Την Κατερίνα Γιωτάκη τη γνώρισα λίγο πριν από τη δύση του 2016 στο Διεθνές Αεροδρόμιο του Καΐρου. Η πτήση της EgyptAir για Αθήνα είχε καθυστέρηση κι έτυχε να καθίσω δίπλα της στον χώρο αναμονής. Η σύνδεσή μου στο διαδίκτυο ήταν προβληματική, κι εκείνη με εισήγαγε για πρώτη φορά στον κόσμο του Wi-Fi Hotspot. Και κάπως έτσι, «συνδεθήκαμε»...
– Πώς αποφασίζει μία νηπιαγωγός να εργαστεί στο ελληνικό σχολείο του Καΐρου;
Στο Κάιρο είχα ξαναπάει παλιότερα, ως τουρίστρια, γιατί από τα δεκαεννιά μου είχα έναν φίλο από εκεί. Θυμάμαι πως τότε είχα πει τη φοβερή ατάκα – γι’ αυτό στη ζωή ποτέ δεν πρέπει να λες «ποτέ»: «εντάξει, μωρέ, ωραία είναι, αλλά εγώ σ’ αυτή τη χώρα δεν θα ζούσα ποτέ», και με πολύ στόμφο κιόλας το «ποτέ». Ώσπου σε μία περίοδο που για ’μένα ήταν αρκετά δύσκολη επαγγελματικά και προσωπικά και αναζητούσα μια αλλαγή, το Κάιρο ξεπρόβαλε ως διέξοδος.
– Ποια είναι η διαδικασία που ακολουθείται σ’ αυτή την περίπτωση;
Σε όλα τα ελληνικά σχολεία του εξωτερικού προκηρύσσονται θέσεις για το δημόσιο προσωπικό, και για όσες δεν καλύπτονται, αναλαμβάνει η Κοινότητα της κάθε χώρας να προσλάβει εκπαιδευτικούς. Στη δική μου περίπτωση ίσχυσε το δεύτερο. Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας μου ζήτησε αρχικά να πάω στο Κάιρο για τρεις μέρες και να ζυγίσω από κοντά την κατάσταση. Εκείνη την περίοδο, βέβαια, δεν με φόβιζε τίποτα, οπότε είχα ήδη προαποφασίσει. Και οι τρεις μέρες έγιναν δύο σχολικά έτη. Έζησα στο Κάιρο και εργάστηκα στο ελληνικό νηπιαγωγείο από το 2015 έως το 2017.
– Οι μαθητές τι καταγωγής ήταν;
Κάποια παιδιά ήταν Ελληνάκια, των οποίων οι γονείς έχουν επιχειρήσεις στην Αίγυπτο – πράγμα αρκετά σύνηθες, λόγω της χαμηλής φορολογίας. Άλλων οι γονείς ήταν Αιγυπτιώτες, δηλαδή Έλληνες που είχαν γεννηθεί στη Αίγυπτο από γονείς μετανάστες, για παράδειγμα, οι οποίοι μιλούσαν Ελληνικά και ενδεχομένως είχαν παντρευτεί Αιγύπτιες, δημιουργώντας μεικτές οικογένειες. Άλλα παιδιά είχαν κάποια άλλη ελληνική ρίζα, ενώ υπήρχαν και «καθαρόαιμα» Αιγυπτιάκια.
– Με ποιο σκεπτικό αποφασίζει ένας βέρος Αιγύπτιος να στείλει τα παιδιά του σε ελληνικό σχολείο;
Ο μπαμπάς μιας μαθήτριάς μου, λόγου χάρη, εργαζόταν στην Ελλάδα για χρόνια και ήθελε τα παιδιά του να μάθουν Ελληνικά, για να φέρει όλη την οικογένεια εδώ. Επίσης, το ελληνικό σχολείο είναι ημικρατικό, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχουν μεν κάποια δίδακτρα, αλλά σε σχέση με εκείνα των διεθνών σχολείων, είναι πολύ πιο χαμηλά, ενώ η εκπαίδευση που παρέχεται είναι καλύτερη απ’ ό,τι στα δημόσια, όπου σε μία τάξη μπορεί να υπάρχουν και εξήντα παιδιά και, κάποιες φορές, ισχύει και το «όπου δεν πίπτει λόγος...». Είναι μία μέση κατάσταση, δηλαδή. Ένα άλλο πλεονέκτημα είναι πως στο ελληνικό σχολείο διδάσκονται και Αραβικά (από το Δημοτικό έως το Λύκειο), ενώ μετά την αποφοίτηση οι μαθητές έχουν τη δυνατότητα είτε να δώσουν Πανελλήνιες είτε να συμμετάσχουν σε εξετάσεις για εισαγωγή σε αιγυπτιακά πανεπιστήμια.
