για να περάσει στο νευρικό μου σύστημα.
Προς μεγάλη μου έκπληξη, σχεδόν τρομάρα, δεν νιώθω απλώς μία, αν όχι μεταφυσική, έστω αυθυποβαλλόμενη, ανατριχίλα, αλλά το ίδιο το χέρι της να αναπαύεται στον ώμο μου. Το επιβεβαιώνω με μία πλάγια ματιά και γυρίζω όσο μπορεί να γυρίσει ο λαιμός μου, χωρίς να στρέψω τον κορμό, κοιτώντας την αποσβολωμένος. Βλέπω τα κατάμαυρα ασιατικά μάτια να με κοιτάνε με ένα σταθερό ασάλευτο βλέμμα που καθόλου δεν συμφωνεί με το «Oh, I’m so sorry, Sir», που προφέρουν ηδυπαθώς τα χείλη μέσα από την Νταρθ Βέιντερ μάσκα.
Παρ’ όλα αυτά, τα δάχτυλά της σαλεύουν ανεπαίσθητα, σαν να μου κάνουν το συντομότερο μασάζ όλων των εποχών, και δεν απομακρύνονται αμέσως πάνω από τον ώμο μου. Θέλω να πω… πρέπει να έμειναν σίγουρα τρία δευτερόλεπτα εκεί πριν πάνε στην επόμενη σειρά. Τρία δευτερόλεπτα είναι πάρα πολλά σε μία τέτοια περίπτωση, αν το καλοσκεφτεί κανείς. Θα μπορούσε να βγάλει το χέρι της από την πρώτη στιγμή που κατάλαβε ότι με ακούμπησε, δεν θα μπορούσε;
Συνεχίζοντας αυτή το μέτρημά της στις παραπίσω σειρές, εγώ γυρίζω το κεφάλι μπροστά, τεντώνω την πλάτη στο κάθισμα και ξεφυσώ αργά και δυνατά, εννοώντας «και τι κάνουμε τώρα εδώ;» Διότι αν αυτά τα τρία δευτερόλεπτα σημαίνουν αυτό που σε διαφορετική περίπτωση δεν θα μπορούσα καν να διανοηθώ ότι σημαίνουν, τότε τα μόλις ενενήντα εννιά σεντς που μου κόστισε αυτό το εισιτήριο θα είναι τα πιο αξιόλογα λεφτά που έχω δώσει στη ζωή μου εδώ.
Από το Συμβούλιο των Τζέι με έχουν στείλει να οργανώσω τα πράγματα σε τούτο το ενδιαφέρον μέρος και μου έχουν επιστήσει την προσοχή να διατηρώ χαμηλό προφίλ για κάνα εξάμηνο: να μη μένω πολύ καιρό στο ίδιο μέρος, να ντύνομαι με κανονικά ρούχα και –ασφαλώς– να μην μπλέκω σε μπελάδες. Οι άλλοι έχουν σοβαρές υποψίες ότι κινούμαι κάπου εδώ και αναζητούν μανιωδώς τα ίχνη μου.
Γι’ αυτό, λοιπόν, κάθε δύο εβδομάδες αλλάζω πόλη και κάθε τέσσερις χώρα. Δεν μετακινούμαι φυσικά με το MF και χρησιμοποιώ μόνο αεροπορικές εταιρείες χαμηλού ναύλου. Κι επειδή κανείς δεν μπορεί να προσέχει υπερβολικά πολύ, ακολουθώ πάντα την πεπατημένη των υπολοίπων: κλείνω το οικονομικότερο εισιτήριο χωρίς αποσκευή, μόνο ένα σακίδιο πλάτης το οποίο φροντίζω να είναι λίγο μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο όριο, δεν πληρώνω ποτέ για επιλογή θέσης, δεν παραγγέλνω ποτέ γεύμα στην πτήση (αμφιβάλλω αν υπάρχουν καν), δεν αγοράζω ποτέ από το καροτσάκι με τα ντιούτι φρι που κάθε φορά περιφέρουν ματαίως και –ως εκ τούτου– βαριεστημένα οι αεροσυνοδοί. Για να ενισχύσω το καμουφλάζ, εξ ιδίας πρωτοβουλίας έχω κουρέψει εντελώς το κεφάλι μου κι έχω μείνει αξύριστος εδώ και εβδομάδες. Με καράφλα, μούσι, μπλου τζιν και φούτερ, ούτε ο Τσούι δεν θα με αναγνώριζε… Όσον αφορά τους μπελάδες, έχω καταφέρει να τους αποφύγω με απόλυτη επιτυχία, όμως για κάποιον λόγο αυτή τη στιγμή τους νοσταλγώ, ίσως γιατί κανένας από αυτούς που έχω αντιμετωπίσει στο παρελθόν δεν μου έχει προκαλέσει τη νευρικότητα που μου προκαλεί τούτος ο «καυτός» μπελάς εδώ.
