Τι σημαίνει η Καιτούλα για τον κόσμο, τι σημαίνει για ’μένα και ποιος ο ρόλος του Τζόουνς, θα σας τα πω παρακάτω, με όλη την ειλικρίνεια που μπορώ να επιστρατεύσω.
Η Καίτη, πρώτα ως έφηβος και ύστερα –όπως πρόλαβα να διαπιστώσω– ως ενήλικας, δεν αρκούνταν στην αποδοχή των προφανών και συχνά αναρωτιόταν πόσο θα μπορούσαν να τεντωθούν διάφορες χορδές του συμβατικού κόσμου και τι ήχο θα έκαναν, αν τις άφηνες απότομα να επανέλθουν στη θέση τους.
Από μικρή, και ειδικά απ’ το Γυμνάσιο και μετά, έδειχνε παράταιρο για την ηλικία μας ενδιαφέρον για την ανθρώπινη νοοτροπία και συχνά-πυκνά πειραματιζόταν στήνοντας απρόσμενες καταστάσεις, προκειμένου να προκαλέσει τη μία ή την άλλη ανθρώπινη αντίδραση, την οποία αργότερα –ή επί τόπου, αν είχε την ευχέρεια– την κατέγραφε στο διαβόητο μωβ σημειωματάριό της.
Πότε στη σχολική γιορτή της 25ης Μαρτίου ντυνόταν Τουρκάλα, πότε επαιτούσε στον δρόμο δηλώνοντας γραπτώς ότι μαζεύει χρήματα για να αγοράσει iphone (δεν το ήθελε, φυσικά, αλλά θυμάμαι ότι κανείς από όσους εμφανώς κρατούσαν iphone δεν της έδωσε κάτι) κι άλλοτε έστηνε κρυφές πλάκες σε ανυποψίαστους για να σημειώνει τις αντιδράσεις των ανθρώπων, όταν τους συμβαίνει κάτι άβολο ή ντροπιαστικό εξαιτίας ενός αόρατου υπαιτίου. Σε μεγαλύτερη ηλικία της άρεσε, ας πούμε, να τεστάρει πόση ανοχή είναι διατεθειμένοι να της δείξουν οι άλλοι σε ιδιοτροπίες ή παράξενες συμπεριφορές της, ανάλογα με το πόσο πλούσια φαινόταν ότι είναι ή δεν είναι κάθε φορά.
Τέτοια πειράματα σκαρφιζόταν και τέτοια πράγματα τη διασκέδαζαν την Καιτούλα, και εύκολα μπορείτε να φανταστείτε πόσο εντυπωσιακό ήταν για ’μένα να τα βλέπω να πραγματοποιούνται, όντας συνήθως στο πλευρό του σκηνοθέτη, και πόσο μάλλον τα υποβαθμίζω περιγράφοντάς τα αδρά και γενικόλογα εδώ.
Εξίσου εύκολο είναι να φανταστείτε πως η φιλοπεριέργειά της έφερνε συχνά μπελάδες, πότε στους άλλους, πότε και στην ίδια, τους οποίους η μάνα της άλλοτε μάθαινε από τρίτους κι άλλοτε δεν μάθαινε ποτέ. Σ’ αυτό το διακεκριμένο χαρακτηριστικό της έβρισκε από μικρή ηλικία ενθάρρυνση από τον μυστηριώδη κοσμοφιλόσοφο θείο της. Ήταν αυτός και μόνο αυτός, του οποίου η Καιτούλα ζητούσε τη γνώμη, πριν προχωρήσει σε οτιδήποτε είχε σκεφτεί το ανήσυχο και εξωφρενικό μυαλό που κουβαλούσε κάτω από τα κατάξανθα ολόισια μαλλιά της. Κι όταν η κυρία Λούλα απελπιζόταν από τα τερτίπια της λατρεμένης κόρης της, απέδιδε αυτό το μαράζι στα γονίδια του αδερφού της.