– Εφάρμοζες το ίδιο σύστημα διδασκαλίας που θα εφάρμοζες και στην Ελλάδα;
Ναι, ακολουθούσαμε το πρόγραμμα του Υπουργείου Παιδείας. Τα παιδιά, δηλαδή, έπρεπε να μάθουν τους ήχους των γραμμάτων, τα γράμματα, τους αριθμούς μέχρι το δέκα, τα σχήματα, και ούτω καθεξής. Στην αρχή ήταν πολύ δύσκολο, γιατί κάποια δεν καταλάβαιναν ούτε το «καλημέρα» ούτε απλές εντολές, όπως το «κάτσε» και το «ησυχία», οπότε έπρεπε να είμαι πολύ παραστατική και υπομονετική. Χρειάστηκε να περάσουν δύο μήνες, για να καταφέρουμε να έχουμε μία βασική επικοινωνία, ενώ παράλληλα και η συνεννόηση με τους περισσότερους γονείς ήταν πολύ δύσκολη και χρειαζόμουν διερμηνέα.
– Και από πολιτιστικές εκδηλώσεις;
Διοργανώναμε εκδηλώσεις σε όλες τις ελληνικές γιορτές, ενώ κάτω από το σχολείο υπήρχε το Ελληνικό Πολιτιστικό Κέντρο, όπου διδάσκονταν Ελληνικά σε Αιγύπτιους. Πρόεδρος του Πολιτιστικού Κέντρου, μάλιστα, είναι ένας πολύ σπουδαίος άνθρωπος, ο συγγραφέας και ποιητής Χρίστος Παπαδόπουλος (βλ. Το φτερό του δράκου, Τα χαμοπούλια). Παράλληλα, είχαμε την τύχη να μας επισκέπτεται στο σχολείο δύο φορές τον χρόνο, ύστερα από κάλεσμά μου, ο γεννημένος στην Αλεξάνδρεια Αιγυπτιώτης Ηλίας Πίτσικας, ο οποίος είναι εμψυχωτής θεατρικού παιχνιδιού στην κατασκήνωση Χαρούμενο Χωριό, όπου εργαζόμουν κι εγώ πριν πάω στο Κάιρο, και ο οποίος κάθε χρόνο επισκέπτεται την Αλεξάνδρεια και οργανώνει διάφορα θεατρικά και καλλιτεχνικά δρώμενα με την Ομάδα Τέχνης Πάροδος. Πρόκειται για την ομάδα που αναλαμβάνει όλες τις χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις του Μουσείου Γουλανδρή, στις οποίες είχα συμμετάσχει κι εγώ στο παρελθόν. Περιττό να αναφέρω πως όλη την υπόλοιπη χρονιά τα παιδιά με ρωτούσαν συνεχώς πότε θα ξαναερχόταν ο Ηλίας με την ομάδα του. Δεν έχουν πολλά ερεθίσματα, συνεπώς τέτοιες εκδηλώσεις είχαν πολύ μεγάλη σημασία γι’ αυτά.
– Αραβικά έμαθες;
Λίγα Αραβικά τα έμαθα. Είχαμε κάνει ένα γκρουπάκι οι Ελληνίδες και μαθαίναμε. Τα βιοποριστικά Αραβικά, μη φανταστείς κάτι σπουδαίο. Ίσα ίσα για να μπορώ να συνεννοούμαι με τον μανάβη, με τον ταξιτζή, και για να μη χάνομαι.
