Η τελευταία από τις οκτώ γλάστρες μπήκε στο καροτσάκι του κηπουρού, πάνω απ’ το μπιτόνι με το νερό, δίπλα στις υπόλοιπες γλάστρες, τα εργαλεία και το ραδιοφωνάκι τσέπης, που μέσα από παράσιτα έδινε τον ρυθμό της ημέρας. Τα πάντα έδειχναν ελπιδοφόρα γι’ αυτά τα νέα δέντρα που σε λίγη ώρα θα έβρισκαν την τελική τους θέση. Οι λάκκοι τους είχαν ανοιχτεί από την προηγούμενη και είχαν ποτιστεί. Το χώμα ήταν στην ιδανική κατάσταση για ν’ αναπτυχθεί ένα δέντρο.
«Η ζωή βρίσκει πάντα τον τρόπο» είπε, με τη φωνή αφηγητή ντοκιμαντέρ, σπρώχνοντας ήδη το καροτσάκι του κηπουρού. Τα φύλλα των μικρών δέντρων ανέμιζαν στο αεράκι και τους κραδασμούς, λες και τα φυτά γνώριζαν πως είχε φτάσει η ώρα της μεταφύτευσης.
Είχε διαβάσει δυο τρία σάιτ στο ίντερνετ κι είχε δει καμιά δεκαριά βίντεο σχετικά με το θέμα. Το συμπέρασμα που έβγαινε, ήταν ότι ύστερα από αυτό το στάδιο της μεταφύτευσης, σε δύο χρόνια, με τακτικό πότισμα και με σύμμαχο τον καλό καιρό, απ’ αυτά τα φυτά που θα έμπαιναν σήμερα στο κτήμα, έπρεπε να περιμένει ότι θα επιβιώσουν τα μισά. Εντάξει, ίσως η ζωή δεν βρίσκει πάντα τον τρόπο, όμως χωρίς το πάντα, χάνεται και η απλή, αφελής ελπίδα στην οποία στηρίχτηκαν τόσες απίστευτες κατακτήσεις του ανθρώπου. Αλίμονο αν αρχίσουμε τώρα να σκεφτόμαστε ότι αυτά εδώ τα οκτώ δέντρα που είναι ήδη δύο χρονών και τα πιο εκλεκτά φυτά που έπιασαν ανάμεσα σε δεκάδες άλλους σπόρους –κουκούτσια δηλαδή– ίσως δεν θα μπορέσουν ποτέ να τα καταφέρουν. Τι ντροπή γι’ αυτή τη βυσσινιά που παλεύει δύο χρόνια να ξεφύγει απ’ την κόκκινη γλάστρα της, αν ξεραθεί τελικά έπειτα από ακόμα δύο χρόνια προσπάθειας, ακριβώς στο χώμα όπου θα μπορούσε επιτέλους να μεγαλώσει! Μα και τι χάσιμο χρόνου: τέσσερα χρόνια για το τίποτα!
Το σύντομο δελτίο ειδήσεων άρχισε να παίζει στο ραδιόφωνο την ώρα που έφτασε στον πρώτο λάκκο. Είχε περάσει ήδη μια ώρα λοιπόν, αν και δεν είχε αλλάξει και τίποτα σε σχέση με μια ώρα πριν. Τα νέα δεν είχαν ανανεωθεί καθόλου από το προηγούμενο δελτίο ειδήσεων: άρρωστοι και εμβόλια, ένα σαπιοκάραβο μετανάστες ή πρόσφυγες (στα θαλάσσια σύνορά μας), μια πυρκαγιά σε πολυκατοικία (υλικές ζημιές, κανένας νεκρός). Οι τίτλοι ήταν ξεκάθαροι, συνταρακτικοί μέσα στην απλότητά τους. Τα περιστατικά σχεδόν προβλέψιμα, παρά τις απρόβλεπτες επιπτώσεις τους.
Το δελτίο ειδήσεων τελείωσε όσο γρήγορα άρχισε και μαζί του οι ειδήσεις εξατμίστηκαν σε μια απροσδιόριστη ομίχλη. Δεν μπορούσε να κάνει πολλά για τους πρόσφυγες στη θάλασσα, ούτε για την πολυκατοικία που κάηκε. Οι ειδήσεις δείχνουν πάντα πολυκατοικίες που καίγονται, σοδειές και δέντρα που χαλάνε, οι ειδήσεις το κάνουν συνέχεια αυτό. Τα νέα είναι γνωστό πως τρέχουν γρήγορα, τα νέα δεν έχουν χρόνο για πολυκατοικίες που χτίζονται, ούτε για μετανάστες που φτιάχνουν τη ζωή τους, παρά μόνο για πρόσφυγες που, κατά προτίμηση, πνίγονται.