Η Καιτούλα πήγαινε πολύ συχνά στο σπίτι του μοναχού και μοναχικού της θείου, όχι τόσο για να πάρει την έγκρισή του για το επόμενο σχέδιό της, αλλά περισσότερο σαν να ήθελε να εξομολογηθεί προκαταβολικά και να λάβει την ευχή του, χωρίς βέβαια καμία υποψία θρησκευτικότητας σε όλη αυτή τη διαδικασία. Η παρομοίωση είναι καθαρά δική μου επιλογή, γιατί κάτι τέτοιο μου ερχόταν στον νου αυτές τις φορές που με έπαιρνε μαζί της στο σπίτι του Τζόουνς, μετά το σχολείο.
Δεν ξέρω γιατί τον έλεγαν Τζόουνς και αν ήταν αυτό το κανονικό του όνομα. Η μαμά μου έλεγε πως η κυρία Λούλα ήταν πιο ντόπια κι από τα γεμιστά με φέτα και πως ουδεμία σχέση είχε με τις Αμερικές και τις Αγγλίες. Μια φορά όλη κι όλη ρώτησα την Καίτη, αυτή καμπύλωσε τα χείλη, ανασήκωσε τα φρύδια και τους ώμους άπαξ κι είπε: «Εγώ τον λέω “θείο”, η μαμά “αδελφό” κι οι λίγοι υπόλοιποι “Τζόουνς”. Δεν ψάχνω για τέταρτο όνομα». Για όλα τα άλλα είχε περιέργεια, γι’ αυτό που απορούσα εγώ, όχι. Δεν την ξαναρώτησα, βέβαια, γιατί όσοι έκαναν παρέα μαζί της ήξεραν πως δεν έχει νόημα να ρωτάς την Καιτούλα δεύτερη φορά για κάτι που δεν σου απάντησε την πρώτη.
Από την πλευρά μου, προσπαθούσα σχολαστικά να διακρίνω υποψία ξενικής προφοράς στον λόγο του, έστω κάποια αγγλική έκφραση που γλίστρησε ανάμεσα στα άψογα Ελληνικά του, αλλά μάταια. Όχι ότι ήταν και πολύ ομιλητικός, δηλαδή… Περισσότερο άκουγε. Όσες φορές είχε τύχει να πάω εκεί με την Καίτη, συνήθως μεσημέρι, μας καλωσόριζε με μετρημένες, αλλά ζεστές κουβέντες, και έπειτα, με μία ηρεμία στις κινήσεις των χεριών και του σώματος, που θύμιζαν κάποιον που δικαιωματικά δρέπει την ευδαιμονία μιας κοπιαστικής επιτυχίας, μας οδηγούσε στο σαλόνι του. Καθόταν ξανά στην πολυθρόνα από όπου είχε σηκωθεί για να μας ανοίξει την πόρτα, αφού πρώτα απέθετε πάνω στο πράσινο βελούδινο μπράτσο της το βιβλίο που, όπως πάντα, είχε αφήσει ανοιγμένο ανάποδα στο ακόμα βυθισμένο από το βάρος του αναγνώστη κάθισμα. Την πρώτη φορά νόμισα ότι θα ξεκινούσε πάλι το διάβασμα, σαν να μην ήμασταν καν εκεί, αλλά η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν άγγιξε κανένα από τα «βιβλία μπράτσου» –έτσι τα λέγαμε με την Καίτη– όσο παραμέναμε στο σπίτι του. Απλώς το είχε πάντα δίπλα του και πότε-πότε άγγιζε τη ράχη του με τα ακροδάχτυλα, σαν να χάιδευε την αφράτη γούνα στη ραχοκοκαλιά μιας γάτας. Από ένα τροχήλατο τραπεζάκι στα δεξιά του συνήθως μας πρόσφερε φρέσκια λεμονάδα από τις λεμονιές του κήπου του με ζάχαρη και πάγο (χειμώνα-καλοκαίρι) και για συνοδεία κάτι περίεργα και πεντανόστιμα μπισκότα με μπαχαρικά, τα οποία ποτέ δεν καταφέραμε να βρούμε σε ποιο μαγαζί τα πουλάνε. Ο ίδιος μάς έλεγε με σοβαρότητα ότι δεν θα τα βρούμε πουθενά, γιατί δεν τα πουλάνε σ’ αυτή τη Γη. Όλο κάτι τέτοια δυσνόητα ή ακατανόητα έλεγε, που έκαναν την Καίτη να χαμογελά κι εμένα να τα αποδέχομαι χαζοχαρούμενα, ακριβώς επειδή έκαναν την Καίτη να ακτινοβολεί και να μισοκλείνει συνωμοτικά τα γατίσια γκριζοπράσινα μάτια της.