– Πώς ήταν η καθημερινότητα στο Κάιρο εκτός σχολείου;
Εντελώς διαφορετική από ό,τι στην Ελλάδα. Κατ’ αρχάς, δεν υπήρχαν Σαββατοκύριακα, με την έννοια ότι ως αργίες είχαμε την Παρασκευή και την Κυριακή. Παρ’ όλα αυτά, είχαμε περισσότερες διακοπές, μιας και τηρούνταν και οι μουσουλμανικές και οι χριστιανικές αργίες. Μετά το σχολείο τρώγαμε όλοι οι εκπαιδευτικοί μαζί και ύστερα άλλοτε πήγαινα σε κάποια ιδιαίτερα ενισχυτικής διδασκαλίας και Ελληνικών που είχα και άλλοτε προετοιμαζόμουν για την επόμενη ημέρα. Δούλευα αρκετά, είναι η αλήθεια, γιατί είχα αρκετό ζήλο και δεν ήθελα να πάνε τα παιδιά στην Πρώτη και να σοκαριστούν. Πολλές φορές δούλευα και τις αργίες. Έπαιρνα, θυμάμαι, το κλειδί από τον θυρωρό και πήγαινα στο σχολείο.
– Από ό,τι κατάλαβα, μένατε όλοι οι εκπαιδευτικοί μαζί; Αυτοί ήταν η παρέα σου;
Όλοι οι δάσκαλοι μέναμε μέσα στο ελληνικό σχολείο, το πάλαι ποτέ οικοτροφείο Αχιλλοπούλειο, στον τελευταίο όροφο, που είχε διαμορφωθεί ως «εστία». Το νηπιαγωγείο ήταν σε άλλο κτήριο, στο ίδιο οικόπεδο, στη Μασρ Ελ Γκιντίντα (Καινούρια Αίγυπτος), ή αλλιώς Ηλιούπολη. Έτυχε και έκανα μία πάρα πολύ μεγάλη και υπέροχη παρέα από Αιγύπτιους, Ευρωπαίους και Έλληνες. Ευτυχώς, την ίδια περίοδο μ’ εμένα πήγαν στο Κάιρο κι άλλα άτομα στην ηλικία μου από την Ελλάδα, οπότε γίναμε οικογένεια. Διαφορετικά, θα ήταν πολύ δύσκολα.
– Πώς διασκεδάζατε;
Στο Κάιρο διοργανώνονται πολλά φεστιβάλ. Υπάρχει, για παράδειγμα, το Φεστιβάλ Τζαζ και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου που πραγματοποιούνται κάθε χρόνο. Από κει και πέρα, πηγαίναμε σε καφενέδες και πίναμε χυμούς, ζεστά τσάγια, ζεστή μέντα... Στην αρχή, βέβαια, προκαλούσαμε λίγο πανικό, γιατί δεν αποτελεί συνηθισμένη εικόνα το να κάθονται γυναίκες, και δη χωρίς μπούργκα ή μαντίλα, στους καφενέδες, αλλά πηγαίναμε με συναδέλφους που έμεναν ήδη χρόνια εκεί και ήταν γνωστοί, οπότε σιγά σιγά μας αποδέχονταν. Γενικά, πάντως, δεν υπάρχει πολύ αλκοόλ. Υπάρχουν κάποια μπαρ, συνήθως σε ταράτσες, όπου μπορεί κανείς να βρει και μπύρες, αλλά μέχρι εκεί. Υπάρχουν και πιο καλλιτεχνικά στέκια που διοργανώνουν και λάιβ συναυλίες. Και για χορό μπορούσαμε να πάμε, δηλαδή, αλλά κυρίως μαζευόμασταν σε τραπέζια και τα λέγαμε. Οι Αιγύπτιοι, επίσης, είναι λαός που τρώει πολύ, κι εμείς βγαίναμε πολύ συχνά για φαγητό. Έβρισκες τα πάντα. Λιβανέζικα, μπεργκεράδικα, ιταλικά, κινέζικα, αιγυπτιακά, και πολύ βρώμικο, σουβλάκι, ας πούμε. Επειδή, όμως, η παρέα μου ήταν πιο «απελευθερωμένη», γινόντουσαν και πολλά πάρτι σε σπίτια.