Έχοντας μάλλον τελειώσει την καταμέτρηση, περνάει ξανά από δίπλα μου για να πάει μπροστά, στο πόστο της. Παρότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να μετράει ξανά επιβάτες, το αριστερό της χέρι αναπαύεται για ελάχιστο χρόνο, όσο κρατάνε δυο βήματα, στην πλάτη του μπροστινού μου καθίσματος, εκεί που αφηρημένα έχει καρφωθεί το αδρανοποιημένο από τις σκέψεις βλέμμα μου εδώ και λίγη ώρα. Τα λευκά της δάχτυλα κυματίζουν δυο φορές, από τον μικρό προς τον δείκτη, πάνω στο μπλε υφασμάτινο προσκέφαλο, σκορπώντας κάποιο ξόρκι στον αέρα. Το βλέμμα μου μαγεμένο διατρέχει όλο το μήκος του χεριού της μέχρι τον λεπτεπίλεπτο λαιμό της, κι εκείνη τη στιγμή με κλονίζει μία παιχνιδιάρικα συνεσταλμένη ριπή από τα μαύρα σαν κάρβουνο μάτια της, για ένα μόνο δευτερόλεπτο, αλλά αρκετό για να νιώσω το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι μου, καθώς αυτή απομακρύνεται με αργά βήματα.
Μόλις φτάνει δίπλα στη συνάδελφό της, πλησιάζει τη μάσκα στο αφτί της, κάτι της λέει, κι εκείνη νεύει συγκαταβατικά. Η δικιά μου –νομίζω πως έχω το δικαίωμα πλέον να την αποκαλώ «δικιά μου»– προχωράει προς την μπροστινή τουαλέτα, την ανοίγει, και κρατώντας το πόμολο, μου ρίχνει άλλη μία εύγλωττη ματιά και χάνεται μέσα κλείνοντας πίσω της την πόρτα.
Χωρίς καμία αμφιβολία πια για την απροσδόκητη τύχη μου, αγνοώ την αναμμένη ένδειξη «προσδεθείτε», ενδίδω στην αναμμένη ένδειξη της φύσης μου, λύνω τη ζώνη ασφαλείας και πηγαίνω προς το πεπρωμένο που με καλεί πέρα από τα όρια της κοινής φαντασίωσης. Πλησιάζοντας στην τουαλέτα, ακούω την άλλη αεροσυνοδό να λέει στα Αγγλικά στα μεγάφωνα του αεροσκάφους ότι η πτήση θα καθυστερήσει για 10-15 λεπτά λόγω αυξημένης κυκλοφορίας στον εναέριο χώρο του Αεροδρομίου και πως όσοι επιβάτες επιθυμούν, μπορούν εντωμεταξύ να χρησιμοποιήσουν μόνο την τουαλέτα που βρίσκεται στο πίσω μέρος του αεροσκάφους. Χαμογελάω μέσα από τη μάσκα μου, αφενός γιατί γίνομαι μέρος μιας ακόμα συνωμοσίας –πρώτη φορά, όμως, πονηρής– και αφετέρου γιατί αντιλαμβάνομαι ότι αν θέλουν να μιλήσουν καθαρά Αγγλικά, μπορούν.
Παίρνω μια γρήγορη βαθιά ανάσα και βουτώ στο μικροσκοπικό βεσέ, για ένα ονειρικό τετ-α-τετ με τη σούπερ σέξι αεροσυνοδό-κόρη του Νταρθ Βέιντερ. Αυτή περνάει το χέρι της πάνω από τους ώμους μου, όχι για να με αγκαλιάσει, τουλάχιστον όχι ακόμα, αλλά για να κλειδώσει την πόρτα τραβώντας τον σύρτη, την ώρα που εγώ, σε απόσταση εκατοστών, μυρίζω το άρωμα λουλουδιών που αναδύεται από την αψεγάδιαστη επιδερμίδα της. Κατόπιν, μου βγάζει τη μάσκα με αργές, γεμάτες αυτοπεποίθηση κινήσεις και ακουμπά απαλά το δάχτυλο στα χείλη μου, υποδεικνύοντάς μου να μείνω σιωπηλός. Κάνει μισό βήμα πίσω –ούτως ή άλλως δεν υπάρχει χώρος για κάτι περισσότερο–, στηρίζει τις παλάμες της στη στενή εταζέρα δίπλα στον στενό νιπτήρα και ανοίγει στο πλάι το δεξί της πόδι, πατώντας πάνω στο κατεβασμένο καπάκι του καθίσματος της λεκάνης και αναγκάζοντας την εφαρμοστή της φούστα να ανεβεί αρκετά ψηλά, σε σημείο που μπορώ να δω από πού ξεκινάνε οι μαύρες ζαρτιέρες της. Κρατώντας καρφωμένα τα μάτια της στα δικά μου, που παλεύουν, αλλά αδυνατούν να ανταποδώσουν σε σταθερότητα, τραβά αργά και σαδιστικά λίγο ακόμα πιο πάνω τη φούστα της, αποκαλύπτοντας ένα μέρος του μαύρου σατέν που με χωρίζει από τον αδιαμφισβήτητο πλέον στόχο μου.
Νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει στα μηνίγγια, νιώθω το στομάχι μου να συστρέφεται και τα κουμπιά του τζιν μου να πιέζονται προς τα έξω. Μισοθολωμένος από τη λαγνεία, κολλάω το κορμί μου πάνω της και τη βαριά ανάσα μου στη σάρκα του παλλόμενου λαιμού της. Επιχειρώ να της βγάλω τη μάσκα, αλλά πριν την αγγίξω, μου τραβάει το χέρι μακριά, χωρίς να πει κουβέντα, μόνο κουνώντας αργά το κεφάλι δεξιά αριστερά. Ξαναμμένος όσο δεν πάει, σκέφτομαι «εντάξει, φόρα τη άμα θες, δεν θα τα χαλάσουμε εκεί». Ξεκουμπώνοντας βιαστικά και κάπως άγαρμπα το παντελόνι μου, χώνω το άλλο χέρι μου μέσα από τη φούστα της, θέλοντας να νιώσω την υγρή κάψα στο σημείο που ενώνονται τα λευκά σαν μάρμαρο πόδια της. Αυτό που πιάνω, όμως, δεν είναι σατέν… Δεν είναι καν ύφασμα. Είναι κάτι κρύο και μεταλλικό. Την κοιτάζω παραξενεμένος. Τα μάτια της χαμογελούν. Η μαύρη τους ίριδα έχει διασταλεί σε αφύσικο βαθμό, τόσο που το άσπρο γύρω της έχει απομείνει ελάχιστο. Η στύση μου αναδιπλώνεται βεβιασμένα. Κάνω ξαφνικά να της τραβήξω τη μάσκα, αλλά δεν μετακινείται ούτε λίγο, μοιάζει κολλημένη, μοιάζει κι αυτή από παγωμένο μέταλλο. Χωρίς να κουμπώσω το τζιν μου, προσπαθώ τρομοκρατημένος να ξεκλειδώσω την πόρτα και να βγω έξω, αλλά όση δύναμη κι αν βάζω, ο σύρτης μένει στη θέση του. Νιώθω παγιδευμένος σαν ζωύφιο στον ιστό της μαύρης αράχνης…
Αυτή παραμένει ατάραχη όσο το δεξί της χέρι βγάζει το πάνω πάνω από τρία ρολά κωλόχαρτο που είναι τοποθετημένα στο ραφάκι, το ένα πάνω στο άλλο. Μέσα από την τρύπα των άλλων δύο ρολών αποκαλύπτεται η άκρη αυτού που φοβόμουν… Τραβάει από μέσα τη μαύρη λαβή, την ίδια λαβή που έχω κι εγώ φυλαγμένη λίγα μέτρα πιο πίσω, μέσα στο σακίδιο, κάτω από τη θέση 11C.
Μόλις η λεπίδα του κόκκινου φωτός φυτρώνει στη μία άκρη της λαβής, ακούω μια μηχανική, σαν από συνθεσάιζερ, φωνή να μου λέει μέσα από τη μάσκα: «Το έξυπνο πουλί από το πουλί πιάνεται, Χαν Σόλο! Κι επειδή άκουσα τις σκέψεις σου νωρίτερα, όταν περνούσα από μπροστά σου, αν θες να ξέρεις ποια θα σε σκοτώσει, σε ενημερώνω ότι σωστά υπέθεσες. Είμαι, όντως, η κόρη του Άρχοντα των Σιθ. Με έκανε τρία χρόνια μετά τους υπερ-προβεβλημένους από τα μίντια Λιουκ και Λέια, με την Κορεάτισσα τεχνολόγο που του προγραμμάτιζε τα τσιπάκια της φωνής του. Καμιά ταινία της σειράς δεν μπήκε στον κόπο να αναζητήσει την ύπαρξή μου, να ενδιαφερθεί για ’μένα, και τώρα ήρθε η ώρα να δείξω σε όλους σας τι αξίζω πραγματικά και τι θα μπορούσα να είχα κάνει για την Αυτοκρατορία, αν είχα έστω κι έναν μικρό ρόλο».
Κι όπως κατεβάζει με μία αποτρόπαια κραυγή καταπιεσμένου θυμού το φωτόσπαθο, προλαβαίνω να σκεφτώ ότι όντως φέρθηκα σαν ηλίθιος. Εισιτήριο με 0,99€ είναι αδύνατον να υπάρχει. Η προσφορά που μου έστειλαν στο μέιλ ήταν το τυράκι, κι εγώ έπεσα στη φάκα. Και πίστεψα μάλιστα ότι με λιγότερο από ένα ευρώ θα πηδούσα κιόλας…
Αντίο, Αντίσταση. Αντίο, LucasFilm Ltd.