Το οικείο και το γνώριμο αρέσει (σχεδόν) σε όλους. Δίνει πάντα μια αίσθηση σταθερότητας και ζεστασιάς που όλοι οι άνθρωποι χρειάζονται, όσο περιπετειώδεις και αν είναι. Είναι μια σιωπηλή επιβεβαίωση του ότι όλα είναι υπό έλεγχο.
H οικειότητα ή η καλλιέργεια ενός αισθήματος οικειότητας παίζει σημαντικό ρόλο και στη γλώσσα. Αν και η επιτηδευμένη χρήση απλών και οικείων προς το κοινό λέξεων στον δημόσιο λόγο και δη στην πολιτική συνδέεται με λαϊκιστικές τάσεις, έρευνες μιλούν για τα οφέλη που έχει η «λεκτική οικειότητα». Σύμφωνα με νέα έρευνα του Πανεπιστημίου Western των Ηνωμένων Πολιτειών, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Psychological Science, το αίσθημα «οικειότητας» στη γλώσσα συνεπάγεται και καλύτερη κατανόηση του εκάστοτε μηνύματος.
Η γλώσσα που ακούγεται «ξένη» ή η γλώσσα με την οποία το άτομο δεν είναι επαρκώς εξοικειωμένο τείνει να διαταράσσει έμμεσα τη μεταφορά του κάθε μηνύματος, τονίζοντας τις διαφορές μεταξύ των ανθρώπων και δυσχεραίνοντας κατά συνέπεια την κατανόηση. Δεν είναι τυχαίο ότι η λεγόμενη «ξύλινη γλώσσα» ή τα «γλωσσικά κλισέ» συνήθως αποτυγχάνουν να μεταδώσουν ένα μήνυμα, δημιουργώντας μάλιστα μια απόσταση μεταξύ των ομιλητών/τριών και του κοινού. Δεν είναι επίσης τυχαίο το ότι συχνά επιλέγουμε να συναναστρεφόμαστε άτομα με τα οποία έχουμε κοινό κώδικα επικοινωνίας όχι μόνο σε επίπεδο αξιών και τρόπου ζωής, αλλά και γλωσσικής έκφρασης.
Η χρήση οικείων λέξεων και όρων ή ακόμα και το άκουσμα οικείων φωνών συνεπάγεται συνήθως και καλύτερη κατανόηση. Κάθε συνομιλητής και συνομιλήτρια αισθάνεται μεγαλύτερη συναισθηματική εγγύτητα και ασφάλεια ακούγοντας λέξεις, φράσεις ή επιχειρήματα που είτε χρησιμοποιεί συχνά είτε έχει συνηθίσει να ακούει στον περίγυρό του/της. Είναι αυτό το αίσθημα ασφάλειας που υποσυνείδητα αποζητούμε τόσο κοινωνικά όσο και γλωσσικά.
Άλλωστε, η διαμόρφωση ενός αισθήματος ομαδικότητας και «μοιράσματος» ενός κοινού κώδικα επικοινωνίας είναι μία από τις πιο σημαντικές λειτουργίες της γλώσσας πέρα από τον πρωταρχικό της ρόλο ως εργαλείου επικοινωνίας.