Μια λέξη κερδίζει τη θέση της σε ένα λεξικό ύστερα από ευρεία χρήση. Η ευρεία χρήση της υποδηλώνει ότι πολλοί χρήστες της γλώσσας συμφωνούν στη σημασία που της έχει αποδοθεί και, ως εκ τούτου, την υιοθετούν. Η ίδια εντάσσεται στο καθημερινό λεξιλόγιο των χρηστών και εισέρχεται σταδιακά και στο κάθε γλωσσικό σύστημα. Κάνει την εμφάνισή της σε συζητήσεις, επεκτείνεται σε νέες ηλικιακές ομάδες και τομείς. Όσο πιο πολύ επεκτείνεται και όσο πιο πολύ χρησιμοποιείται, τόσο πιο έντονα εδραιώνεται. Οι λεξικογράφοι την εντοπίζουν και τελικά την εντάσσουν στις σελίδες των νέων εκδόσεων των λεξικών τους.
Πώς αποκτά όμως μια λέξη το νόημά της;
Ένας από τους πρώτους ανθρώπους που μίλησαν για αυτό ήταν ο Ελβετός γλωσσολόγος Ferdinand de Saussure. Ο ίδιος μελέτησε τη γλώσσα έχοντας μια πιο επιστημονική προσέγγιση, που εκείνη την περίοδο προσιδίαζε περισσότερο στις θετικές επιστήμες. Ο ίδιος προσπάθησε να αναγάγει τη Γλωσσολογία σε συστηματική επιστήμη και τα κατάφερε, θέτοντας τα θεμέλια της επιστήμης της Γλωσσολογίας, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα.
Το σημείο αποτέλεσε βάση της σκέψης του. Το σημείο, με τη σειρά του, αποτελείτο από το σημαίνον (ήχος) και το σημαινόμενο (έννοια, ιδέα).
Το επαναστατικό για την εποχή κομμάτι της ιδέας του ήταν ότι το κάθε σημείο από αυτά ήταν αυθαίρετο. Απόλυτη τύχη, δηλαδή. Δεν βασιζόταν σε κάποια λογική, ούτε η προέλευσή του είχε κάποια αιτία.
Ενδιαφέρον προκαλεί όμως το γεγονός ότι στα Αγγλικά, για παράδειγμα, υπάρχουν ορισμένες λέξεις που δείχνουν ότι η ύπαρξή τους ίσως και να μην είναι απόλυτα αυθαίρετη. Αρκεί να σκεφτούμε τις λέξεις glow, glitter, glorious ή glamour, που δείχνουν κάτι λαμπερό και φωτεινό, για παράδειγμα. Ή τα Κορεατικά, στα οποία οι λέξεις που τελειώνουν σε -k έχουν την τάση να δηλώνουν κάτι απότομο.
Αν και πολλοί γλωσσολόγοι επιβεβαιώνουν την παραπάνω θεωρία, υπάρχουν και άλλοι που υποστηρίζουν ότι οι ηχητικοί συμβολισμοί που έχουν κάποιες λέξεις δεν (μπορεί να) είναι απλή σύμπτωση. Άλλωστε, και ο ίδιος ο Saussure διατύπωσε τις ιδέες του λαμβάνοντας υπόψη μόνο ευρωπαϊκές γλώσσες που έχουν μια πιο κοινή προσέγγιση και φιλοσοφία, παραγνωρίζοντας τις αφρικανικές ή ανατολικές γλώσσες που ενδεχομένως έχουν πιο έντονα στοιχεία ηχητικού συμβολισμού.