Και ποιος δεν έχει δει μαργαριτάρια σε υπότιτλους! Και ποιος δεν έχει γελάσει με εικόνες από τραγικούς υπότιτλους στο ίντερνετ! Και ποιος δεν έχει πει «δεν είπε αυτό!», «καλά, τα μισά γράφει», «λάθος είναι οι υπότιτλοι»! Όλοι μας. Ακόμα κι εμείς. Μέχρι που αποφασίσαμε να γίνουμε υποτιτλιστές.
Και μπαίνοντας σ’ αυτόν τον μαγικό κόσμο του υποτιτλισμού, είπαμε ότι εμείς δεν είμαστε σαν τους άλλους. Ότι εμείς είμαστε καλύτεροι. Εμείς θα τα γράφουμε όλα, εμείς τα καταλαβαίνουμε όλα, εμείς είμαστε μεταφραστές, εμείς μπορούμε να βρούμε την τέλεια απόδοση, εμείς ξέρουμε. Και στην πρώτη μας απόπειρα καταλάβαμε ότι δεν ξέρουμε τίποτα.
Συνειδητοποιήσαμε –ή μας είπαν– ότι δεν μπορούμε να γεμίσουμε όλη την οθόνη με υπότιτλους, για να χωρέσουμε όλα όσα θέλουμε, γιατί ο κόσμος θέλει να δει την ταινία, όχι το περίτεχνο κείμενό μας. Με μεγάλη μας έκπληξη μάθαμε ότι μιλάμε πιο γρήγορα απ’ ό,τι διαβάζουμε και ότι ο μέσος θεατής δεν προλαβαίνει να διαβάσει τα κατεβατά μας μέσα σε δύο-τρία δευτερόλεπτα. Πέσαμε απ’ τα σύννεφα την πρώτη φορά που δεν καταλάβαμε κάτι, γιατί μιλούσε Ιρλανδή από την Αυστραλία με αλαμπαμέζικη προφορά, με τρένα να περνούν στο βάθος και βόμβες να σκάνε δίπλα της. Ψάξαμε και ξαναψάξαμε άπειρες λέξεις, εκφράσεις, όρους, ιδιωματισμούς, πολιτισμικές αναφορές, και κάποιες φορές δεν τα βρήκαμε και ψιλομαντέψαμε, για να λέμε και την αλήθεια. Και σίγουρα κάναμε λάθη.
Αλλά νιώσαμε υπέροχα, όταν χώρεσε τέλεια η πρότασή μας στον υπότιτλο, ακριβώς όπως τη θέλαμε. Είδαμε πόσο ενδιαφέρον έχει η δουλειά, όταν αλλάζει συνεχώς το περιεχόμενό της. Ανακουφιστήκαμε, όταν είχαμε καλό επιμελητή που μας έσωσε από τραγικά μαργαριτάρια. Και, τέλος πάντων, νιώθουμε μια κάποια ικανοποίηση που γινόμαστε το μέσο, για να απολαύσει κάποιος μια ταινία, μια σειρά, ένα ντοκιμαντέρ, οτιδήποτε, κι ας μη μας δίνει μεγάλη σημασία. Γιατί, όπως λένε, ο καλύτερος υπότιτλος είναι ο «αόρατος».