Το μόνο που μπορούσε να κάνει, ήταν να φυτεύσει τα δέντρα. Όχι γιατί δεν είχε τη δύναμη ή τη διάθεση να κάνει κάτι άλλο, κάτι περισσότερο. Απλώς, τώρα αυτός έμοιαζε ο καλύτερος τρόπος να συνεισφέρει κάπως. Δεν ήταν σπουδαίος τρόπος, ούτε σίγουρος, και δεν ήταν ούτε κατά προσέγγιση γρήγορος. «Εσύ δεν θα γίνεις θέμα στις ειδήσεις» μονολόγησε καθώς πλάγιαζε τη γλάστρα για να βγει η βυσσινιά χωρίς να σπάσουν οι μικρές της ρίζες. «Ίσως όμως πρωταγωνιστήσεις στο δικό σου ντοκιμαντέρ» σκέφτηκε και γέλασε.
«Τώρα ξεκινάει ο πραγματικός αγώνας γι’ αυτή τη νεαρή βυσσινιά» είπε, τοποθετώντας το δέντρο στη σκαμμένη τρύπα. «Σε δύο χρόνια θα έχει γίνει σχεδόν ανεξάρτητη, θα έχει όμως ακόμα πολύ δρόμο μπροστά της» συνέχισε με μικρές διακοπές για να αναπνέει καθώς φτυάριζε χώμα. «Αν επιζήσει από δύσκολους χειμώνες, πανούργες ασθένειες, καταστρεπτικές πυρκαγιές, την κλιματική αλλαγή και το ίδιο το τέλος του κόσμου, αυτό το φιλόδοξο βλαστάρι θα έχει μεταμορφωθεί μέσα σε δέκα μόλις χρόνια από ταπεινό κουκούτσι σε ένα υγιές, νεαρό δέντρο, έτοιμο να κάνει τον δικό του κύκλο ζωής». Πάτησε το χώμα γύρω από το φυτεμένο πλέον δέντρο και πότισε απ’ το μπιτόνι. «Σε δέκα μόλις χρόνια».
Αρκετά δελτία ειδήσεων αργότερα, άφησε το άδειο πια καροτσάκι, ξέβγαλε το χώμα από τα χέρια και κάθισε με ανακούφιση σε μια άσπρη, πλαστική καρέκλα. Είχε μάθει πια απ’ έξω το σημερινό δελτίο ειδήσεων με τις ελάχιστες αλλαγές που έφερε η μεσημεριανή του έκδοση. Αυτό που πραγματικά σκεφτόταν όμως, ήταν ο χρόνος.
Ποιος φαντάζεται τον εαυτό του ύστερα από δέκα χρόνια; Όχι ευχές και όνειρα και σχέδια. Ποιος φαντάζεται, ποιος προβλέπει πού και πώς και ποιος θα είναι σε δέκα χρόνια από τώρα; Ποιος άνθρωπος στα λογικά του ξεκινάει τώρα κάτι που χρειάζεται τόσον καιρό για να αποδώσει; Όχι πολλοί μάλλον. Παλιότερα σίγουρα περισσότεροι, έτσι έμοιαζε τουλάχιστον. Πίνοντας έναν πρόχειρο, στιγμιαίο καφέ, γευόταν την πολυτέλεια του να κοιτάς στο μέλλον, όταν το παρόν φαίνεται να κινδυνεύει συνεχώς. Δεν γίνεται όμως να σταματήσουν όλοι να κοιτάζουν στο μέλλον. Αλλιώς το σήμερα δεν θα έχει πια τίποτα να ελπίζει από το αύριο.
Σήμερα φύτεψε τα δέντρα. Ίσως αργούσαν να μεγαλώσουν, όμως σήμερα έκανε την αρχή. Αύριο θα έβρισκε να κάνει κάτι ακόμα, κάτι περισσότερο. Ίσως στο τέλος, το σύνολο όλων αυτών να γινόταν κάτι που θα άξιζε, ακριβώς λόγω του χρόνου και της υπομονής που είχε επενδύσει.