Κάπου σε αυτό το σημείο συνήθως ολοκληρώνονταν τα λόγια του θείου και η Καιτούλα με τη σειρά της ξεκινούσε να του παραθέτει τις εκάστοτε ιδέες της, με πολύ μεγαλύτερη αναλυτικότητα κι ενθουσιασμό, σε σχέση με αυτά που μου είχε πει εμένα νωρίτερα. Εγώ, εν τω μεταξύ, παρατηρούσα τον χώρο του σαλονιού, ο οποίος έμοιαζε περισσότερο με δωμάτιο μάγου, την ίδια ώρα που η αίσθηση του χώρου και η μυρωδιά που ανέδιδε σε καθησύχαζαν ότι επρόκειτο για καλό μάγο. Και στους τέσσερις τοίχους ήταν καρφωμένα ξύλινα ράφια –μέχρι και πάνω από την μπαλκονόπορτα που έβγαζε στον κήπο– με χοντρά ξύλινα στηρίγματα ανά ίσα διαστήματα για να αντέξουν το βάρος. Τα περισσότερα ήταν κατάφορτα με σκληρόδετα βιβλία, με καφέ, μπεζ, κεραμιδί, κυπαρισσί εξώφυλλα, σε όλα τα μεγέθη, φαινομενικά τοποθετημένα χωρίς καμία κατηγοριοποίηση. Όπου δεν υπήρχαν βιβλία, έβλεπες ανάμεσα στα ράφια θάλασσες και στεριές από έναν παγκόσμιο χάρτη, σαν μία ξεδιπλωμένη πεπλατυσμένη υδρόγειο σφαίρα που κάλυπτε ως ταπετσαρία τους τοίχους του δωματίου. Όσο οι προγραμματικές δηλώσεις της Καιτούλας εκτυλίσσονταν, εγώ ταξινομούσα νοερά τα βιβλία σε «ράφι υποσαχάριας Αφρικής», «ράφι Νοτιοανατολικής Ασίας», «ράφι Πολυνησίας», και πήγαινε λέγοντας.
Ο τοίχος με τη μικρότερη επιφάνεια, αριστερά από την πόρτα του σαλονιού, είχε μόνο μία στήλη με βιβλία σε κάθε πλευρά που πλαισίωναν άλλα ράφια με αναρίθμητα πρωτόγνωρα αντικείμενα, εκ των οποίων τα περισσότερα ήταν μικρά ξυλόγλυπτα που απεικόνιζαν περίεργες μορφές, πιθανώς λατρευτικές, θρησκευτικές ή απλώς διακοσμητικές. Άλλα θύμιζαν περίεργα φυλετικά γούρια, ποιος ξέρει από ποιον λαό και για ποιον σκοπό, πέρα από τον Τζόουνς τον ίδιον. Πάνω στο μοναδικό τραπέζι με τα χοντρά σαν σίγμα τελικό πόδια από κοκκινωπό ξύλο και τη μαρμάρινη με ροζ νερά ορθογώνια επιφάνεια βρίσκονταν διάφορα πολυκαιρισμένα χαρτιά, κάποια τυλιγμένα σαν πάπυρος, άλλα απλωμένα, πατημένα με μελανοδοχεία στις γωνίες τους για να μένουν ανοιχτά. Τα απομεσήμερα που οι ηλιαχτίδες έμπαιναν με μία ελαφρά κλίση από την μπαλκονόπορτα, φώτιζαν σαν εστιασμένος προβολέας μια ομπρελοθήκη φτιαγμένη από το ίδιο ξύλο του τραπεζιού, προσαρτημένη στη μία μικρή πλευρά του ορθογωνίου. Στη θήκη, βέβαια, δεν υπήρχαν ομπρέλες, αλλά πάνω από μια ντουζίνα μπαστούνια, ραβδιά και κυρίως σκήπτρα, όλα με περίτεχνες λαβές, τα περισσότερα με κάποιο πετράδι στην κορυφή, θέαμα που μου έκανε ακόμα περισσότερη εντύπωση, αφού ο μπαρμπα-Τζόουνς δεν φαινόταν να χρειάζεται στήριγμα για το σίγουρο βάδισμά του.
Είχα τόσες πολλές ερωτήσεις που θα μπορούσα να κάνω, αλλά πάντα έμενα να παρατηρώ και να φαντάζομαι, επειδή αυτές οι σύντομες επισκέψεις ήταν φανερό πως αποτελούσαν μια τελετουργία που ανήκε μόνο στην Καίτη και στον θείο της. Εγώ έπρεπε να αρκεστώ στον κατ’ αποκλειστικότητα ρόλο του αυτόπτη μάρτυρα, με το προνόμιο της δωρεάν λεμονάδας και του μπισκότου. Και για χάρη της Καίτης, φυσικά, δεν έψαχνα κάτι περισσότερο.
Όταν ολοκληρωνόταν η κουβέντα της Καίτης, ο Τζόουνς δεν έπαιρνε τον λόγο αμέσως, μόνο χτυπούσε απαλά τρεις-τέσσερις φορές τη σβησμένη πίπα του πάνω στην ξύλινη λαβή της πολυθρόνας, σαν ήρεμος δικαστής που διακριτικά ζητά την προσοχή του ακροατηρίου πριν μιλήσει. Και τότε ξεκινούσε κάθε φορά λέγοντας: «Καίτη, Καιτούλα, …», και συνέχιζε με κάτι του στυλ: «είναι, αν μη τι άλλο, ιδιαίτερα ενδιαφέρον αυτό που σχεδίασες, και θα ήθελα κι ο ίδιος να δω τι θα αποφέρει, …», και ολοκλήρωνε την ετυμηγορία του με διάφορες παραλλαγές τού: «…οφείλεις να βάλεις τον εαυτό σου στην άλλη άκρη του πειράματος, όταν αφορά ανθρώπους, να συνυπολογίσεις τυχόν σωματικές ή ψυχικές πληγές που ενδεχομένως να προκληθούν, και τότε να αποφασίσεις αν θα πράξεις τη θεωρία».
Δυο, τρεις, τέσσερις επισκέψεις, δεν ήθελε και πολύ για να μου μείνει αυτή η πάγια εισαγωγική προσφώνηση του θείου και να αποκαλώ κι εγώ εφεξής, είτε περιπαικτικά είτε αυθόρμητα, τη φίλη μου «Καίτη-Καιτούλα» και μάλιστα πολύ πιο συχνά απ’ ό,τι σκέτο «Καίτη» ή σκέτο «Καιτούλα»! Φυσικά και δεν την πείραζε και φυσικά μέσα μου νευρίαζα που δεν κατάφερνα ούτε μ’ αυτό να ταράξω έστω μια φορά τη σιγουριά και την αυτοπεποίθησή της, που δεν κατάφερνα να νιώσω, με τον υφέρποντα κομπλεξισμό του πιστού θαυμαστή, ότι έστω στιγμιαία έχω νικήσει το υποκείμενο του θαυμασμού μου.
Η αποκάλυψη της μεγάλης παρανόησης, όμως, έλαβε χώρα κατά το πρώτο έτος των σπουδών μας, το πρώτο έτος δύο βαρέων και δυσκολοχώνευτων αποχωρισμών: της Καίτης από την εγγύτητα του θείου της και του δικού μου από την εγγύτητα της Καίτης. Ο πρώτος αναπληρωνόταν με ταχυδρομικά γράμματα, καθότι ο Τζόουνς δεν είχε ούτε κινητό, ούτε σταθερό, ούτε βέβαια υπολογιστή. Ο δεύτερος αναπληρωνόταν με πιο σύγχρονες μεθόδους, όπως τακτικά τηλεφωνήματα και τακτικότερα γραπτά μηνύματα.
Προς το τέλος της πρώτης εξεταστικής μας, η Καίτη-Καιτούλα μού ανακοίνωσε από τηλεφώνου, ντύνοντας τη φωνή της με μυστήριο, πως λίγες μέρες αργότερα, που θα βρισκόμασταν στο σπίτι της στο νησί, θα είχε να μου αποκαλύψει μία μεγάλη έκπληξη, διατάζοντάς με αμέσως, με κανονική πλέον φωνή, να μην πάει ο νους μου στο κακό. Εμένα ο νους μου δυσκολευόταν –και δυσκολεύεται– να μην πάει αμέσως στο κακό, αλλά, είτε με ευοίωνη είτε με δυσοίωνη σκέψη αυτή, η έκπληξη κυριαρχούσε στο μυαλό μου για όλες τις επόμενες μέρες. Τη μέρα που ταξίδευα, η διαδρομή από την πρωτεύουσα μου φάνηκε τούτη τη φορά ατελείωτη. Ούτε η «redrum» κραυγή του μικρού Ντάνι στις σελίδες της Λάμψης ούτε οι λαρυγγισμοί του Ρομπ Χάλφορντ στ’ αφτιά μου από το Sad Wings of Destiny μπορούσαν να μου αποσπάσουν τη σκέψη από τα… υπεσχημένα.
Παρασκευή βράδυ έφτασα εγώ, Κυριακή βράδυ η Καίτη από τη Μυτιλήνη. Δευτέρα πρωί, ύστερα από ελάχιστο ύπνο, έφυγα σφαίρα από το σπίτι μου για το δικό της, χτύπησα την πόρτα και μπήκα πριν πει η κυρία Λούλα: «Ανοιχτά είναι». Τη φίλησα δυνατά στο μάγουλο και όρμησα στο δωμάτιο της Καίτης-Καιτούλας, όπου τη βρήκα να χουζουρεύει κάτω από το αγαπημένο παιδικό της πάπλωμα.
«Πού είναι η έκπληξη, φιλενάδα; Πού είναι;» φώναξα με γουρλωμένα μάτια και απλωμένα χέρια.
«Ναι, κι εγώ χαίρομαι που σε βλέπω. Ήταν όντως κουραστικό το ταξίδι μου» απάντησε δήθεν παρεξηγημένη.
Καθώς βγήκε από τα σκεπάσματά της φορώντας ένα εφαρμοστό μωβ μπλουζάκι κι ένα κίτρινο μποξεράκι –είχε οριστικά ξεφορτωθεί τις πιτζάμες απ’ όταν είχε τελειώσει το Γυμνάσιο–, αντιλήφθηκα ένα ανεπαίσθητο κύμα ζέστης, ή καλύτερα ζεστασιάς, να χαϊδεύει το πρόσωπό μου για ένα δευτερόλεπτο, αρκετό πάντως για να μου φέρει μία γλυκιά στιγμιαία ζαλάδα.
«Καλά, μην τρελαίνεσαι! Δεν είναι και καμία σούπερ έκπληξη» είπε και μου έδωσε από το κομοδίνο της έναν ανοιγμένο φάκελο. Κοίταξα τα στοιχεία της μπροστινής πλευράς και στη θέση του αποστολέα είδα «Θείος Τζόουνς».
Έβγαλα το γράμμα, το ξεδίπλωσα και το διάβασα βιαστικά. Δεν κατάλαβα πού ήταν η έκπληξη. Κοίταξα την Καίτη-Καιτούλα ανασηκώνοντας τους ώμους.
«Διάβασε, παιδί μου, πιο προσεκτικά την πρώτη φράση» μου είπε ανυπόμονα.
Κοίταξα ξανά και διάβασα δυνατά αυτό που έβλεπα: «Καίτοι, Καιτούλα, …». Σταμάτησα να διαβάζω, μισόκλεισα τα μάτια εστιάζοντας λες και είχα μυωπία, και ξεστόμισα ένα κοφτό και έκπληκτο: «Α!». Σήκωσα το βλέμμα και την κοίταξα και ξεσπάσαμε αμέσως σε γάργαρα γέλια. Με την τρανταχτή ευθυμία της αποκάλυψης της πολυετούς μας πλάνης, σφιχταγκαλιαστήκαμε συνεχίζοντας σε μικρότερη ένταση τα χάχανα. Ξαφνιάστηκα, όταν ένιωσα για πρώτη φορά στη ζωή μου τα στήθη της πάνω μου. Τα γυναικεία, σφριγηλά στήθη της ασφυκτιούσαν ανάμεσά μας και οι ρώγες της, που είχαν αθέλητα σκληρύνει, άγγιζαν πάνω στο δικό μου στήθος. Ένα υπόκωφο βουητό ταλάνισε τα τύμπανα των αφτιών μου και το στόμα μου στέρεψε στη στιγμή από σάλιο. Βιαστικά και δήθεν ανέμελα κατάφερα να αρθρώσω μερικές λέξεις και να της πω πως: «Παρά το γλωσσικό μας ρεζίλεμα, για μένα θα είσαι πάντα η Καίτη-Καιτούλα, με ήτα».
Ύστερα αντιλήφθηκα πως ίσως είχα κρατήσει αυτή την αγκαλιά λίγο περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε και αποτραβήχτηκα αμέσως, ξεκινώντας μια δεύτερη κουβέντα για να μην της δώσω χρόνο να σκεφτεί το ίδιο κι αυτή.
«Και να δεις που παλιά, στην Γ΄ Γυμνασίου, που είχες αρχίσει να με πηγαίνεις πότε-πότε στο σπίτι του Τζόουνς, είχα σκεφτεί πως σαν να έλειπε κάποια λέξη στις συνήθεις προτάσεις του… Άκουγα στην αρχή «Καίτη-Καιτούλα, …», αμέσως συνέχιζε: «…βρίσκω την ιδέα σου πολύ ενδιαφέρουσα…», και ολοκλήρωνε με κάποια νουθεσία: «…οφείλεις να λάβεις υπόψη μπλα μπλα μπλα…», κι αναρωτιόμουν αν πριν το οφείλεις έπρεπε να μπει ένα αλλά ή ένα όμως. Μα ποια ήμουν στο κάτω-κάτω εγώ για να θεωρήσω ότι έκανε λάθος ο λόγιος και μυστηριώδης θείος σου!»
«Έλα, ρε Δανάη! Κι εγώ το ίδιο ακριβώς είχα σκεφτεί παλιά, ρε συ! Α, ρε φιλενάδα… Τέτοιο κάζο θα το θυμόμαστε για πάντα!»
Θα το θυμόμασταν όντως για πάντα, Καιτούλα, αλλά όχι για πολύ καιρό ακόμα μαζί, από κοντά.
Λίγα χρόνια αργότερα, τα Χριστούγεννα των είκοσι τριών ετών μας, ήμασταν ήδη λίγες μέρες στο νησί. Η Καίτη, για την ακρίβεια, ακόμα λιγότερες, γιατί είχε πάει διήμερες διακοπές με το τότε αγόρι της, κάποιον Σεντρίκ απ’ το Γραφείο της FRONTEX. Δεν ρωτούσα περισσότερα, μου αρκούσε που γύριζε πίσω μόνη της. Δεν είχα έτσι κι αλλιώς κάποιο δικαίωμα στην προσωπική της ζωή. Η κυρία Λούλα μου τηλεφώνησε, λοιπόν, για να με καλωσορίσει και με κάλεσε το βράδυ στο σπίτι της, πράγμα που με παραξένεψε, αφού ήταν για όλους μας δεδομένο πως στο σπίτι τους πήγαινα χωρίς πρόσκληση, σαν να ήταν το δικό μου.
Μέσα σ’ αυτές τις λίγες μέρες η Καίτη ήταν συνεχώς κατσουφιασμένη, γιατί ο θείος της, που ήδη έλειπε πάνω από έναν μήνα σε άγνωστο ως συνήθως προορισμό, δεν είχε στείλει νέα ότι θα επέστρεφε σύντομα και φοβόταν ότι δεν θα τον προλάβαινε μέχρι να γυρίσει για τους δύο τελευταίους μήνες της στη Μυτιλήνη.
Η μάνα της, εμφανώς αγχωμένη, μου είπε σχεδόν ψιθυριστά ότι με φώναξε, γιατί ήθελε να ’μαι κι εγώ εκεί. Πίστευε πως θα ήταν καλό για την Καιτούλα. Δαγκώνοντας ασυναίσθητα το κάτω χείλι, στράφηκε προς την κόρη της, που μόλις είχε φέρει από την κουζίνα τρεις κούπες αχνιστό τσάι του βουνού, και της έδωσε με βεβιασμένο χαμόγελο έναν κλειστό φάκελο με σημείωμα από τον θείο, ο οποίος της ζητούσε, είπε, να μην πάρει καμιά απόφαση, προτού μιλήσει σοβαρά με τη μάνα της. Τα πάντα αναψοκοκκινισμένα μάγουλά της έχασαν αρκετή από την κοκκινάδα τους. Πήρε με αργές κινήσεις τον φάκελο στο δωμάτιό της, υποσχόμενη βαρύθυμα και χωρίς να της το ζητήσει κανείς πως δεν θα τον ανοίξει πριν έρθει το επόμενο πρωί. Εγώ πάλι ήμουν σίγουρη ότι θα τον άνοιγε, όταν θα ξάπλωνε το βράδυ, και φοβόμουν πως δεν θα περίμενε καν τη μάνα της για να πάρει οποιαδήποτε απόφαση.
Δυο μέρες μετά, πριν τελειώσουν οι διακοπές, έφυγε ξαφνικά, με το πρόσχημα ότι πρέπει να στρωθεί στο διάβασμα για την πτυχιακή της εργασία. Στο Λιμάνι με αγκάλιασε πιο σφιχτά από ποτέ. Μ’ αυτή τη αντίδραση ένιωσα πλέον βέβαιη ότι η Καιτούλα, μόνη της ή όχι, είχε πάρει την απόφασή της κι ότι το περιεχόμενο του σημειώματος την οδήγησε σε έναν δρόμο που θα κόστιζε και στις δύο μας, μα αναμφίβολα πιο πολύ σε μένα. Δάκρυσα για πρώτη φορά μπροστά στην Καίτη και, μόλις η κυρία Λούλα με οδήγησε, αμίλητη κι αυτή, σπίτι μου, έκλαψα για πολλοστή φορά μακριά της.
Μέσα στα βάθη αυτού του τρομακτικού κενού που φαινόταν να ανοίγεται για πρώτη φορά στη ζωή μου, πέταξα μεμιάς το δέος και τον θαυμασμό που για τόσα χρόνια έτρεφα για τον Τζόουνς. Όλα μετατράπηκαν σε θυμό, θεωρώντας τον φυσικά υπεύθυνο για ό,τι μελλόταν.
Δεκατέσσερα χρόνια μετά, λίγα μόνο γράμματα από διάφορα μέρη με έχουν κρατήσει ενήμερη για τη ζωή της. Καίτοι την Καιτούλα δεν την είδα ξανά ύστερα από εκείνον τον αποχωρισμό στο Λιμάνι, παραμένει ο άνθρωπος για τον οποίον έχω καρδιοχτυπήσει περισσότερο στη ζωή μου. Δώδεκα χρόνια ήταν η καλύτερή μου φίλη, δώδεκα χρόνια ένιωθα τους παλμούς μου να ανεβαίνουν στα ύψη, όταν τυχαία ή όχι αγγίζονταν τα σώματά μας ή όταν χαρούμενες για κάτι αγκαλιαζόμασταν και ακουμπούσαμε τα μάγουλά μας. Δεν ξέρω αν αυτή η πρωτοκαθεδρία θα αλλάξει σε πέντε μήνες που θα έρθει το πρώτο μου παιδί, αλλά και πάλι, θα είναι κάτι διαφορετικό, υποθέτω…
Τώρα που το σκέφτομαι, μπορεί και όλη μου η ζωή να μοιάζει με ένα πείραμα από αυτά που θα ενδιέφεραν την Καιτούλα, αν το είχε προσέξει…